Toυ Βασίλη Δημητριάδη Πολλά μου έρχονταν στο μυαλό πριν αρχίσω να γράφω αυτό το κείμενο και δεν ήξερα από να αρχίσω. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι όλες οι σκέψεις μου άρχισαν να καταφθάνουν μετά από την ξαφνική εμφάνιση στον εγκέφαλο μου, της διαφήμισης της Τασούλας και του Κίτσου με το περιβόητο τράτζικ.
Εκεί που καθόμουν στην βεράντα κι έπινα έναν καφέ στα σκοτεινά, βλέποντας κάποιους καλούς -ας πούμε- γείτονες στα μπαλκόνια, έριξα μια ματιά στο αστικό τοπίο που μας περιβάλλει και...
μέσα στο θόρυβο, από τα κατά διαστήματα περιελθόντα μηχανάκια, οι εικόνες από διάφορες καταστάσεις και γεγονότα αναπήδησαν σαν πηγή στο κεφάλι μου και αναφώνησα μέσα μου, ωσάν νέος αστικός Κίτσος, τράτζικ!
Αναπόλησα με λύπη τα όσα αντικρίζουμε καθημερινά. Αυτή την άσχημη πόλη αλλά και γενικότερα όλες αυτές τις ελληνικές άθλιες πόλεις που σχεδιάστηκαν και φτιάχτηκαν από το γούστο ενός χωριάτη τη δεκαετία του πενήντα, το απαίσιο λάιφ στάιλ (προτιμώ να γράφω τις λέξεις σε Αγγληνικά – αντίστοιχο του Greeklish) του ενενήντα, του κάθε Καρακίτσου εκδότη που έκανε τη χωριαταρία σε ανάμιξη με τη δυναστεία που παιζόταν το ογδόντα και τις αμερικάνικες σαπουνόπερες, ένα συνονθύλευμα μόδας και αστικής βλαχιάς που ακολούθησαν όλα τα νέα παιδιά μην έχοντας άλλα πρότυπα. Και δεν θα βάλω πρότυπα τη δήθεν κουλτούρα και διανόηση στην Ελλάδα γιατί κι αυτή για τα μπάζα είναι. Κλίκες, κολλεγιές, ίντριγκες και άστα να πάνε.
Που λέτε, φτάσαμε να κάνουμε το δήθεν κλάσιμο την ώρα του φαγητού των άξεστων Γάλλων Ιν, το ρέψιμο των Αμερικανών Ιν, το ξεβράκωμα των Άγγλων Ιν, κοκ.
Με λίγα λόγια δεν μας έφταναν τα χάλια που είχαμε αλλά ξεπατικώσαμε και ότι χειρότερο υπήρχε από κάθε λαό ως μοδάτο και το κάναμε καθημερινό τρόπο ζωής και ηλιθιότητας, θέλοντας να το παίξουμε προχωρημένοι.
Έτσι, όλες οι γυναίκες προσπάθησαν να παραστήσουν τις μπιτς (σκύλες), τσούλες στα ελληνικά, οι άντρες τους φλώρους ή τους πηδάω ότι κινείται και τώρα απολαμβάνουμε τους καρπούς μας από ένα τεράστιο πήδημα που λαμβάνει χώρα από το κάθε περιβολάκι μέχρι την οικονομία και την πολιτική. Με λίγα λόγια τα πηδήξαμε όλα και τώρα κλαίμε.
Τράτζικ η πολιτική, τράτζικ οι σχέσεις, τράτζικ οι συμπεριφορές, τράτζικ οι Έλληνες, ακόμα πιο τράτζικ οι μετανάστες, τράτζικ όλη η χώρα που έχει πάρει από ένα τζι-πι-ες και ψάχνει την Τασούλα και η Τασούλα περιμένει στον αχυρώνα, βλέποντας ότι όλη η κατάσταση είναι τράτζικ, χωρίς να καταλαβαίνει ότι και αυτή είναι μια από τους πρωταγωνιστές της τράτζικ κωμωδίας, γιατί στην Ελλάδα ακόμα και οι κωμωδίες είναι τράτζικες…
Τράτζικ επαναστάτες, τράτζικ σωτήρες, τράτζικ κοινωνία που εξισώνει τους πάντες και τα ισοπεδώνει όλα χωρίς αίσθημα αλληλεγγύης και συναίσθηση του κάθε ενός για τον εαυτό του, με αποτέλεσμα όλοι σαν μονάδες να θεωρούν τον εαυτό τους τέλειο και όλους τους άλλους σκουπίδια, φτιάχνοντας όλοι μαζί παρέα έναν τεράστιο βόθρο, στον οποίο οι άξιοι πνίγονται!
Όλα αυτά δεν έχουν τόσο σχέση με την επαρχία, όπως η διαφήμιση, αλλά με τις τράτζικ πόλεις, τους τράτζικ χωριάτες της πόλης αλλά και τους τράτζικ Γκάγκαρους της Αθήνας και γηγενείς άλλων πόλεων ή άλλως αστούς, που δήθεν παριστάνουν τους χωριάτες γιατί είναι Ιν, ενώ ο καράβλαχος μέσα τους γκάριζε τόσα χρόνια κι έψαχνε ευκαιρία το ηλίθιο λάιφ στάιλ και την κατάντια και εξαθλίωση σε τρόπους, συναισθήματα, διασκέδαση, για να αντικαταστήσει την κατσίκα φιλενάδα, με γκόμενα… Τράτζικ!
Τράτζικ είναι ακόμα και που κάθομαι και τα γράφω, όχι τόσο για να επηρεάσω κάποιους αλλά για να τα βγάλω από μέσα μου και μπας και τα διαβάσει κανένας άνθρωπος που πιστεύει τα ίδια και πάψει να νιώθει ότι είναι ο μόνος.
Με αυτή την τράτζικη εξομολόγηση σας αφήνω μπας και στείλω το μυαλό μου σε διακοπές, έστω και για λίγο…
Τρατζηνύχτα…
Εκεί που καθόμουν στην βεράντα κι έπινα έναν καφέ στα σκοτεινά, βλέποντας κάποιους καλούς -ας πούμε- γείτονες στα μπαλκόνια, έριξα μια ματιά στο αστικό τοπίο που μας περιβάλλει και...
μέσα στο θόρυβο, από τα κατά διαστήματα περιελθόντα μηχανάκια, οι εικόνες από διάφορες καταστάσεις και γεγονότα αναπήδησαν σαν πηγή στο κεφάλι μου και αναφώνησα μέσα μου, ωσάν νέος αστικός Κίτσος, τράτζικ!
Αναπόλησα με λύπη τα όσα αντικρίζουμε καθημερινά. Αυτή την άσχημη πόλη αλλά και γενικότερα όλες αυτές τις ελληνικές άθλιες πόλεις που σχεδιάστηκαν και φτιάχτηκαν από το γούστο ενός χωριάτη τη δεκαετία του πενήντα, το απαίσιο λάιφ στάιλ (προτιμώ να γράφω τις λέξεις σε Αγγληνικά – αντίστοιχο του Greeklish) του ενενήντα, του κάθε Καρακίτσου εκδότη που έκανε τη χωριαταρία σε ανάμιξη με τη δυναστεία που παιζόταν το ογδόντα και τις αμερικάνικες σαπουνόπερες, ένα συνονθύλευμα μόδας και αστικής βλαχιάς που ακολούθησαν όλα τα νέα παιδιά μην έχοντας άλλα πρότυπα. Και δεν θα βάλω πρότυπα τη δήθεν κουλτούρα και διανόηση στην Ελλάδα γιατί κι αυτή για τα μπάζα είναι. Κλίκες, κολλεγιές, ίντριγκες και άστα να πάνε.
Που λέτε, φτάσαμε να κάνουμε το δήθεν κλάσιμο την ώρα του φαγητού των άξεστων Γάλλων Ιν, το ρέψιμο των Αμερικανών Ιν, το ξεβράκωμα των Άγγλων Ιν, κοκ.
Με λίγα λόγια δεν μας έφταναν τα χάλια που είχαμε αλλά ξεπατικώσαμε και ότι χειρότερο υπήρχε από κάθε λαό ως μοδάτο και το κάναμε καθημερινό τρόπο ζωής και ηλιθιότητας, θέλοντας να το παίξουμε προχωρημένοι.
Έτσι, όλες οι γυναίκες προσπάθησαν να παραστήσουν τις μπιτς (σκύλες), τσούλες στα ελληνικά, οι άντρες τους φλώρους ή τους πηδάω ότι κινείται και τώρα απολαμβάνουμε τους καρπούς μας από ένα τεράστιο πήδημα που λαμβάνει χώρα από το κάθε περιβολάκι μέχρι την οικονομία και την πολιτική. Με λίγα λόγια τα πηδήξαμε όλα και τώρα κλαίμε.
Τράτζικ η πολιτική, τράτζικ οι σχέσεις, τράτζικ οι συμπεριφορές, τράτζικ οι Έλληνες, ακόμα πιο τράτζικ οι μετανάστες, τράτζικ όλη η χώρα που έχει πάρει από ένα τζι-πι-ες και ψάχνει την Τασούλα και η Τασούλα περιμένει στον αχυρώνα, βλέποντας ότι όλη η κατάσταση είναι τράτζικ, χωρίς να καταλαβαίνει ότι και αυτή είναι μια από τους πρωταγωνιστές της τράτζικ κωμωδίας, γιατί στην Ελλάδα ακόμα και οι κωμωδίες είναι τράτζικες…
Τράτζικ επαναστάτες, τράτζικ σωτήρες, τράτζικ κοινωνία που εξισώνει τους πάντες και τα ισοπεδώνει όλα χωρίς αίσθημα αλληλεγγύης και συναίσθηση του κάθε ενός για τον εαυτό του, με αποτέλεσμα όλοι σαν μονάδες να θεωρούν τον εαυτό τους τέλειο και όλους τους άλλους σκουπίδια, φτιάχνοντας όλοι μαζί παρέα έναν τεράστιο βόθρο, στον οποίο οι άξιοι πνίγονται!
Όλα αυτά δεν έχουν τόσο σχέση με την επαρχία, όπως η διαφήμιση, αλλά με τις τράτζικ πόλεις, τους τράτζικ χωριάτες της πόλης αλλά και τους τράτζικ Γκάγκαρους της Αθήνας και γηγενείς άλλων πόλεων ή άλλως αστούς, που δήθεν παριστάνουν τους χωριάτες γιατί είναι Ιν, ενώ ο καράβλαχος μέσα τους γκάριζε τόσα χρόνια κι έψαχνε ευκαιρία το ηλίθιο λάιφ στάιλ και την κατάντια και εξαθλίωση σε τρόπους, συναισθήματα, διασκέδαση, για να αντικαταστήσει την κατσίκα φιλενάδα, με γκόμενα… Τράτζικ!
Τράτζικ είναι ακόμα και που κάθομαι και τα γράφω, όχι τόσο για να επηρεάσω κάποιους αλλά για να τα βγάλω από μέσα μου και μπας και τα διαβάσει κανένας άνθρωπος που πιστεύει τα ίδια και πάψει να νιώθει ότι είναι ο μόνος.
Με αυτή την τράτζικη εξομολόγηση σας αφήνω μπας και στείλω το μυαλό μου σε διακοπές, έστω και για λίγο…
Τρατζηνύχτα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου