Γιάννης Μακριδάκης Δημοσιεύθηκε μεταφρασμένο στα γαλλικά στο περιοδικό του γαλλικού ινστιτούτου Αθήνας ΜΕΕΤ:
Το τραγούδι του Κότσυφα
Δέκα γενιές γεωργοί και μαστόροι πίσω μου κι εγώ γίνηκα καλαμαράς. Ούτε καν καλαμαράς, κουμπιά πατούσα όλη μέρα. Φύγε από τη γη, από τη φτώχεια, να πας να γίνεις καπετάνιος, έλεγε ο συχωρεμένος ο παππούς μου στον γιο του, τον πατέρα μου, σήκω φύγε από το χωριό, να μπαρκάρεις, να βγάλεις χρήμα μπόλικο, να κάμεις κι ένα σπίτι καλό στην πολιτεία, να έχεις τις ανέσεις σου, να μη φας τη ζωή σου απάνω στα βουνά όπως εγώ, βλέπεις τι τραβώ ολοχρονίς για να σας θρέψω....
Και πήγε κι έγινε καπετάνιος ο γονιός μου. Και έβγαλε όλη τη ζωή του μες στη θάλασσα, πάνω στη λαμαρίνα τα ‘ζησε τα πιο καλά του χρόνια κι ας έχτισε σπίτι καλό στην πόλη, μακριά από το χωριό κι ας είχε άνεση οικονομική μεγάλη. Έκαμε και παιδιά, εμένα και την αδερφή μου και όχι μόνο μας έθρεψε αλλά μας κουβαλούσε κι όλου του κόσμου τα καλά, τα πιο σύγχρονα επιτεύγματα της τεχνολογίας είχε μες στα μπαγκάζια του σαν ξεμπαρκάριζε από τις Σιγκαπούρες και τις Ιαπωνίες, έτσι, που μας βλέπανε οι άλλοι, οι στεριανοί και τρίβανε τα μάτια τους.
Να πας να σπουδάσεις, μου ‘λεγε εμένα σαν μεγάλωνα, να γίνεις άνθρωπος, να μην καταντήσεις σαν και του λόγου μου, μακριά από τη ρουφιάνα τη θάλασσα να μείνεις, μακριά από τη λαμαρίνα του βαποριού, στα γράμματα να πας, να γίνεις επιστήμονας και να ‘χεις δουλειά καλή, στεριανή, να βλέπεις τη γυναίκα σου και τα παιδιά σου κάθε μέρα, όχι όπως εγώ, μία φορά το χρόνο, έτσι μου λεγε. Και πήγα κι εγώ και σπούδασα. Έγινα προγραμματιστής ηλεκτρονικών υπολογιστών. Κι έπιασα ύστερα δουλειά σε εταιρία μεγάλη, απ’ αυτές που έχουνε γραφεία σ’ όλες τις χώρες της οικουμένης, σα βαπόρια είναι κι αυτές, μονάχα που δεν κάνουνε ταξίδια στους ωκεανούς, ούτε έχουνε λαμαρίνες αλλά τζαμένια κτίρια θεόρατα.
Μακριά από τη γη ο ένας, μακριά από τη θάλασσα ο άλλος, να η κατάντια μου.
Δεν το είχα καταλάβει διόλου στο ξεκίνημα, αλλιώς μού είχανε περάσει τη ζωή μες στον σκληρό μου δίσκο βλέπεις, πως άμα έχεις χρήμα, τα ‘χεις όλα, έτσι μου μάθανε. Ύστερα όμως από δυο χρόνια δουλειάς, με καλές αποδοχές δε λέω, αλλά απ’ το πρωί ως τη νύχτα στο γραφείο μπροστά στην οθόνη, απόκαμα. Τα ‘βαλα κάτω ένα βράδυ σαν γύρισα στο διαμέρισμα, μπροστά στην τηλεόραση και στο κουτί της πίτσας. Σκλάβος ένιωθα. Νοικιασμένος στην επιχείρηση, με άδεια λίγες μέρες κάθε χρόνο σαν φυλακισμένος, σαν για να θυμηθώ τι είναι η ζωή που χάνω. Κι ύστερα πάλι στο κλουβί. Δίχως να έχω χρόνο προσωπικό ούτε για να ασκώ την τέχνη μου, τη ζωγραφική, που μ’ άρεσε από μικρό παιδί κι όταν έλεγα πως θα γίνω ζωγράφος, άστραφτε και βροντούσε ο πατέρας και μου ‘λεγε να τα ξεχάσω αυτά διότι θα πεθάνω στην ψάθα σαν όλους τους καλλιτέχνες. Και πώς να παντρευτείς και να κάνεις παιδιά με τέτοια ζωή που ζεις, σκέφτηκα, να τα βλέπεις πότε; Τη νύχτα που θα κοιμούνται;
Έκατσα λοιπόν τότε, στα εικοσιεφτά μου χρόνια, το θυμάμαι σαν τώρα που ‘μαι σαράντα, και το λογάριασα το πράγμα εξαρχής, σαν μορφωμένος και γραμματιζούμενος που είχα γίνει πια. Κι όλη τη νύχτα στριφογύριζα απάνω στο κρεβάτι, ύπνος δεν μ’ έπιανε, σαν άρρωστος βαρυγκομούσα. Ποιος και με πόσα θα μου ξεπληρώσει τη ζωή που δεν ζω επειδή νοίκιασα το τομάρι μου για να βγάζω χρήμα; Ποιος θα μου ξεπληρώσει τη χαμένη μου ελευθερία, τον πρωινό μου ύπνο που πάει στράφι, τις νύχτες μου που σέρνομαι και δεν είμαι εις θέση ούτε να μιλήσω σε άνθρωπο, μονάχα αποβλακώνομαι με τις ώρες μπροστά στην τηλεόραση και βλέπω διαφημίσεις, ποιος θα μου δώσει πίσω τις ώρες της ζωής μου της μοναδικής, που περνάνε μπρος σε μια οθόνη; Ποιος ψυχολόγος και με πόση αμοιβή θα ρουφήξει από μέσα μου τόσο δηλητήριο, ποιος θα με καθαρίσει, που έμαθα να βλέπω τον καθένα δίπλα μου σαν ανταγωνιστή κι όχι σαν άνθρωπο, ποιος; Μ’ αυτές τις σκέψεις, κακήν κακώς, με πήρε ξημερώματα ο ύπνος.
Τι κάνεις Λευτέρη, ρώτησα τ’ άλλο πρωί τον εαυτό μου στον καθρέφτη, χαραμίζεις όλη μέρα το είναι σου για να σου δώσουν χρήμα κι αμέσως να τους το ξαναδώσεις πίσω για να σε ταϊσουνε, να σε ντύσουνε, να σε διασκεδάσουνε, να σου δώσουνε σπίτι και ανέσεις. Κυκλοφορείς το χρήμα για να υπάρχεις, αυτό κάνεις. Κι όσα και να σου μένουνε στην άκρη δεν τα χαίρεσαι, τη ζωή σου χάνεις κάθε μέρα Λευτέρη, πουι δε γυρίζει πίσω, τη δίνεις αντιπαροχή για πλαστική τροφή κι ένα κλουβάκι άνετο, κι ανθρώπους δεν έχεις δίπλα σου, μονάχα «συνεργάτες», σαν πονηρό υπονοούμενο του το ‘πα αυτό, χασκογέλασε αμήχανα αλλά πικρά ο άλλος μες στον καθρέφτη, σαν κάτι να ‘νιωθε, σαν να τον τσιγκλούσανε όλ’ αυτά, την ψυχή σου πουλάς Λευτέρη, του ξανάπα τότε πιο δυνατά, την υγειά σου χαραμίζεις, για να ‘χεις στο τέλος όσα είχε, με μόχθο αλλά υγιής και λεύτερος, ο συγχωρεμένος ο παππούς σου, που ‘χεις και τ’ όνομά του, ξύπνα Λευτέρη, λευτερώσου, ένα πλάσμα της φύσης είσαι κι εσύ, μια πνοή μονάχα, τίποτα παραπάνω, μη σε πλανεύουνε οι γραβάτες που φορείς και τ’ άλλα τα φτιασίδια, μη σε ξεγελά η μούρη σου η φρεσκοξυρισμένη, έτσι του είπα κι έμπηξε εκείνος τότε ένα κλάμα γοερό, τον έβλεπα θολά μες στον καθρέφτη, πρηστήκανε τα μάτια του μεμιάς, δεν ήτανε εις θέση να πάει στη δουλειά εκείνο το πρωί, για ξαφνική αδιαθεσία ειδοποίησε και έμεινε στο σπίτι.
Σαν συνήλθα κάπως, ένιωσα πως έχω ολόκληρη τη μέρα μου ελεύθερη για να σκεφτώ πιο ψύχραιμα και να αποφασίσω. Μα δεν ήτανε τόσο εύκολο να κάνω τη στροφή μεμιάς, έψαχνε το μυαλό μου λύσεις άλλες, πιο βολικές, πιο κοντινές στα όσα ήξερα και είχα βιωμένα. Να πάω να νοικιαστώ αλλού, σκέφτηκα στην αρχή, με λιγότερη δουλειά και πιο μικρό μισθό, με πιο πολύ χρόνο για μένα. Πάλι δεν με συμφέρει όμως, διότι θα χάσω κι αυτά που έμαθα να έχω, και πάλι δέσμιος θα ‘μαι. Να μπω στο δημόσιο, ψέλλισα κατόπιν. Είναι κι αυτό μια πρόταση. Μόνιμος ο εκμισθωτής μου, δίχως πολλές πολλές απαιτήσεις και με νοίκι σταθερό βρέξει χιονίσει. Μα γιατί; Υπάρχει κάνας λόγος; Αφού όσα και να με πληρώνει αυτό το πλάνο σύστημα, εγώ του τα επιστρέφω, για να ικανοποιήσω τις ανάγκες μου και τις επιθυμίες, που τις πιο πολλές από δαύτες μού τις δημιουργεί το ίδιο, για να μου τα πάρει πίσω όπως μου τα δωσε.
Κατάληξα λοιπόν πως όσα και να βγάζω κάθε μήνα, το βιολί αυτό δεν με συμφέρει. Δεν συμφέρει γενικώς να δουλεύεις για να ζήσεις. Είναι η πιο οφθαλμοφανώς ασύμφορη συμφωνία, την οποίαν όμως, παραδόξως, συνάπτουν με περισσή ευκολία στην ζωή τους οι άνθρωποι, διότι έτσι τους μάθανε οι μεγαλύτεροί τους, αυτά τους περάσανε μες στον σκληρό τους δίσκο ως βασικά δεδομένα.
Την άλλη μέρα πήγα λοιπόν στον προϊστάμενο και παραιτήθηκα. Έμεινα πάνω κάτω κάνα μήνα ακόμα, μέχρι να βρεθεί άλλος στο πόδι μου και τότε μάζεψα ένα πρωί τα υπάρχοντά μου κι έφυγα, γύρισα πίσω δυο γενιές, να ξαναζήσω στο παλιό κι ερειπωμένο σχεδόν σπίτι του παππού μου στο χωριό. Όλοι μου λέγανε τότε πως είμαι τρελός που έφυγα από την πόλη και την καλή δουλειά. Μα που την είδανε την τρέλα; Αφού κάθισα και τα σκέφτηκα όλα λογικά. Τα πήρα από την αρχή τα δεδομένα και είδα πως το σύστημά μου είχε κολλήσει και πήγαινε ντουγρού προς το αδιέξοδο.
Το πήρα απόφαση κι έκανα ένα μεγαλοπρεπές φορμάτ.
Σπόυδασα υπολογιστές, ευτυχώς, και ξέρω. Κράτησα ό,τι πληροφορία θα μπορούσε να μου φανεί χρήσιμη απ’ όσες είχα αποθηκεύσει στον δίσκο μου μέχρι εκείνη τη στιγμή, πάτησα το κουμπί κι εξαφάνισα το σύστημα που με είχε γαλουχήσει. Ύστερα εγκατέστησα ένα καινούριο. Δηλαδή το δυο γενιές παλιότερο, εκείνο που είχε ο παππούς μου, αλλά με βελτιώσεις σύγχρονες. Και βρήκα την υγειά μου.
Μονάχα ο πατέρας μου πήγε να σκάσει. Είδα κι έπαθα να σε σπουδάσω, να πας μπροστά στη ζωή σου κι εσύ τα παρατάς όλα και γυρίζεις πίσω; Αντί να προοδεύεις γίνεσαι οπισθοδρομικός; Τι θα πει ο κόσμος; Μάλλον αυτό τον ένοιαξε περισσότερο.
Εγώ όμως δεν άκουγα τίποτα απ’ αυτά. Είχα κάνει πλέον το φορμάτ και όσα έλεγε δεν ήτανε πληροφορίες αναγνωρίσιμες πλέον στο νέο μου το σύστημα. Κι έφυγα.
Πήγα και βρήκα την υγειά μου και τη λευτεριά μου. Βρήκα και τους σπόρους που φύτευε στους μπαξέδες του ο παππούς και τους φύλαγε μέσα σ’ ένα ντουλάπι ξύλινο στον βορινό τον τοίχο.
Κι άρχισα να ζω παράλληλα με όλο αυτό το σύστημα, σαν πουλί, σαν Κότσυφας, σε ένα άλλο σύμπαν. Δεν περιμένω πια να μου δώσουνε χαρτιά κάθε τέλος του μήνα για να πάω να τα κάνω τρόφιμα, ποτά και θεάματα. Παράγω τα πάντα και νιώθω άνθρωπος. Το τραπέζι μου χειμώνα καλοκαίρι είναι γεμάτο με ό,τι βγάζει η γη μου, το κελάρι φίσκα, τα θεάματα και τα ακούσματα κάθε μέρα σ’ όλη την πλάση γύρω μου μοναδικά κι ανεπανάληπτα. Άσε που, από τότε που επέστρεψα, ξεκίνησα και να ζωγραφίζω. Λευτερώθηκε η ψυχή μου, βρήκε τον δρόμο της. Και κατεβαίνω μια φορά στο τόσο στην πόλη και τα κάνω έκθεση τα έργα μου. Και βγάζω λίγο χρήμα απ’ αυτά, για να πληρώνω αυτά τα ελάχιστα που με συνδέουνε ακόμα με τον “πολιτισμό” του.
Και ξαφνικά τσουπ, δεκατόσα χρόνια μετά από την απόφασή μου εκείνη, να η κρίση η οικονομική και χτύπησε την πόρτα. Τώρα την είδες ρε πατέρα; Το αδιέξοδο που με τάιζες τόσα χρόνια και μάλιστα με το ιδρώτα σου μέσα στους σκυλοπνίχτες που μπαρκάριζες, δεν το είχες πάρει χαμπάρι ποτέ; Πως η ζωή δεν είναι εμπόρευμα, δεν είναι οικόπεδο για να το δώσεις αντιπαροχή, ποτέ σου δεν το σκέφτηκες για να μου το διδάξεις;
Τώρα μου λένε όλοι, κι ο πατέρας μου μαζί, πως έκανα την πιο σοφή κίνηση τότε που τα παράτησα κι επέστρεψα στη γη. Και πως είμαι πολύ τυχερός που το κατάλαβα νωρίς και έφυγα απ’ την πόλη. Μα πού την είδανε την τύχη; Στην τύχη τα ρίχνουνε όλα, έτσι μάθανε, δυστυχώς. Γι αυτό ίσως κάθονται κι αυτή την ύστατη ώρα ακόμα ατάραχοι και περιμένουνε, βλέπουνε το θηρίο να τους κυριεύει κάθε μέρα και πιότερο δίχως να αντιδρούνε.
Δεν μπορώ να το πιστέψω αυτό το κακό που συμβαίνει στους ανθρώπους. Μα δεν το βάζω κάτω και κάθε πρωί μ’ όλα μου τα κουράγια τραγουδώ. Και τ’ άλλα τα κοτσύφια τραγουδάνε κι αυτά, όλα μαζί, στα πάρκα, στα παραθύρια των σπιτιών και των γραφείων, στα μπαλκόνια, γεμίζουνε οι πόλεις από τη μελωδία μας, τον ένα και μοναδικό μας στίχο. Ένα φορμάτ είναι ρε παιδιά, μονάχα ένα φορμάτ.
Το τραγούδι του Κότσυφα
Δέκα γενιές γεωργοί και μαστόροι πίσω μου κι εγώ γίνηκα καλαμαράς. Ούτε καν καλαμαράς, κουμπιά πατούσα όλη μέρα. Φύγε από τη γη, από τη φτώχεια, να πας να γίνεις καπετάνιος, έλεγε ο συχωρεμένος ο παππούς μου στον γιο του, τον πατέρα μου, σήκω φύγε από το χωριό, να μπαρκάρεις, να βγάλεις χρήμα μπόλικο, να κάμεις κι ένα σπίτι καλό στην πολιτεία, να έχεις τις ανέσεις σου, να μη φας τη ζωή σου απάνω στα βουνά όπως εγώ, βλέπεις τι τραβώ ολοχρονίς για να σας θρέψω....
Και πήγε κι έγινε καπετάνιος ο γονιός μου. Και έβγαλε όλη τη ζωή του μες στη θάλασσα, πάνω στη λαμαρίνα τα ‘ζησε τα πιο καλά του χρόνια κι ας έχτισε σπίτι καλό στην πόλη, μακριά από το χωριό κι ας είχε άνεση οικονομική μεγάλη. Έκαμε και παιδιά, εμένα και την αδερφή μου και όχι μόνο μας έθρεψε αλλά μας κουβαλούσε κι όλου του κόσμου τα καλά, τα πιο σύγχρονα επιτεύγματα της τεχνολογίας είχε μες στα μπαγκάζια του σαν ξεμπαρκάριζε από τις Σιγκαπούρες και τις Ιαπωνίες, έτσι, που μας βλέπανε οι άλλοι, οι στεριανοί και τρίβανε τα μάτια τους.
Να πας να σπουδάσεις, μου ‘λεγε εμένα σαν μεγάλωνα, να γίνεις άνθρωπος, να μην καταντήσεις σαν και του λόγου μου, μακριά από τη ρουφιάνα τη θάλασσα να μείνεις, μακριά από τη λαμαρίνα του βαποριού, στα γράμματα να πας, να γίνεις επιστήμονας και να ‘χεις δουλειά καλή, στεριανή, να βλέπεις τη γυναίκα σου και τα παιδιά σου κάθε μέρα, όχι όπως εγώ, μία φορά το χρόνο, έτσι μου λεγε. Και πήγα κι εγώ και σπούδασα. Έγινα προγραμματιστής ηλεκτρονικών υπολογιστών. Κι έπιασα ύστερα δουλειά σε εταιρία μεγάλη, απ’ αυτές που έχουνε γραφεία σ’ όλες τις χώρες της οικουμένης, σα βαπόρια είναι κι αυτές, μονάχα που δεν κάνουνε ταξίδια στους ωκεανούς, ούτε έχουνε λαμαρίνες αλλά τζαμένια κτίρια θεόρατα.
Μακριά από τη γη ο ένας, μακριά από τη θάλασσα ο άλλος, να η κατάντια μου.
Δεν το είχα καταλάβει διόλου στο ξεκίνημα, αλλιώς μού είχανε περάσει τη ζωή μες στον σκληρό μου δίσκο βλέπεις, πως άμα έχεις χρήμα, τα ‘χεις όλα, έτσι μου μάθανε. Ύστερα όμως από δυο χρόνια δουλειάς, με καλές αποδοχές δε λέω, αλλά απ’ το πρωί ως τη νύχτα στο γραφείο μπροστά στην οθόνη, απόκαμα. Τα ‘βαλα κάτω ένα βράδυ σαν γύρισα στο διαμέρισμα, μπροστά στην τηλεόραση και στο κουτί της πίτσας. Σκλάβος ένιωθα. Νοικιασμένος στην επιχείρηση, με άδεια λίγες μέρες κάθε χρόνο σαν φυλακισμένος, σαν για να θυμηθώ τι είναι η ζωή που χάνω. Κι ύστερα πάλι στο κλουβί. Δίχως να έχω χρόνο προσωπικό ούτε για να ασκώ την τέχνη μου, τη ζωγραφική, που μ’ άρεσε από μικρό παιδί κι όταν έλεγα πως θα γίνω ζωγράφος, άστραφτε και βροντούσε ο πατέρας και μου ‘λεγε να τα ξεχάσω αυτά διότι θα πεθάνω στην ψάθα σαν όλους τους καλλιτέχνες. Και πώς να παντρευτείς και να κάνεις παιδιά με τέτοια ζωή που ζεις, σκέφτηκα, να τα βλέπεις πότε; Τη νύχτα που θα κοιμούνται;
Έκατσα λοιπόν τότε, στα εικοσιεφτά μου χρόνια, το θυμάμαι σαν τώρα που ‘μαι σαράντα, και το λογάριασα το πράγμα εξαρχής, σαν μορφωμένος και γραμματιζούμενος που είχα γίνει πια. Κι όλη τη νύχτα στριφογύριζα απάνω στο κρεβάτι, ύπνος δεν μ’ έπιανε, σαν άρρωστος βαρυγκομούσα. Ποιος και με πόσα θα μου ξεπληρώσει τη ζωή που δεν ζω επειδή νοίκιασα το τομάρι μου για να βγάζω χρήμα; Ποιος θα μου ξεπληρώσει τη χαμένη μου ελευθερία, τον πρωινό μου ύπνο που πάει στράφι, τις νύχτες μου που σέρνομαι και δεν είμαι εις θέση ούτε να μιλήσω σε άνθρωπο, μονάχα αποβλακώνομαι με τις ώρες μπροστά στην τηλεόραση και βλέπω διαφημίσεις, ποιος θα μου δώσει πίσω τις ώρες της ζωής μου της μοναδικής, που περνάνε μπρος σε μια οθόνη; Ποιος ψυχολόγος και με πόση αμοιβή θα ρουφήξει από μέσα μου τόσο δηλητήριο, ποιος θα με καθαρίσει, που έμαθα να βλέπω τον καθένα δίπλα μου σαν ανταγωνιστή κι όχι σαν άνθρωπο, ποιος; Μ’ αυτές τις σκέψεις, κακήν κακώς, με πήρε ξημερώματα ο ύπνος.
Τι κάνεις Λευτέρη, ρώτησα τ’ άλλο πρωί τον εαυτό μου στον καθρέφτη, χαραμίζεις όλη μέρα το είναι σου για να σου δώσουν χρήμα κι αμέσως να τους το ξαναδώσεις πίσω για να σε ταϊσουνε, να σε ντύσουνε, να σε διασκεδάσουνε, να σου δώσουνε σπίτι και ανέσεις. Κυκλοφορείς το χρήμα για να υπάρχεις, αυτό κάνεις. Κι όσα και να σου μένουνε στην άκρη δεν τα χαίρεσαι, τη ζωή σου χάνεις κάθε μέρα Λευτέρη, πουι δε γυρίζει πίσω, τη δίνεις αντιπαροχή για πλαστική τροφή κι ένα κλουβάκι άνετο, κι ανθρώπους δεν έχεις δίπλα σου, μονάχα «συνεργάτες», σαν πονηρό υπονοούμενο του το ‘πα αυτό, χασκογέλασε αμήχανα αλλά πικρά ο άλλος μες στον καθρέφτη, σαν κάτι να ‘νιωθε, σαν να τον τσιγκλούσανε όλ’ αυτά, την ψυχή σου πουλάς Λευτέρη, του ξανάπα τότε πιο δυνατά, την υγειά σου χαραμίζεις, για να ‘χεις στο τέλος όσα είχε, με μόχθο αλλά υγιής και λεύτερος, ο συγχωρεμένος ο παππούς σου, που ‘χεις και τ’ όνομά του, ξύπνα Λευτέρη, λευτερώσου, ένα πλάσμα της φύσης είσαι κι εσύ, μια πνοή μονάχα, τίποτα παραπάνω, μη σε πλανεύουνε οι γραβάτες που φορείς και τ’ άλλα τα φτιασίδια, μη σε ξεγελά η μούρη σου η φρεσκοξυρισμένη, έτσι του είπα κι έμπηξε εκείνος τότε ένα κλάμα γοερό, τον έβλεπα θολά μες στον καθρέφτη, πρηστήκανε τα μάτια του μεμιάς, δεν ήτανε εις θέση να πάει στη δουλειά εκείνο το πρωί, για ξαφνική αδιαθεσία ειδοποίησε και έμεινε στο σπίτι.
Σαν συνήλθα κάπως, ένιωσα πως έχω ολόκληρη τη μέρα μου ελεύθερη για να σκεφτώ πιο ψύχραιμα και να αποφασίσω. Μα δεν ήτανε τόσο εύκολο να κάνω τη στροφή μεμιάς, έψαχνε το μυαλό μου λύσεις άλλες, πιο βολικές, πιο κοντινές στα όσα ήξερα και είχα βιωμένα. Να πάω να νοικιαστώ αλλού, σκέφτηκα στην αρχή, με λιγότερη δουλειά και πιο μικρό μισθό, με πιο πολύ χρόνο για μένα. Πάλι δεν με συμφέρει όμως, διότι θα χάσω κι αυτά που έμαθα να έχω, και πάλι δέσμιος θα ‘μαι. Να μπω στο δημόσιο, ψέλλισα κατόπιν. Είναι κι αυτό μια πρόταση. Μόνιμος ο εκμισθωτής μου, δίχως πολλές πολλές απαιτήσεις και με νοίκι σταθερό βρέξει χιονίσει. Μα γιατί; Υπάρχει κάνας λόγος; Αφού όσα και να με πληρώνει αυτό το πλάνο σύστημα, εγώ του τα επιστρέφω, για να ικανοποιήσω τις ανάγκες μου και τις επιθυμίες, που τις πιο πολλές από δαύτες μού τις δημιουργεί το ίδιο, για να μου τα πάρει πίσω όπως μου τα δωσε.
Κατάληξα λοιπόν πως όσα και να βγάζω κάθε μήνα, το βιολί αυτό δεν με συμφέρει. Δεν συμφέρει γενικώς να δουλεύεις για να ζήσεις. Είναι η πιο οφθαλμοφανώς ασύμφορη συμφωνία, την οποίαν όμως, παραδόξως, συνάπτουν με περισσή ευκολία στην ζωή τους οι άνθρωποι, διότι έτσι τους μάθανε οι μεγαλύτεροί τους, αυτά τους περάσανε μες στον σκληρό τους δίσκο ως βασικά δεδομένα.
Την άλλη μέρα πήγα λοιπόν στον προϊστάμενο και παραιτήθηκα. Έμεινα πάνω κάτω κάνα μήνα ακόμα, μέχρι να βρεθεί άλλος στο πόδι μου και τότε μάζεψα ένα πρωί τα υπάρχοντά μου κι έφυγα, γύρισα πίσω δυο γενιές, να ξαναζήσω στο παλιό κι ερειπωμένο σχεδόν σπίτι του παππού μου στο χωριό. Όλοι μου λέγανε τότε πως είμαι τρελός που έφυγα από την πόλη και την καλή δουλειά. Μα που την είδανε την τρέλα; Αφού κάθισα και τα σκέφτηκα όλα λογικά. Τα πήρα από την αρχή τα δεδομένα και είδα πως το σύστημά μου είχε κολλήσει και πήγαινε ντουγρού προς το αδιέξοδο.
Το πήρα απόφαση κι έκανα ένα μεγαλοπρεπές φορμάτ.
Σπόυδασα υπολογιστές, ευτυχώς, και ξέρω. Κράτησα ό,τι πληροφορία θα μπορούσε να μου φανεί χρήσιμη απ’ όσες είχα αποθηκεύσει στον δίσκο μου μέχρι εκείνη τη στιγμή, πάτησα το κουμπί κι εξαφάνισα το σύστημα που με είχε γαλουχήσει. Ύστερα εγκατέστησα ένα καινούριο. Δηλαδή το δυο γενιές παλιότερο, εκείνο που είχε ο παππούς μου, αλλά με βελτιώσεις σύγχρονες. Και βρήκα την υγειά μου.
Μονάχα ο πατέρας μου πήγε να σκάσει. Είδα κι έπαθα να σε σπουδάσω, να πας μπροστά στη ζωή σου κι εσύ τα παρατάς όλα και γυρίζεις πίσω; Αντί να προοδεύεις γίνεσαι οπισθοδρομικός; Τι θα πει ο κόσμος; Μάλλον αυτό τον ένοιαξε περισσότερο.
Εγώ όμως δεν άκουγα τίποτα απ’ αυτά. Είχα κάνει πλέον το φορμάτ και όσα έλεγε δεν ήτανε πληροφορίες αναγνωρίσιμες πλέον στο νέο μου το σύστημα. Κι έφυγα.
Πήγα και βρήκα την υγειά μου και τη λευτεριά μου. Βρήκα και τους σπόρους που φύτευε στους μπαξέδες του ο παππούς και τους φύλαγε μέσα σ’ ένα ντουλάπι ξύλινο στον βορινό τον τοίχο.
Κι άρχισα να ζω παράλληλα με όλο αυτό το σύστημα, σαν πουλί, σαν Κότσυφας, σε ένα άλλο σύμπαν. Δεν περιμένω πια να μου δώσουνε χαρτιά κάθε τέλος του μήνα για να πάω να τα κάνω τρόφιμα, ποτά και θεάματα. Παράγω τα πάντα και νιώθω άνθρωπος. Το τραπέζι μου χειμώνα καλοκαίρι είναι γεμάτο με ό,τι βγάζει η γη μου, το κελάρι φίσκα, τα θεάματα και τα ακούσματα κάθε μέρα σ’ όλη την πλάση γύρω μου μοναδικά κι ανεπανάληπτα. Άσε που, από τότε που επέστρεψα, ξεκίνησα και να ζωγραφίζω. Λευτερώθηκε η ψυχή μου, βρήκε τον δρόμο της. Και κατεβαίνω μια φορά στο τόσο στην πόλη και τα κάνω έκθεση τα έργα μου. Και βγάζω λίγο χρήμα απ’ αυτά, για να πληρώνω αυτά τα ελάχιστα που με συνδέουνε ακόμα με τον “πολιτισμό” του.
Και ξαφνικά τσουπ, δεκατόσα χρόνια μετά από την απόφασή μου εκείνη, να η κρίση η οικονομική και χτύπησε την πόρτα. Τώρα την είδες ρε πατέρα; Το αδιέξοδο που με τάιζες τόσα χρόνια και μάλιστα με το ιδρώτα σου μέσα στους σκυλοπνίχτες που μπαρκάριζες, δεν το είχες πάρει χαμπάρι ποτέ; Πως η ζωή δεν είναι εμπόρευμα, δεν είναι οικόπεδο για να το δώσεις αντιπαροχή, ποτέ σου δεν το σκέφτηκες για να μου το διδάξεις;
Τώρα μου λένε όλοι, κι ο πατέρας μου μαζί, πως έκανα την πιο σοφή κίνηση τότε που τα παράτησα κι επέστρεψα στη γη. Και πως είμαι πολύ τυχερός που το κατάλαβα νωρίς και έφυγα απ’ την πόλη. Μα πού την είδανε την τύχη; Στην τύχη τα ρίχνουνε όλα, έτσι μάθανε, δυστυχώς. Γι αυτό ίσως κάθονται κι αυτή την ύστατη ώρα ακόμα ατάραχοι και περιμένουνε, βλέπουνε το θηρίο να τους κυριεύει κάθε μέρα και πιότερο δίχως να αντιδρούνε.
Δεν μπορώ να το πιστέψω αυτό το κακό που συμβαίνει στους ανθρώπους. Μα δεν το βάζω κάτω και κάθε πρωί μ’ όλα μου τα κουράγια τραγουδώ. Και τ’ άλλα τα κοτσύφια τραγουδάνε κι αυτά, όλα μαζί, στα πάρκα, στα παραθύρια των σπιτιών και των γραφείων, στα μπαλκόνια, γεμίζουνε οι πόλεις από τη μελωδία μας, τον ένα και μοναδικό μας στίχο. Ένα φορμάτ είναι ρε παιδιά, μονάχα ένα φορμάτ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου