ΚΑΡΤΕΣΙΟΣ Κι έγιναν εκλογές.
Δύο φορές.
«Να σταυρωθείτε ή να ζήσετε;» ρωτούσαν οι εκλογές. «Άρον, άρον σταύρωσον αυτούς», φώναξε το πλήθος. Ο λαός. Μόνο που δεν ήξερε ότι φώναζε να σταυρώσουν ο καθένας τον εαυτό του.
Κι έτσι τους έπιασαν όλους οι Ρωμαίοι, φόρτωσαν στην πλάτη τους ένα μνημόνιο και τους έβαλαν να προχωρούν.
Είχε ξαναγίνει το ίδιο με δύο άλλους σταυρούς. Το πλήθος των καλοζωισμένων και καλοταϊσμένων δεν ανησυχούσε. ...
Τα μνημόνια τα έσερναν αυτοί που ήταν πιο αδύνατοι. Που είχαν τα λιγότερα.
Έτσι συνήθισε το πλήθος κι έτσι νόμισε ότι θα γινόταν πάντα. Και έτσι φώναζε «Άρον, άρον σταύρωσον αυτούς» και για τον τρίτο σταυρό – μνημόνιο.
Οι καλοζωισμένοι δεν ήξεραν. Κι όταν έμαθαν ήταν πλέον αργά.
Δεν είχαν υπολογίσει καλά το λίπος που τους είχε απομείνει και πίστευαν ότι αφού είχαν ψηφίσει τους Ρωμαίους, θα γλίτωναν πάλι.
Όμως οι Ρωμαίοι ελάχιστα είχαν να πάρουν πια από εκείνους που κουβάλησαν στις πλάτες τους τα δύο πρώτα μνημόνια.
Άρχισαν να παίρνουν από όσους είχαν περισσότερα στο πουγκί τους.
Τους μαστίγωναν για τα σπίτια που είχαν και νοίκιαζαν. Τους μαστίγωναν για τα φωτοβολταϊκά που είχαν σπείρει στα χωράφια τους. Τους μαστίγωναν για τους μεγάλους μισθούς τους.
Και το μαστίγιο πονούσε πάνω στα δέρματα των καλοζωισμένων.
Οι σκελετοί των δύο μνημονίων δεν μπορούσαν να πονέσουν πολύ. Είχαν αρχίσει να αποσυντίθενται.
Κάποιοι είπαν «δε φταίμε εμείς, εσείς φταίτε». Κι άρχισαν πάλι να μαλώνουν μεταξύ τους οι ομάδες και οι τάξεις για το ποιος ήταν δίκαιο να θυσιαστεί.
Οι καλοζωισμένοι μέχρι χτες δε φοβόταν για την υγεία τους. Είχαν τα δικά τους ασφαλιστικά Ταμεία που πλήρωναν για τις αρρώστιες τους.
Τώρα, τελείωναν αυτά. Θα έμπαιναν κι αυτοί στο καζάνι της κόλασης. Της αναξιοπρέπειας. Της ζητιανιάς.
Κι από πάνω έπεσε κι ένας κουβάς με ειδικά μισθολόγια που μέχρι τώρα κάτι έτρωγαν.
Και κατηγορούσαν τους άλλους που ήταν ήδη μέσα ότι ήταν μικρόψυχοι και ζήλευαν. Αλλά ξεχνούσαν ότι όταν έμπαιναν πρώτοι οι άλλοι στο καζάνι, αυτοί έκαναν ότι δεν άκουγαν τις κραυγές κι έλεγαν «Μα έτσι πρέπει να γίνει. Έτσι είναι το σωστό».
Οι νιόφερτοι κατηγορούσαν τους παλιούς για «κοινωνικό κανιβαλισμό». Οι παλιοί έλεγαν στους καινούριους «αργά τον θυμηθήκατε».
Κι ύστερα έκλαιγαν όλοι και φώναζαν «όχι εγώ, όχι εγώ».
Μα ο Ιούδας κρυφογελούσε. Δεν είχε κανένα σκοπό να κρεμαστεί αυτή τη φορά. Άλλωστε, ήταν εκλεγμένος και καλοπερνούσε στις σάλες των Ρωμαίων.
Οι Μεγάλοι Άρχοντες και οι Ρωμαίοι απολάμβαναν το θέαμα στα καζάνια.
Τους καυγάδες και τις φασαρίες μεταξύ των βρασμένων. Μάλωναν οι βρασμένοι για το ποια τάξη ή ομάδα έπρεπε να είναι στον πάτο ώστε οι άλλοι να κάθονται στους ώμους τους.
Και δεν καταλάβαιναν ότι όλοι στο ίδιο καζάνι έβραζαν.
Ότι έστω και την ύστατη στιγμή έπρεπε να συμφωνήσουν για να βγουν όλοι μαζί από κει μέσα.
Ακόμη και τώρα μάλωναν.
Κι έτσι, χιλιάδες πρώην καλοζωισμένοι και νυν ξεπετσιασμένοι από το βράσιμο κουβαλούσαν τους σταυρούς τους για το Γολγοθά.
Στις άκρες των δρόμων είχαν σταθεί τα μέλη της Συγκλήτου και άλλοτε χειροκροτούσαν, άλλοτε χτυπούσαν τους μελλοθάνατους στον ώμο υποκριτικά δίνοντάς τους κουράγιο.
Κι ύστερα κοιτάζονταν οι Συγκλητικοί μεταξύ τους και γελούσαν κοροϊδευτικά.
Μέχρι που έφτασαν στην κορυφή.
Και τότε φάνηκαν επάνω στους σταυρούς εκατοντάδες χιλιάδες σταυρωμένων σκελετών που ήδη τα κόκαλά τους έπεφταν στη γη.
Οι καλοζωισμένοι ούρλιαζαν από το φόβο τους.
Οι Ρωμαίοι όμως ντυμένοι στις καλές στολές τους, δε λυπόταν κανέναν.
Οι Συγκλητικοί ψήφιζαν για τον καθέναν ξεχωριστά. Να σταυρωθεί.
Ο Καίσαρας Αντώνιος από την εξέδρα του, σήκωνε το χέρι του κι έδειχνε γυρνώντας τον αντίχειρά του προς τα κάτω ότι εγκρίνει την ψήφο των Συγκλητικών.
Εκατομμύρια σταυροί.
Και οι Συγκλητικοί έπιναν από τα ασημένια ποτήρια τους.
Οι Μεγάλοι Άρχοντες, εφοπλιστές και τραπεζίτες, βαρέθηκαν κι έφυγαν.
Είχαν να ταξιδέψουν στην Ελβετία μαζί με τις παρέες των καναλαρχών, των εκδοτών και άλλων ισχυρών λαμογιών για να προσθέσουν στις καταθέσεις τους τα κέρδη από την αναδιανομή της χώρας.
Από κάπου ακούστηκε ένα «καλή Ανάσταση».
Ναι καλά, σκέφτηκε ο Λούκυ Λουκ κι άρχισε να τραγουδά «είμαι ένας φτωχός και μόνος κάου μπόυ», καθώς χανόταν στον ήλιο που έσβηνε, ανεβασμένος στη Ντόλυ….
Δύο φορές.
«Να σταυρωθείτε ή να ζήσετε;» ρωτούσαν οι εκλογές. «Άρον, άρον σταύρωσον αυτούς», φώναξε το πλήθος. Ο λαός. Μόνο που δεν ήξερε ότι φώναζε να σταυρώσουν ο καθένας τον εαυτό του.
Κι έτσι τους έπιασαν όλους οι Ρωμαίοι, φόρτωσαν στην πλάτη τους ένα μνημόνιο και τους έβαλαν να προχωρούν.
Είχε ξαναγίνει το ίδιο με δύο άλλους σταυρούς. Το πλήθος των καλοζωισμένων και καλοταϊσμένων δεν ανησυχούσε. ...
Τα μνημόνια τα έσερναν αυτοί που ήταν πιο αδύνατοι. Που είχαν τα λιγότερα.
Έτσι συνήθισε το πλήθος κι έτσι νόμισε ότι θα γινόταν πάντα. Και έτσι φώναζε «Άρον, άρον σταύρωσον αυτούς» και για τον τρίτο σταυρό – μνημόνιο.
Οι καλοζωισμένοι δεν ήξεραν. Κι όταν έμαθαν ήταν πλέον αργά.
Δεν είχαν υπολογίσει καλά το λίπος που τους είχε απομείνει και πίστευαν ότι αφού είχαν ψηφίσει τους Ρωμαίους, θα γλίτωναν πάλι.
Όμως οι Ρωμαίοι ελάχιστα είχαν να πάρουν πια από εκείνους που κουβάλησαν στις πλάτες τους τα δύο πρώτα μνημόνια.
Άρχισαν να παίρνουν από όσους είχαν περισσότερα στο πουγκί τους.
Τους μαστίγωναν για τα σπίτια που είχαν και νοίκιαζαν. Τους μαστίγωναν για τα φωτοβολταϊκά που είχαν σπείρει στα χωράφια τους. Τους μαστίγωναν για τους μεγάλους μισθούς τους.
Και το μαστίγιο πονούσε πάνω στα δέρματα των καλοζωισμένων.
Οι σκελετοί των δύο μνημονίων δεν μπορούσαν να πονέσουν πολύ. Είχαν αρχίσει να αποσυντίθενται.
Κάποιοι είπαν «δε φταίμε εμείς, εσείς φταίτε». Κι άρχισαν πάλι να μαλώνουν μεταξύ τους οι ομάδες και οι τάξεις για το ποιος ήταν δίκαιο να θυσιαστεί.
Οι καλοζωισμένοι μέχρι χτες δε φοβόταν για την υγεία τους. Είχαν τα δικά τους ασφαλιστικά Ταμεία που πλήρωναν για τις αρρώστιες τους.
Τώρα, τελείωναν αυτά. Θα έμπαιναν κι αυτοί στο καζάνι της κόλασης. Της αναξιοπρέπειας. Της ζητιανιάς.
Κι από πάνω έπεσε κι ένας κουβάς με ειδικά μισθολόγια που μέχρι τώρα κάτι έτρωγαν.
Και κατηγορούσαν τους άλλους που ήταν ήδη μέσα ότι ήταν μικρόψυχοι και ζήλευαν. Αλλά ξεχνούσαν ότι όταν έμπαιναν πρώτοι οι άλλοι στο καζάνι, αυτοί έκαναν ότι δεν άκουγαν τις κραυγές κι έλεγαν «Μα έτσι πρέπει να γίνει. Έτσι είναι το σωστό».
Οι νιόφερτοι κατηγορούσαν τους παλιούς για «κοινωνικό κανιβαλισμό». Οι παλιοί έλεγαν στους καινούριους «αργά τον θυμηθήκατε».
Κι ύστερα έκλαιγαν όλοι και φώναζαν «όχι εγώ, όχι εγώ».
Μα ο Ιούδας κρυφογελούσε. Δεν είχε κανένα σκοπό να κρεμαστεί αυτή τη φορά. Άλλωστε, ήταν εκλεγμένος και καλοπερνούσε στις σάλες των Ρωμαίων.
Οι Μεγάλοι Άρχοντες και οι Ρωμαίοι απολάμβαναν το θέαμα στα καζάνια.
Τους καυγάδες και τις φασαρίες μεταξύ των βρασμένων. Μάλωναν οι βρασμένοι για το ποια τάξη ή ομάδα έπρεπε να είναι στον πάτο ώστε οι άλλοι να κάθονται στους ώμους τους.
Και δεν καταλάβαιναν ότι όλοι στο ίδιο καζάνι έβραζαν.
Ότι έστω και την ύστατη στιγμή έπρεπε να συμφωνήσουν για να βγουν όλοι μαζί από κει μέσα.
Ακόμη και τώρα μάλωναν.
Κι έτσι, χιλιάδες πρώην καλοζωισμένοι και νυν ξεπετσιασμένοι από το βράσιμο κουβαλούσαν τους σταυρούς τους για το Γολγοθά.
Στις άκρες των δρόμων είχαν σταθεί τα μέλη της Συγκλήτου και άλλοτε χειροκροτούσαν, άλλοτε χτυπούσαν τους μελλοθάνατους στον ώμο υποκριτικά δίνοντάς τους κουράγιο.
Κι ύστερα κοιτάζονταν οι Συγκλητικοί μεταξύ τους και γελούσαν κοροϊδευτικά.
Μέχρι που έφτασαν στην κορυφή.
Και τότε φάνηκαν επάνω στους σταυρούς εκατοντάδες χιλιάδες σταυρωμένων σκελετών που ήδη τα κόκαλά τους έπεφταν στη γη.
Οι καλοζωισμένοι ούρλιαζαν από το φόβο τους.
Οι Ρωμαίοι όμως ντυμένοι στις καλές στολές τους, δε λυπόταν κανέναν.
Οι Συγκλητικοί ψήφιζαν για τον καθέναν ξεχωριστά. Να σταυρωθεί.
Ο Καίσαρας Αντώνιος από την εξέδρα του, σήκωνε το χέρι του κι έδειχνε γυρνώντας τον αντίχειρά του προς τα κάτω ότι εγκρίνει την ψήφο των Συγκλητικών.
Εκατομμύρια σταυροί.
Και οι Συγκλητικοί έπιναν από τα ασημένια ποτήρια τους.
Οι Μεγάλοι Άρχοντες, εφοπλιστές και τραπεζίτες, βαρέθηκαν κι έφυγαν.
Είχαν να ταξιδέψουν στην Ελβετία μαζί με τις παρέες των καναλαρχών, των εκδοτών και άλλων ισχυρών λαμογιών για να προσθέσουν στις καταθέσεις τους τα κέρδη από την αναδιανομή της χώρας.
Από κάπου ακούστηκε ένα «καλή Ανάσταση».
Ναι καλά, σκέφτηκε ο Λούκυ Λουκ κι άρχισε να τραγουδά «είμαι ένας φτωχός και μόνος κάου μπόυ», καθώς χανόταν στον ήλιο που έσβηνε, ανεβασμένος στη Ντόλυ….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου