Γιατί δεν μπορούμε να αλλάξουμε τη συγκρουσιακή ελληνική κουλτούρα
Του Π. Κ. Ιωακειμίδη
Οσοι έχουμε κάποιες επαφές με την Ευρώπη διαπιστώνουμε ότι σχεδόν το σύνολο των ηγεσιών στις χώρες - μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Ε.Ε.) και όχι μόνο μένουν κατάπληκτοι και αδυνατούν να κατανοήσουν την αδυναμία του ελληνικού πολιτικού συστήματος, τάξης και κοινωνίας να παράγουν στοιχειώδη θεσμική συναίνεση πάνω σε ζωτικά ζητήματα που συνδέονται με το μέλλον της χώρας. Δεν υποστηρίζουν βεβαίως τον βαθμό συναίνεσης που θα ακύρωνε τα περιθώρια της αναγκαίας δημοκρατικής αντιπαράθεσης. Αλλά τον βαθμό συναίνεσης πάνω στα κρίσιμα εκείνα θέματα που προσδιορίζουν την υπαρξιακή πορεία σε μια χώρα και που ορίζουν το αξιακό σύστημα πάνω στο οποίο στηρίζεται. Και εκπλήσσονται γιατί στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης η «συναινετική» λεγόμενη «δημοκρατία» αποτελεί λίγο - πολύ σταθερό μέρος της πολιτικής διαδικασίας. Οι περισσότερες χώρες - μέλη της Ε.Ε. στηρίζονται στο σύστημα αυτό όπως, μεταξύ άλλων, αντανακλάται στις «κυβερνήσεις συνασπισμού» στις χώρες αυτές.... Οι σκανδιναβικές χώρες λ.χ. (Δανία, Φινλανδία κ.ά.) έχουν αναπτύξει ένα πλούσιο πρακτικό και θεωρητικό κεκτημένο για τη «συναινετική δημοκρατία» (consensual democracy) και τα πλεονεκτήματα που έχει για τη μεγιστοποίηση της κοινωνικής ευημερίας. Αλλά και σε χώρες όπως η Γερμανία ή ακόμα και το Ην. Βασίλειο - που παραδοσιακά απεχθάνονταν τις κυβερνήσεις συνασπισμού (coalition governments) - ο τύπος αυτός διακυβέρνησης καθίσταται βαθμιαία ο κανόνας. Ακόμη η πολύ πρόσφατη εμπειρία δείχνει ότι χώρες που αντιμετωπίζουν ισχυρές προκλήσεις όπως η οικονομική κρίση, μπορούν να φθάσουν στην αναγκαία συναίνεση ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μη κυβερνήσεων συνασπισμού. Οι περιπτώσεις της Πορτογαλίας, Ιρλανδίας, ακόμη και Ιταλίας είναι χαρακτηριστικές.Η Ελλάδα αποτελεί και στο πεδίο αυτό την ξεχωριστή περίπτωση, παρά το γεγονός ότι είναι η χώρα που βρίσκεται αντιμέτωπη με την οξύτερη κρίση υπαρξιακών διαστάσεων που αγγίζει όλες τις πτυχές της εθνικής συγκρότησης (οικονομικές, πολιτικές, κοινωνικές). Γιατί συμβαίνει αυτό; Για πάρα πολλούς, νομίζω, λόγους. Πρώτα απ' όλα, γιατί στην Ελλάδα απουσιάζει η «κουλτούρα της συναίνεσης». Είμαστε μια βαθύτατα συγκρουσιακή χώρα. Αλλωστε μια χώρα που σχετικά πρόσφατα πέρασε μέσα από την αιματοχυσία ενός εμφυλίου πολέμου και παλαιότερα από διχασμούς δεν (μπορεί τελικά να) έχει ούτε την ιστορική εμπειρία ούτε τις ισχυρές αξιολογικές κατηγορίες για συναίνεση. Αν τις είχε δεν θα είχε ενδεχομένως διολισθήσει ούτε στον Εμφύλιο ούτε στους διχασμούς. Και ας αφήσουμε το εύκολο παραμύθι ότι για όλα αυτά ευθύνονται οι «ξένες δυνάμεις». Σήμερα που δεν υπάρχουν οι «ξένες δυνάμεις» ως παράγοντες της πολιτικής διαδικασίας, γιατί δεν υπάρχει η ελάχιστη θεσμική συναίνεση; Γιατί υπάρχει η εντύπωση ότι ο εμφύλιος πόλεμος συνεχίζεται υπογείως με άλλα πολιτικά μέσα; Γιατί ακόμη και στις περιπτώσεις όπου η συναίνεση εμφανίζεται ως αυτονόητη, αναγκαία επιλογή ή και κατάσταση, αυτή δεν αποκρυσταλλώνεται σε κάτι περισσότερο θεσμικά εμπλαισιωμένο και ορατό στον έξω κόσμο; Η συγκρουσιακή ελληνική κουλτούρα δίνει μια απάντηση. Το είδος διάρθρωσης, οργάνωσης, ιδεολογικής φυσιογνωμίας των πολιτικών κομμάτων που έχουμε (και που εν μέρει αποτελούν προϊόν της κουλτούρας) αποτελεί επίσης παράγοντα που εμποδίζει τη συναίνεση. Είναι φυσικό π.χ. για κόμματα που επαγγέλλονται όχι τη μεταρρύθμιση αλλά τη ριζική ανατροπή του συστήματος να μη συμπράττουν σε συναινετικές επιλογές (χωρίς αυτό να σημαίνει αναγκαίως ότι στερούνται υπευθυνότητας). Είναι επίσης γεγονός ότι στον ευρωπαϊκό χώρο με οριακές, μετρημένες εξαιρέσεις, δεν υπάρχουν αντισυστημικά κόμματα στην ιδεολογική ένταση και επιρροή που υπάρχουν στην Ελλάδα (καλό ή κακό, αδιάφορο). Ακόμη και η ποιότητα, αναποτελεσματικότητα του κράτους και οι διαιωνιζόμενες εκκρεμότητες στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής συνιστούν εμπόδια στη διαδικασία διαμόρφωσης συναίνεσης.
Η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ενωση από το 1981 θεωρήθηκε από πολλούς αναλυτές ότι θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για ευρύτερη θεσμική συναίνεση, καθώς η ίδια η Ενωση επέβαλε ένα συναινετικό πλαίσιο πολιτικών σε σημαντικό αριθμό τομέων. Αυτό ωστόσο δεν συνέβη. Η διαδικασία του εξευρωπαϊσμού δεν μπόρεσε «να σπάσει» τα εμπεδωμένα πολιτικά και πολιτιστικά στερεότυπα υπέρ της διαδικασίας της βαθύτερης θεσμικής συναίνεσης. Εχει σημασία η απουσία συναίνεσης; Προφανώς έχει, εάν το παράδειγμα των άλλων ευρωπαϊκών χωρών διδάσκει κάτι, ότι δηλαδή η συναίνεση οδηγεί σε καλύτερες πολιτικές εκροές υπέρ της μεγιστοποίησης της κοινωνικής ευημερίας εν ευρεία έννοια. Στη συγκεκριμένη χρονική περίπτωση, η συγκρουσιακή χημεία που επικρατεί δίνει επιπλέον την εντύπωση ότι η χώρα, ως σύνολο, δεν θέλει και τόσο «να βγει από την κρίση», δεν θέλει να σωθεί. Και εάν δεν θέλει, κανένα πακέτο δεν θα τη διασώσει, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες κάποιων… TA NEA
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου