Κεράσια και Κρίνοι Οι καθηγητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης προχώρησαν σε μια εβδομαδιαία
απεργία κι ύστερα είπαν να σταματήσουν επειδή τους φάνηκε πολύ αυτό,
πολύς αγώνας μια εβδομάδα χωρίς μεροκάματο. Τώρα φτάνει, καιρός να
ξαναγυρίσουμε στους ρυθμούς μας και στους μισθούς μας. Δεν πειράζει που
εκατομμύρια άλλοι δεν έχουνε μισθό. Δεν πειράζει που χιλιάδες συνάδελφοί
μας απολύθηκαν. Δεν πειράζει που τα παιδιά των τάξεων μας δεν έχουνε
μέλλον αλλά ούτε και παρόν. Δεν πειράζει, όλα καλά, η ζωή έτσι είναι, η
ζωή αυτά έχει, άλλος με τα πολλά, άλλος με τα λίγα και άλλοι με το
τίποτα, στο χώμα, στη φυλακή, στον τάφο. Εμείς να' μαστε καλά....
Και ρωτάω: ραγιάς και δάσκαλος γίνεται; Ή, με τέτοιους δασκάλους, πάλι
καλά που δεν πάθαμε και τίποτα χειρότερο. Όταν ο τόπος μας, όταν οι
άνθρωποι του συντρίβονται, οι μίζεροι, βολεμένοι δημόσιοι υπάλληλοι
κάνουν συμβολικές απεργίες μόνο και μόνο να για να ησυχάσουν τη
συνείδησή τους που είναι κι αυτή μικρή και στενεμένη στα όρια του μυαλού
και της μικροψυχίας τους. Και ύστερα τα κεφάλια μέσα. Κι ίσως ακόμα κι
αν τους απολύσουν, πάλι και τότε μέχρι εκεί μόνο θα φτάσουν, γιατί αυτή
είναι η φύση του ραγιά: σκυφτός στη ζωή, σκυφτός και στο θάνατο.
Μόνο ρωτάω: με τι μούτρα θα μπείτε στις τάξεις να διδάξετε τις
επαναστάσεις αυτού του λαού, με τι μούτρα θα διαβάσετε μπροστά στους
μαθητές σας Βάρναλη;
Γράφε, Ιστορία, τα ψέματά σου αράδα
και βλόγα το Φονιά, βρίζε το θύμα!
Κι Αρετή, των δρομάκων σουσουράδα,
τον κάθε σωματέμπορά σου τίμα.
Και συ, Νόμε, των άνομων ασπίδα,
σαν τη μαϊμού από κλώνο σ' άλλον πήδα
κι απ' την κορφή με την ουρά κρεμάσου,
να μη γλέπει ο Λαός τα πισινά σου.
Λεφτεριά της χανάκας* και του ξύλου,
σφιχτόδενε τ' αξύπνητο χαϊβάνι.
Και συ, ρηγάτο** του Κενού, τ' αψήλου
κάμνε το σκλάβο ρήγα, άμα πεθάνει!
Και συ, τσούλα των δήμιων, Επιστήμη,
της Αλήθειας εσχάτη τεφροδόχα,
και συ, πρόστυχη Πένα και ψοφίμι,
του βούρκου λιβανίζετε την μπόχα!
Και συ, Πατριώτη Αγνέ, τη μάσκα φόρα
κι απ' τ' αδέρφια σου, αραδαριά μπροστά σου,
διάλεγε, Γιούδα πάντοτες και τώρα,
για τον ξένο Μολώχ τα θύματά σου.
Αθάνατη και θεία και πεμπτουσία
του βούρκου, χαίρε ώ! χαίρε Προδοσία!...
Φως το χέρι, το πόδι προχωρεί
στον κάμπο κι ό,τι θέλει το μπορεί!...
Κατάγυμνη χορέβει (όλα της φόρα!)
στον τάφο σου, Πατρίδα! Φαλλοφόρα
τουρλώνεται κι ουρλιάζ': «Είναι δικός μου
αφτός ο βούρκος του Ελευθέρου Κόσμου».
***
Πρώτο σου λάθος: από κούνια νά σαι δούλος.
Δέφτερο, δούλος σε κατάδουλη εποχή.
Τρίτο, δεν είσουν μόνο δέρμα, αλλά ψυχή.
Τέταρτο, δεν πουλήθηκες στον ξένο μούλος.
Αν είσουν ως τα κόκκαλα ραγιάς και σάπιος,
δεν θά σουν τώρα σκοτωμένος, αλλά «κάποιος».
Κι ο τελεφταίος δε θα σουν «άγνωστος» μπατίρης,
μα πρώτος και γνωστός, ακόμα και βεζίρης!
Μηδέ θα σε κορόιδεβαν οι λαοπλάνοι,
ντόπιοι και ξένοι, μ' ένα ψέφτικο στεφάνι·
μα δήμιος του λαού και μάβρος με τους μάβρους,
θα κολυμπούσες τώρα στους μεγαλοστάβρους!
* Το λουρί, το κολάρο, ο
λαιμοδέτης ζώου, κυρίως του σκύλου. Χρησιμοποιείται ως όρος κατά κόρον
στην επαρχία και ειδικά στα χωριά. Σπανιότερα συναντάται και ως
«κανάκα». (πηγή)
** Το βασίλειο (πηγή)
Πηγές:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου