Του Ματθαίου Τσιμιτάκη Ο χρόνος σε πανευρωπαϊκό επίπεδο λειτουργει εναντίον των δυνάμεων του νεοφιλελευθερισμού και των μνημονίων
Τις τελευταίες ημέρες παρακολουθούμε την προσπάθεια του Αντώνη Σαμαρά να οξύνει την πολιτική αντιπαράθεση στη βάση μιας αρνητικής προπαγάνδας εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ με κεντρικό στοιχειο το φόβο. Ολα τα ρητορικά σχήματα της προηγούμενης περιόδου παρουσιάζονται στην οξύτερη μορφή τους: Ευρώ-δραχμή, εμπειρία διακυβέρνησης-απειρία, λαϊκισμός-υπευθυνότητα, αλλά και το ιστορικό διχαστικό αριστερά ή δεξιά......
Τα σχήματα αυτά αποδείχτηκαν λανθασμένα, οδήγησαν τις πολιτικές δυνάμεις της εγχώριας και διεθνούς ελίτ σε ήττα στις εκλογές της 6ης Μαϊου και, όπως θα υποστηρίξω παρακάτω, το ίδιο θα πετύχουν και τώρα. Κι αυτό, γιατί φανερώνουν την άρνηση του συστήματος να συμβαδίσει με το κεντρικό αίτημα της εποχής μας, που δεν είναι άλλο από την αποκατάσταση της δημοκρατίας.
Η κινητήριος δύναμη που ωθεί τις εξελίξεις στην Ελλάδα συντίθεται γύρω από το ρήγμα που έχει δημιουργήσει η οριστική αποκοπή των ελίτ από το λαό με βασικό εργαλείο το μνημόνιο. O λαός εναντιώνεται στην αυτονόμηση των συστημάτων που ελέγχονται από την ελίτ, όπως η οικονομία και αντιστέκεται στις πολιτικές που επιβάλει το μνημόνιο. Όπως έχει επανειλημμένα ειπωθεί από πολλούς, η αντίθεση αυτή μπορεί να αντιμετωπισθεί από την πλευρά της ελίτ μόνο αυταρχικά, με την κατασκευή εξωτερικών ή εσωτερικών εχθρών που είτε θα ανάγκαζαν τις κατώτερες τάξεις να αναζητήσουν προστασία ή θα νομιμοποιούσαν την αυταρχική τους επιβολή.
Εσωτερικός εχθρός
Η κατασκευή ενος εξωτερικού εχθρού ήταν ως σήμερα αδύνατη, αφού η Ελληνική κρίση συντελείται μέσα στο Ευρωπαικό πλαίσιο, το οποίο αποσβαίνει τους Εθνικούς ανταγωνισμούς. Η κατασκευή του εσωτερικού εχθρού επιχειρήθηκε καταρχήν με την απόπειρα διχασμού των εργαζομένων και την «ποινικοποίηση» της απεργίας στο όνομα της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης (ποιός μπορεί να ξεχάσει το “μαζί τα φάγαμε”, τους τεμπέληδες δημοσίους υπαλλήλους και την αγωνία για τις κρουαζιέρες των τουριστών). Με όλη την ειλικρίνεια το σύστημα από την αρχή ονόμασε ως εχθρό του την αριστερά. Η ένταση της επίθεσης, όμως, στα κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα δεν άφηνε περιθώρια διχασμού ανάμεσα στους εργαζομενους, οι οποίοι επέδειξαν σθεναρή αντίσταση. Η δεύτερη απόπειρα αφορούσε στους μετανάστες, μέσω της υιοθέτησης του ακροδεξιού λόγου από τις υποτιθέμενες δυνάμεις του κέντρου, την ενίσχυση της Χρυσής Αυγής και την απόπειρα ανάδειξης του αστυνομικού κράτους και παρακράτους σε ρόλο ρυθμιστή των εξελίξεων. Οι μετανάστες ενώ αποτελούν στόχο, χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα και ως πολιορκητικός κλοιός για την επιβολή της ατζέντας της ασφάλειας. Διόλου τυχαία οι Χρυσαυγίτες δεν χάνουν ευκαιρία να απειλούν κοινωνικές ομάδες όπως τους ομοφυλόφιλους και τους απεργούς δηλώνοντας πως είναι οι επόμενοι στόχοι. Και βεβαίως εδώ τα πράγματα περιπλέκονται.
Αριστερός Πατριωτισμός
Η επαναφορά του Αριστερού πατριωτικού λόγου κατάφερε να ανακόψει την επίθεση στους εργαζομένους, οχι όμως και τους μετανάστες, τα τραγικότερα ίσως θύματα αυτής της κρίσης. Ο αριστερός πατριωτισμός κατάφερε να πείσει ότι οι λέξεις δεν είναι κενά σημαίνοντα, αλλά έχουν το πολιτικό περιεχόμενο που τους δίνουμε. Απόροια αυτής της επιτυχίας απέναντι στα στερεότυπα και το φόβο είναι η επιτυχία της αριστεράς να πείσει ότι μια κυβέρνηση συνεργασιας με τα κόμματα του μνημονίου θα ήταν “πουκαμισο αδειανό”, αφού δεν θα μπορούσε να στηριχτεί σε καμιά σύγκλιση ούτε καν στον ελάχιστο παρονομαστή της σωτηρίας της πατρίδας, αφού ορίζουμε διαφορετικά τόσο την πατρίδα όσο και τη σωτηρία της. Μακροπρόθεσμα η νομιμοποίηση της πολιτικής συζήτησης μέσα στο ζήτημα της ταυτότητας μπορεί να βοηθήσει στην ομαλή ένταξη των μεταναστών, αφού θα καταστεί σαφές πως η απουσία πολιτικής για το θέμα συνιστούσε ρύθμιση του ζητήματος από την πλευρά ενός εσωστρεφούς, ξενοφοβικού και διεφθαρμένου συστήματος εξουσίας. Οσο η αριστερά κατορθώνει να ταυτιζει το πατριωτικό, με το πολιτικό και τη δημοκρατία, να το ανοίγει στις χωρικές και χρονικές ορίζουσες του και να εμπλέκει τον κόσμο σε ζωντανή συζήτηση για τις εννοιές του, τόσο δημιουργεί το έδαφος για την κυριαρχία των απόψεων της στην κοινωνία. Η εξίσωση είναι στην πραγματικότητα απλή: Η πατρίδα ειναι το ορατό και προσβάσιμο σε όλους πεδίο εντός του οποίου μπορούν να διεκδικηθούν αιτήματα και να οργανωθεί η ζωή στη βάση αξιών. Για την Αριστερά πατρίδα χωρίς ελευθερία, ισότητα, δημοκρατία και αδελφοσύνη δεν υπάρχει. Η πατρίδα της δεξιάς είναι κενό σύμβολο διαπραγματεύσιμο στην Ευρώπη με αντιπρόσωπο την εγχώρια ελίτ και ως τέτοιο συνιστά πεδίο αποκλεισμών για όλο και περισσότερους. Η εξίσωση πατρίδα ίσον δημοκρατία καταφέρνει να αποδυναμώσει και το τελευταίο χαρτί της εμφυλιοπολεμικής δεξιάς, αυτό του διχασμού στη βάση των ιδεολογικών γραμμών. Η Αριστερά στην Ελλάδα σήμερα νομιμοποιεί την διεκδίκηση του Σοσιαλισμού με ελευθερία και Δημοκρατία.
Μετά τη 17η Ιουνίου
Με βάση αυτές τις ήττες των συστημικών δυνάμεων, αλλά και την εξάντληση του ηθικού τους κεφαλαίου ύστερα από σαράντα χρόνια κακοδιαχείρισης και διαφθοράς, τόσο το τραύμα της διακυβέρνησης Καραμανλή, όσο και η κουλτούρα του πελατειακού κράτους που χρεώνεται και στα δύο κόμματα εξουσίας, δείχνουν αξεπέραστα εμπόδια για τις συστημικές δυνάμεις. Σήμερα συγκροτούνται και συγκρούονται δυο αλήθειες, οι οποίες λειτουργούν σε διαφορετικές χρονικότητες.
Από τη μια πλευρά, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ μεταφέρουν τα μηνύματα του διεθνούς κεφαλαίου και των ευρωπαϊκών ελίτ υπερασπιζόμενες την ιδέα της περιστολής της δημοκρατίας εν ονόματι της οικονομικής διάσωσης της χώρας και της Ευρωπαικής της προοπτικής. Οι δυνάμεις αυτές πολιτεύονται στο όνομα της ευθύνης, ήτοι στο όνομα των ορίων που θέτουν οι συσχετισμοί δύναμης. Υποχρέωση μας, λένε, είναι να σεβαστούμε τους συσχετισμούς, βάσει της ορθολογικής εκτίμησης της ικανότητας της χώρας να επηρεάσει τις εξελίξεις. Πρόκειται για ένα τύποις ρεαλισμό (μα κατ’ουσίαν κυνισμό) ο οποίος δομείται μέσα στα χρονικά περιθώρια του εκβιασμού για την εκταμίευση των δόσεων, τη λήξη των ομολόγων του δημοσίου, την απώλεια της εθνικής ανεξαρτησίας και την αντικατάσταση της δημοκρατικής λήψης αποφάσεων από το λόμπι Τρόικας, ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΣΕΒ, όπως προκύπτει και από τις δηλώσεις Βενιζέλου. Σε αυτό το πλαίσιο η διπραγματευτική δυνατότητα τη χώρας ειναι πρακτικά μηδενική.
Από την άλλη πλευρά, η αριστερά και ο ΣΥΡΙΖΑ πολιτεύονται στη βάση των αρχών της δημοκρατίας, της αποκατάστασης του κοινωνικού δεσμού, μεταφράζοντας στο πολιτικό πεδίο τα μηνύματα των πλατειών, των αγώνων των εργαζομένων και των κοινωνικών κινημάτων. Ο ΣΥΡΙΖΑ μέχρι σήμερα κατάφερε πολλά. Πήρε τη σκυτάλη από τους Αγανακτισμένους οι οποίοι ακύρωσαν την ρητορική των ενοχών και την έκαναν αίτημα για περηφάνια, αξιοπρέπεια, καταδίκη του δικομματικού συστήματος, επιστροφή της δημοκρατίας στο ελληνικό και το ευρωπαϊκο πεδίο κοκ.
Αυτή η διεργασία στηρίχτηκε σε οριζόντιες διαδικασίες που χρειάστηκαν χρόνο, συμμετοχή των απο κάτω, πολιτική επεξεργασία και ζύμωση μέσα στον θεωρητικό και πολιτικό λόγο της αριστεράς. Η διύλιση αυτών των στοιχείων επανέφερε στο προσκήνιο μέσω του λόγου του ΣΥΡΙΖΑ το αξιακό στοιχείο, χωρίς το οποίο η πολιτική είναι ούτως η άλλως υποταγμένη στη διαχείριση και κατ’ ουσίαν αντιδημοκρατική. Ο αξιακός λόγος συναντά θερμή υποδοχή τόσο στον ελληνικό λαό, όσο και στους λαούς της Ευρώπης, αν κρίνουμε από τα δημοσιεύματα του διεθνούς Τύπου.
Αποτέλεσμα αυτής, της διαδικασίας είναι τόσο η εκλογική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και η προκήρυξη επαναληπτικών εκλογών (ας θυμηθούμε οτι οι πρώτες εκλογές ήδη θεωρούνταν μια επικίνδυνη πολυτέλεια που θα έθετε σε κίνδυνο την οικονομία). Τα γεγονότα αυτά σε συνδυασμό με την επικράτηση ενός πολιτικού διαχειριστή του Κέντρου, του Ολάντ στη Γαλλία και την ενίσχυση της εκεί αριστεράς, έχουν ήδη προκαλέσει ρήγματα στην πολιτική του σοκ του μνημονίου και αναγκάζουν τους εγχώριους εκφραστές της σε αναδίπλωση και αλλαγή στρατηγικής. Ακόμα περισσότερο, έχουν καταστήσει τον πρόεδρο της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξη Τσίπρα σε συμβολική μορφή διεθνούς απήχησης και υπερασπιστή του ρομαντισμού της δημοκρατίας και της δικαιοσύνης απέναντι στον κυνισμό των αγορών.
Δύο σενάρια
Το αποτέλεσμα της εκλογικής διαδικασίας της Κυριακής θα οδηγήσει πιθανότατα στο σχηματισμό κάποιας κυβέρνησης συνεργασίας, κάτι που εξ ορισμού σημαινει συμβιβασμούς. Η μάχη, επομένως, δίνεται στο ιδεολογικό πεδίο για τον σχηματισμό των όρων που θα χαρακτηρίσουν την επόμενη ιστορική περίοδο. Εαν επικρατήσει η Δεξιά του Σαμαρά ή ένας συνασπισμός κομμάτων με τη συμμετοχή ΠΑΣΟΚ-ΝΔ, τότε μπορει να βρεθούμε σε ένα ιδιαίτερα πιεστικό περιβάλλον με ανοικτά μέτωπα στο εσωτερικό αλλά και το εξωτερικό, που μπορεί να καταστήσουν ξανά την ατζέντα της ασφάλειας ηγεμονική και να απονομιμοποιήσουν το αίτημα για δημοκρατία. Δεν πρέπει να έχουμε καμια αμφιβολία οτι αυτή η δεξιά που νομιμοποιεί την ατζέντα της Χρυσής Αυγής θα έχει ως πρώτο στόχο την καταστολή της Αριστεράς και του κινήματος. Από τα δειγματα γραφής που έχει δώσει ως εδώ μπορούμε ασφαλώς να συμπεράνουμε πως δεν θα διστάσει να ρισκάρει οχι μόνο την κοινωνική ειρήνη αλλά ίσως και αυτή την ασφάλεια της χώρας προκειμένου να ηγεμονεύσει. Η επιπόλαιη επιμονή στην μονομερή ανακήρυξη της ΑΟΖ, μπορεί να έχει και αυτό το περιεχόμενο.
Εάν, απο την άλλη πλευρά, ο ΣΥΡΙΖΑ βγει νικητής των εκλογών, τότε θα έχει τη δυνατότητα να προχωρήσει σε τομές και ρήξεις με το σύστημα, οι οποίες θα δυναμώσουν τη σχέση του με τον λαό και θα καταστήσουν την κοινωνία πρωταγωνιστή των εξελίξεων. Τα περιθώρια είναι ανεξάντλητα. Στην δημόσια διοίκηση, τα εργασιακά, τα δικαιώματα, το περιβάλλον, την παιδεία, την υγεία και αλλού ο ΣΥΡΙΖΑ θα ειναι σε θέση να δώσει παραδειγματικές μάχες με τις προτάσεις του προς την κοινωνία και να κερδίζει τη συμμετοχή του λαού. Η κριτική που δέχεται εξ αριστερών για την αδυναμία του προγραμματικού του λόγου να είναι συγκεκριμένος ή να κάνει παραδοχές που θα υπηρετούσαν το Σοσσιαλιστικό μετασχηματισμό αμέσως τώρα είναι μάλλον ατυχείς. Αφενός δείχνουν να αδιαφορούν για τη διαμορφωση της συγκυριας στο Ευρωπαικό πεδίο και τις δυνατότητες που αυτή ανοίγει, αφετέρου δείχνουν να αδιαφορούν για τον συσχετισμό δυνάμεων σε παγκόσμια κλίμακα. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για τον Σοσιαλισμό από αυτόν που με την κοινωνία μπορούμε να εφεύρουμε. Γι’αυτό και δεν είναι το πρόγραμμα που κινεί τα πράγματα αλλά η ζωντανή σχέση της Αριστεράς με την κοινωνία.
Στο επίμαχο ζήτημα της δανειακής σύμβασης ο ΣΥΡΙΖΑ θα έχει τη δυνατότητα να στέλνει διεθνώς ένα σήμα αντίστασης που θα βοηθήσει τα κινήματα στην Ευρώπη να αναζητήσουν την πολιτική τους εκπροσώπηση κατά το πρότυπο της ελληνικής εμπειρίας. Ο χρόνος σε πανευρωπαϊκό επίπεδο λειτουργει εναντίον των δυνάμεων του νεοφιλελευθερισμού και των μνημονίων. Γι’αυτό και η καταγγελία του μνημονίου θα πρέπει να είναι πολιτική, οπως δήλωσε πρόσφατα ο Γιάννης Δραγασάκης, και να μην θέσει σε κίνδυνο τη χώρα τη στιγμή που η συζήτηση για οικονομική και πολιτική ένωση φαίνεται να ξεκινάει. Η προσφορά του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτή τη νέα συζήτηση μπορεί και πρέπει να είναι υποδειγματική για την Αριστερά όλης της Ευρώπης. Η πολιτική καταγγελία δεν είναι απλώς ρητορική, όπως αφήνεται να εννοηθεί απο τους επικριτές του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι μια μάχη απέναντι σε κάθε απαίτηση της Τρόικας, ενώ θα διαμορφώνονται εναλλακτικοί όροι και ωσότου δημιουργηθούν οι πολιτικές και οικονομικες συνθήκες για την πλήρη και οριστική καταγγελία του. Οπως έγραψε και ο Αριστείδης Μπαλτάς στην Αυγή της 8ης Μαϊου, έχουν ανοίξει πλέον πεδία νέων δυνατοτήτων για την αριστερά και το Σοσιαλισμό, και κάθε βήμα παρακάτω μπορεί να διευρύνει αυτα τα πεδία. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να τα βαδίσει αργά, γιατί αργή είναι κάθε ιδέα που απαιτεί τη ζύμωση της μέσα και με την κοινωνία.
Εν κατακλείδι, το επόμενο καθοριστικό για τη χώρα διάστημα ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να επιμείνει σε μια πολιτική αρχών και αξιών, εκμεταλευόμενος το χρόνο, ο οποίος θα λειτουργήσει υπέρ του, εφόσον αντέξει τις πιέσεις. Πρέπει να το κάνει απο θέση πολιτικής ισχύος, δυναμώνοντας και πλουτίζοντας τους δεσμούς με την κοινωνία η οποία και θα πρέπει να πρωταγωνιστεί στο μετασχηματισμό της. Ταυτόχρονα θα πρέπει να διευρύνει και να πλουτίσει το λόγο του με τρόπο που να δημιουργεί το έδαφος για τις νέες κοινωνικές συμμαχίες που θα χρειαστεί. Η ελληνική κοινωνία διψάει για προτάσεις και δειχνει έτοιμη να πρωταγωνιστήσει σε ιστορικές αλλαγές, όπως μαρτυράει η μαζική συμμετοχή του κόσμου στις ανοικτές συνελεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι να δώσουμε τη μάχη αυτή την τελευταία βδομάδα: Κατακλύζοντας το διάλογο με τις προτάσεις και τα οράματά μας. Red NoteBook
Τις τελευταίες ημέρες παρακολουθούμε την προσπάθεια του Αντώνη Σαμαρά να οξύνει την πολιτική αντιπαράθεση στη βάση μιας αρνητικής προπαγάνδας εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ με κεντρικό στοιχειο το φόβο. Ολα τα ρητορικά σχήματα της προηγούμενης περιόδου παρουσιάζονται στην οξύτερη μορφή τους: Ευρώ-δραχμή, εμπειρία διακυβέρνησης-απειρία, λαϊκισμός-υπευθυνότητα, αλλά και το ιστορικό διχαστικό αριστερά ή δεξιά......
Τα σχήματα αυτά αποδείχτηκαν λανθασμένα, οδήγησαν τις πολιτικές δυνάμεις της εγχώριας και διεθνούς ελίτ σε ήττα στις εκλογές της 6ης Μαϊου και, όπως θα υποστηρίξω παρακάτω, το ίδιο θα πετύχουν και τώρα. Κι αυτό, γιατί φανερώνουν την άρνηση του συστήματος να συμβαδίσει με το κεντρικό αίτημα της εποχής μας, που δεν είναι άλλο από την αποκατάσταση της δημοκρατίας.
Η κινητήριος δύναμη που ωθεί τις εξελίξεις στην Ελλάδα συντίθεται γύρω από το ρήγμα που έχει δημιουργήσει η οριστική αποκοπή των ελίτ από το λαό με βασικό εργαλείο το μνημόνιο. O λαός εναντιώνεται στην αυτονόμηση των συστημάτων που ελέγχονται από την ελίτ, όπως η οικονομία και αντιστέκεται στις πολιτικές που επιβάλει το μνημόνιο. Όπως έχει επανειλημμένα ειπωθεί από πολλούς, η αντίθεση αυτή μπορεί να αντιμετωπισθεί από την πλευρά της ελίτ μόνο αυταρχικά, με την κατασκευή εξωτερικών ή εσωτερικών εχθρών που είτε θα ανάγκαζαν τις κατώτερες τάξεις να αναζητήσουν προστασία ή θα νομιμοποιούσαν την αυταρχική τους επιβολή.
Εσωτερικός εχθρός
Η κατασκευή ενος εξωτερικού εχθρού ήταν ως σήμερα αδύνατη, αφού η Ελληνική κρίση συντελείται μέσα στο Ευρωπαικό πλαίσιο, το οποίο αποσβαίνει τους Εθνικούς ανταγωνισμούς. Η κατασκευή του εσωτερικού εχθρού επιχειρήθηκε καταρχήν με την απόπειρα διχασμού των εργαζομένων και την «ποινικοποίηση» της απεργίας στο όνομα της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης (ποιός μπορεί να ξεχάσει το “μαζί τα φάγαμε”, τους τεμπέληδες δημοσίους υπαλλήλους και την αγωνία για τις κρουαζιέρες των τουριστών). Με όλη την ειλικρίνεια το σύστημα από την αρχή ονόμασε ως εχθρό του την αριστερά. Η ένταση της επίθεσης, όμως, στα κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα δεν άφηνε περιθώρια διχασμού ανάμεσα στους εργαζομενους, οι οποίοι επέδειξαν σθεναρή αντίσταση. Η δεύτερη απόπειρα αφορούσε στους μετανάστες, μέσω της υιοθέτησης του ακροδεξιού λόγου από τις υποτιθέμενες δυνάμεις του κέντρου, την ενίσχυση της Χρυσής Αυγής και την απόπειρα ανάδειξης του αστυνομικού κράτους και παρακράτους σε ρόλο ρυθμιστή των εξελίξεων. Οι μετανάστες ενώ αποτελούν στόχο, χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα και ως πολιορκητικός κλοιός για την επιβολή της ατζέντας της ασφάλειας. Διόλου τυχαία οι Χρυσαυγίτες δεν χάνουν ευκαιρία να απειλούν κοινωνικές ομάδες όπως τους ομοφυλόφιλους και τους απεργούς δηλώνοντας πως είναι οι επόμενοι στόχοι. Και βεβαίως εδώ τα πράγματα περιπλέκονται.
Αριστερός Πατριωτισμός
Η επαναφορά του Αριστερού πατριωτικού λόγου κατάφερε να ανακόψει την επίθεση στους εργαζομένους, οχι όμως και τους μετανάστες, τα τραγικότερα ίσως θύματα αυτής της κρίσης. Ο αριστερός πατριωτισμός κατάφερε να πείσει ότι οι λέξεις δεν είναι κενά σημαίνοντα, αλλά έχουν το πολιτικό περιεχόμενο που τους δίνουμε. Απόροια αυτής της επιτυχίας απέναντι στα στερεότυπα και το φόβο είναι η επιτυχία της αριστεράς να πείσει ότι μια κυβέρνηση συνεργασιας με τα κόμματα του μνημονίου θα ήταν “πουκαμισο αδειανό”, αφού δεν θα μπορούσε να στηριχτεί σε καμιά σύγκλιση ούτε καν στον ελάχιστο παρονομαστή της σωτηρίας της πατρίδας, αφού ορίζουμε διαφορετικά τόσο την πατρίδα όσο και τη σωτηρία της. Μακροπρόθεσμα η νομιμοποίηση της πολιτικής συζήτησης μέσα στο ζήτημα της ταυτότητας μπορεί να βοηθήσει στην ομαλή ένταξη των μεταναστών, αφού θα καταστεί σαφές πως η απουσία πολιτικής για το θέμα συνιστούσε ρύθμιση του ζητήματος από την πλευρά ενός εσωστρεφούς, ξενοφοβικού και διεφθαρμένου συστήματος εξουσίας. Οσο η αριστερά κατορθώνει να ταυτιζει το πατριωτικό, με το πολιτικό και τη δημοκρατία, να το ανοίγει στις χωρικές και χρονικές ορίζουσες του και να εμπλέκει τον κόσμο σε ζωντανή συζήτηση για τις εννοιές του, τόσο δημιουργεί το έδαφος για την κυριαρχία των απόψεων της στην κοινωνία. Η εξίσωση είναι στην πραγματικότητα απλή: Η πατρίδα ειναι το ορατό και προσβάσιμο σε όλους πεδίο εντός του οποίου μπορούν να διεκδικηθούν αιτήματα και να οργανωθεί η ζωή στη βάση αξιών. Για την Αριστερά πατρίδα χωρίς ελευθερία, ισότητα, δημοκρατία και αδελφοσύνη δεν υπάρχει. Η πατρίδα της δεξιάς είναι κενό σύμβολο διαπραγματεύσιμο στην Ευρώπη με αντιπρόσωπο την εγχώρια ελίτ και ως τέτοιο συνιστά πεδίο αποκλεισμών για όλο και περισσότερους. Η εξίσωση πατρίδα ίσον δημοκρατία καταφέρνει να αποδυναμώσει και το τελευταίο χαρτί της εμφυλιοπολεμικής δεξιάς, αυτό του διχασμού στη βάση των ιδεολογικών γραμμών. Η Αριστερά στην Ελλάδα σήμερα νομιμοποιεί την διεκδίκηση του Σοσιαλισμού με ελευθερία και Δημοκρατία.
Μετά τη 17η Ιουνίου
Με βάση αυτές τις ήττες των συστημικών δυνάμεων, αλλά και την εξάντληση του ηθικού τους κεφαλαίου ύστερα από σαράντα χρόνια κακοδιαχείρισης και διαφθοράς, τόσο το τραύμα της διακυβέρνησης Καραμανλή, όσο και η κουλτούρα του πελατειακού κράτους που χρεώνεται και στα δύο κόμματα εξουσίας, δείχνουν αξεπέραστα εμπόδια για τις συστημικές δυνάμεις. Σήμερα συγκροτούνται και συγκρούονται δυο αλήθειες, οι οποίες λειτουργούν σε διαφορετικές χρονικότητες.
Από τη μια πλευρά, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ μεταφέρουν τα μηνύματα του διεθνούς κεφαλαίου και των ευρωπαϊκών ελίτ υπερασπιζόμενες την ιδέα της περιστολής της δημοκρατίας εν ονόματι της οικονομικής διάσωσης της χώρας και της Ευρωπαικής της προοπτικής. Οι δυνάμεις αυτές πολιτεύονται στο όνομα της ευθύνης, ήτοι στο όνομα των ορίων που θέτουν οι συσχετισμοί δύναμης. Υποχρέωση μας, λένε, είναι να σεβαστούμε τους συσχετισμούς, βάσει της ορθολογικής εκτίμησης της ικανότητας της χώρας να επηρεάσει τις εξελίξεις. Πρόκειται για ένα τύποις ρεαλισμό (μα κατ’ουσίαν κυνισμό) ο οποίος δομείται μέσα στα χρονικά περιθώρια του εκβιασμού για την εκταμίευση των δόσεων, τη λήξη των ομολόγων του δημοσίου, την απώλεια της εθνικής ανεξαρτησίας και την αντικατάσταση της δημοκρατικής λήψης αποφάσεων από το λόμπι Τρόικας, ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΣΕΒ, όπως προκύπτει και από τις δηλώσεις Βενιζέλου. Σε αυτό το πλαίσιο η διπραγματευτική δυνατότητα τη χώρας ειναι πρακτικά μηδενική.
Από την άλλη πλευρά, η αριστερά και ο ΣΥΡΙΖΑ πολιτεύονται στη βάση των αρχών της δημοκρατίας, της αποκατάστασης του κοινωνικού δεσμού, μεταφράζοντας στο πολιτικό πεδίο τα μηνύματα των πλατειών, των αγώνων των εργαζομένων και των κοινωνικών κινημάτων. Ο ΣΥΡΙΖΑ μέχρι σήμερα κατάφερε πολλά. Πήρε τη σκυτάλη από τους Αγανακτισμένους οι οποίοι ακύρωσαν την ρητορική των ενοχών και την έκαναν αίτημα για περηφάνια, αξιοπρέπεια, καταδίκη του δικομματικού συστήματος, επιστροφή της δημοκρατίας στο ελληνικό και το ευρωπαϊκο πεδίο κοκ.
Αυτή η διεργασία στηρίχτηκε σε οριζόντιες διαδικασίες που χρειάστηκαν χρόνο, συμμετοχή των απο κάτω, πολιτική επεξεργασία και ζύμωση μέσα στον θεωρητικό και πολιτικό λόγο της αριστεράς. Η διύλιση αυτών των στοιχείων επανέφερε στο προσκήνιο μέσω του λόγου του ΣΥΡΙΖΑ το αξιακό στοιχείο, χωρίς το οποίο η πολιτική είναι ούτως η άλλως υποταγμένη στη διαχείριση και κατ’ ουσίαν αντιδημοκρατική. Ο αξιακός λόγος συναντά θερμή υποδοχή τόσο στον ελληνικό λαό, όσο και στους λαούς της Ευρώπης, αν κρίνουμε από τα δημοσιεύματα του διεθνούς Τύπου.
Αποτέλεσμα αυτής, της διαδικασίας είναι τόσο η εκλογική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και η προκήρυξη επαναληπτικών εκλογών (ας θυμηθούμε οτι οι πρώτες εκλογές ήδη θεωρούνταν μια επικίνδυνη πολυτέλεια που θα έθετε σε κίνδυνο την οικονομία). Τα γεγονότα αυτά σε συνδυασμό με την επικράτηση ενός πολιτικού διαχειριστή του Κέντρου, του Ολάντ στη Γαλλία και την ενίσχυση της εκεί αριστεράς, έχουν ήδη προκαλέσει ρήγματα στην πολιτική του σοκ του μνημονίου και αναγκάζουν τους εγχώριους εκφραστές της σε αναδίπλωση και αλλαγή στρατηγικής. Ακόμα περισσότερο, έχουν καταστήσει τον πρόεδρο της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξη Τσίπρα σε συμβολική μορφή διεθνούς απήχησης και υπερασπιστή του ρομαντισμού της δημοκρατίας και της δικαιοσύνης απέναντι στον κυνισμό των αγορών.
Δύο σενάρια
Το αποτέλεσμα της εκλογικής διαδικασίας της Κυριακής θα οδηγήσει πιθανότατα στο σχηματισμό κάποιας κυβέρνησης συνεργασίας, κάτι που εξ ορισμού σημαινει συμβιβασμούς. Η μάχη, επομένως, δίνεται στο ιδεολογικό πεδίο για τον σχηματισμό των όρων που θα χαρακτηρίσουν την επόμενη ιστορική περίοδο. Εαν επικρατήσει η Δεξιά του Σαμαρά ή ένας συνασπισμός κομμάτων με τη συμμετοχή ΠΑΣΟΚ-ΝΔ, τότε μπορει να βρεθούμε σε ένα ιδιαίτερα πιεστικό περιβάλλον με ανοικτά μέτωπα στο εσωτερικό αλλά και το εξωτερικό, που μπορεί να καταστήσουν ξανά την ατζέντα της ασφάλειας ηγεμονική και να απονομιμοποιήσουν το αίτημα για δημοκρατία. Δεν πρέπει να έχουμε καμια αμφιβολία οτι αυτή η δεξιά που νομιμοποιεί την ατζέντα της Χρυσής Αυγής θα έχει ως πρώτο στόχο την καταστολή της Αριστεράς και του κινήματος. Από τα δειγματα γραφής που έχει δώσει ως εδώ μπορούμε ασφαλώς να συμπεράνουμε πως δεν θα διστάσει να ρισκάρει οχι μόνο την κοινωνική ειρήνη αλλά ίσως και αυτή την ασφάλεια της χώρας προκειμένου να ηγεμονεύσει. Η επιπόλαιη επιμονή στην μονομερή ανακήρυξη της ΑΟΖ, μπορεί να έχει και αυτό το περιεχόμενο.
Εάν, απο την άλλη πλευρά, ο ΣΥΡΙΖΑ βγει νικητής των εκλογών, τότε θα έχει τη δυνατότητα να προχωρήσει σε τομές και ρήξεις με το σύστημα, οι οποίες θα δυναμώσουν τη σχέση του με τον λαό και θα καταστήσουν την κοινωνία πρωταγωνιστή των εξελίξεων. Τα περιθώρια είναι ανεξάντλητα. Στην δημόσια διοίκηση, τα εργασιακά, τα δικαιώματα, το περιβάλλον, την παιδεία, την υγεία και αλλού ο ΣΥΡΙΖΑ θα ειναι σε θέση να δώσει παραδειγματικές μάχες με τις προτάσεις του προς την κοινωνία και να κερδίζει τη συμμετοχή του λαού. Η κριτική που δέχεται εξ αριστερών για την αδυναμία του προγραμματικού του λόγου να είναι συγκεκριμένος ή να κάνει παραδοχές που θα υπηρετούσαν το Σοσσιαλιστικό μετασχηματισμό αμέσως τώρα είναι μάλλον ατυχείς. Αφενός δείχνουν να αδιαφορούν για τη διαμορφωση της συγκυριας στο Ευρωπαικό πεδίο και τις δυνατότητες που αυτή ανοίγει, αφετέρου δείχνουν να αδιαφορούν για τον συσχετισμό δυνάμεων σε παγκόσμια κλίμακα. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος για τον Σοσιαλισμό από αυτόν που με την κοινωνία μπορούμε να εφεύρουμε. Γι’αυτό και δεν είναι το πρόγραμμα που κινεί τα πράγματα αλλά η ζωντανή σχέση της Αριστεράς με την κοινωνία.
Στο επίμαχο ζήτημα της δανειακής σύμβασης ο ΣΥΡΙΖΑ θα έχει τη δυνατότητα να στέλνει διεθνώς ένα σήμα αντίστασης που θα βοηθήσει τα κινήματα στην Ευρώπη να αναζητήσουν την πολιτική τους εκπροσώπηση κατά το πρότυπο της ελληνικής εμπειρίας. Ο χρόνος σε πανευρωπαϊκό επίπεδο λειτουργει εναντίον των δυνάμεων του νεοφιλελευθερισμού και των μνημονίων. Γι’αυτό και η καταγγελία του μνημονίου θα πρέπει να είναι πολιτική, οπως δήλωσε πρόσφατα ο Γιάννης Δραγασάκης, και να μην θέσει σε κίνδυνο τη χώρα τη στιγμή που η συζήτηση για οικονομική και πολιτική ένωση φαίνεται να ξεκινάει. Η προσφορά του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτή τη νέα συζήτηση μπορεί και πρέπει να είναι υποδειγματική για την Αριστερά όλης της Ευρώπης. Η πολιτική καταγγελία δεν είναι απλώς ρητορική, όπως αφήνεται να εννοηθεί απο τους επικριτές του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι μια μάχη απέναντι σε κάθε απαίτηση της Τρόικας, ενώ θα διαμορφώνονται εναλλακτικοί όροι και ωσότου δημιουργηθούν οι πολιτικές και οικονομικες συνθήκες για την πλήρη και οριστική καταγγελία του. Οπως έγραψε και ο Αριστείδης Μπαλτάς στην Αυγή της 8ης Μαϊου, έχουν ανοίξει πλέον πεδία νέων δυνατοτήτων για την αριστερά και το Σοσιαλισμό, και κάθε βήμα παρακάτω μπορεί να διευρύνει αυτα τα πεδία. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να τα βαδίσει αργά, γιατί αργή είναι κάθε ιδέα που απαιτεί τη ζύμωση της μέσα και με την κοινωνία.
Εν κατακλείδι, το επόμενο καθοριστικό για τη χώρα διάστημα ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να επιμείνει σε μια πολιτική αρχών και αξιών, εκμεταλευόμενος το χρόνο, ο οποίος θα λειτουργήσει υπέρ του, εφόσον αντέξει τις πιέσεις. Πρέπει να το κάνει απο θέση πολιτικής ισχύος, δυναμώνοντας και πλουτίζοντας τους δεσμούς με την κοινωνία η οποία και θα πρέπει να πρωταγωνιστεί στο μετασχηματισμό της. Ταυτόχρονα θα πρέπει να διευρύνει και να πλουτίσει το λόγο του με τρόπο που να δημιουργεί το έδαφος για τις νέες κοινωνικές συμμαχίες που θα χρειαστεί. Η ελληνική κοινωνία διψάει για προτάσεις και δειχνει έτοιμη να πρωταγωνιστήσει σε ιστορικές αλλαγές, όπως μαρτυράει η μαζική συμμετοχή του κόσμου στις ανοικτές συνελεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι να δώσουμε τη μάχη αυτή την τελευταία βδομάδα: Κατακλύζοντας το διάλογο με τις προτάσεις και τα οράματά μας. Red NoteBook
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου