Δε
χάνεται σ’ απελπισίες και μοιρολόγια, μπροστά σ’ εμπόδια, που απειλούνε την ίδια
τη βάση της ζωής. Μάχεται για να την κερδίσει, την αγαπά τη ζωή. Μα η αγάπη του
δεν είναι θολή, γενική, αόριστη. Κατεβαίνει θετικά στο αντικείμενό της — τον άνθρωπο
-, τον γνωρίζει, διαπιστώνει τις αδυναμίες του, σχεδιάζει τη γιατριά του, ονειρεύεται
την απελευθέρωση του ανθρώπου απ’ αυτές και ταυτόχρονα, χωρίς αναβολή
συγκρούεται με το κακό, κάθε λεπτό, κάθε στιγμή, όλη τη ζωή του....Συνέπεια.
Συνεχής ηρωισμός. Διγενής, και στα σημεία της πάλης του, όπως και στο κορύφωμά
της. Ακέραιος άντρας. Ποτέ δε σταυρώνει τα χέρια μπρος σε μιαν αδυναμία ή σ’ έναν
χορό. Παίρνει αμέσως παλαιστική στάση απέναντί τους. Μπορεί και να νικηθεί, μα
θα παλαίψει. Δεν αναγνωρίζει κανένα μοιραίο. Η αδιαφορία είναι η χειρότερη
μορφή του θανάτου. Κι αυτός τον άνθρωπο τον θέλει να ενεργεί. Αν είχε την ευκαιρία
να απαντήσει γραφτά, με λόγια, στην ιδεαλιστική διαπίστωση πως «κάθε στιγμή
πεθαίνουμε!» τον φαντάζομαι να σμίγει τα φρύδια του, να κουνάει πεισματικά το
πηγούνι και ν’ αποκρίνεται με σιγουριά: «Τα ζώα πεθαίνουνε κάθε στιγμή. Ο
άνθρωπος συγκρούεται θεληματικά με το θάνατο κάθε στιγμή».
Κι
αν η ιδεαλιστική φιλοσοφία επέμενε να τον
πείσει πως «ο πλανήτης μας εσκουλίκιασε», τον φαντάζομαι ν’ απαντά στο
φιλόσοφο: «Η ψυχή σου σκουλίκιασε μαύρε! Ο άνθρωπος κονταροχτυπάει κι ορμά από
ταμπούρι σε ταμπούρι του χάρου, αρπάζει μυστικά του, βελτιώνει τις θέσεις του, κάνει
νέα εξόρμηση, κερδίζει απανωτές νίκες πάνω στις τυφλές φυσικές δυνάμεις, εξοντώνει
μικρόβια, προλαβαίνει αρρώστιες, παρατείνει το όριο της ζωής, κάνει πιο ανθεκτικό
το κορμί, πιο εύκολη την τροφή, μειώνει τον πόνο, καταχτά τον αέρα, ερευνά τους
βυθούς, παραμερίζει τους ψοφοδεείς από την πάλη, καθαρίζει την πολιτεία από τους
κλέφτες, καταργεί την αρπαγή, κρούει τις ίδιες τις πύλες των μακρινών πλανητών,
και προχωρεί πάντα πιο δυναμωμένος, πιο αποφασιστικός, υπέροχος παλαιστής, που
δεν του φτάνει ο στίβος, το γνωστό, το περιορισμένο. Θέλει τα πάντα δικά του. Έχει
δικαίωμα. Αυτό το είδος της ζωής δε λέγεται σκουλίκι. Λέγεται Άνθρωπος!»
κι αυτόν αγαπά.
Σκουλίκι
είναι ο αδιάφορος. Αυτός, κλαίει συχνά, μοιρολογάει τη ζωή που φεύγει. Τρέμει το
χρόνο που περνά. Μ’ αυτό δε λέγεται αγάπη. Λέγεται τρόμος του «εγώ» μπροστά στην
κίνηση και την αλλαγή. Ο αδιάφορος, ο περιδεής, ο μοιραίος, ποτέ δεν κερδίσανε
μήδε τη μπουκιά το ψωμί που τρώνε. Κουτουρού και χαράμι ζούνε. Δεν κερδίζονται απ’
αυτούς τους τύπους τα μυστικά του κόσμου. Τα φυσικά στοιχεία για να σου
παραδώσουνε το στάρι από τη γης πρέπει ν’ αγκαλιαστείς, νά κυλιστείς μαζί τους,
σε λυσσασμένη πάλη που λυώνει το κορμί του παλαιστή σε ιδρώτα κι αίμα, και
πόνους κι αναστεναγμούς. Τον ηλεχτρισμό, δε στόνε παραδίνουνε γιατί σ’ αγαπούνε,
παρά γιατί έκαψες τα δάχτυλά σου πολεμώντας να τον αποσπάσεις από τα σφιγμένα
τους δόντια. Το φεγγάρι δε θα χαμηλώσει για να ικανοποιήσει την πλαδαρή
περιέργεια του γρουσούζη που ρεύεται κι ονειροπολεί πίττες να πέσουνε. Αν θέλεις
να δεις τι μυστικά μπορείς να φωτίσεις από το σιωπηλό ταξειδιώτη τ’ ουρανού θα
φτάσεις εσύ εκεί πάνω.
Και
σκέψου να κάνανε τώρα δα μιαν έκκληση που να καλεί τους τολμηρούς που θα
γίνονταν οι πρώτοι ταξειδιώτες που θα σφεντονίζονταν όξω από το στριφογύρισμα της
Γης στο μακρινό άγνωστο! Κι αυτό για χάρη του ανθρώπου. Για χάρη, όχι του
σημερινού, του αυριανού ανθρώπου... Ποιοι θ’ απαντούσανε σ’ αυτή την έκκληση; Όχι
βέβαια εκείνοι που πιστεύουνε σαν μια μοιραία, τραγική περιπέτεια τη ζωή, αλλά εκείνοι
που πιστεύουνε πως ο άνθρωπος αξίζει περισσότερα αγαθά, μεγαλύτερη χαρά, πιο απλωμένο
χώρο ελευθερίας, περισσότερο φως! Εκείνοι που δε λυπούνται τις δυνάμεις τους, δε
φοβούνται τον κόπο και τον πόνο που χρειάζεται μια τέτοια προσπάθεια για το αντικείμενο της αγάπης
τους. Αυτοί που είν’ έτοιμοι να θυσιάζουνε χωρίς να περιμένουν αμοιβές. Χωρίς
συμβόλαιο σιγουριάς. Αυτοί που βλέπουνε τη συνέχεια της ζωής και πέραν από την
ύπαρξη του ΕΓΩ, πού αισθάνονται υπεύθυνοι και για το μέλλον, όπως και για το
παρόν.
Κυναίγειροι!
Αυτό τα όνομα αναπηδά στη μνήμη μου καθώς γυρεύω χαραχτηρισμό των παλαιστικών
τύπων της ζωής. Κυναίγειρος! Έφευγε η βάρκα με τους εχθρούς. Την άρπαξε με τόνα
χέρι από την πρύμνα. Το κόψανε. Γραπώθηκε απάνω της το άλλο. Κόπηκε με
μπαλταδιά. Χύμηξε κι άρπαξε τη βάρκα με τα δόντια του. Κόπηκε κι ο λαιμός!...
Κι ο πλαδαρός τύπος, ο μοσχαναθρεμένος μόρτης του ιδεαλισμού που παρασταίνει το
φιλόσοφο, συμπεραίνει: «Να όμως που πέθανε στο τέλος! Ποιο τ’ όφελος;» —Ο
Οστρόφσκυ! Τ’ όφελος είναι η μνήμη του. Αυτή η απόκριση έρχεται αβίαστα, σαν
φυσική! Τ’ όφελος από τους Κυναίγειρους της Ιστορίας δεν είναι μια ρεμβαστική ανάμνηση,
για να ζούμε μέσα στα χουζούρια φανταστικούς κινδύνους, για να αισθανόμαστε τον
τρόμο, και να βγάζουμε το παρηγορητικό συμπέρασμα «τρομάζω! Άρα ζω!» Τ’ όφελος
απ’ αυτούς τους δασκάλους της ζωής είναι άλλο: «Θέλω! Άρα ζω ανθρώπινη ζωή!».
Ο Θέμος Κορνάρος για τον Νικολάι
Οστρόφσκι (φωτογραφία).
Απόσπασμα
του προλόγου που έγραψε ο Κορνάρος, για το βιβλίο του Οστρόφσκι «Γεννημένοι στη
θύελλα» (εκδόσεις Κ. Στρουμπούκης). Οικοδόμος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου