Της Χριστιάννας Λούπα Μια πολύ σύντομη ματιά στο φλέγον και μείζον πρόβλημα των ημερών μας, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα κατά των Ναρκωτικών της 26ης Ιουνίου.
Αρκετά κράτη της Ευρώπης έχουν νομιμοποιήσει τη χρήση κάποιων ναρκωτικών ουσιών. Στην Ελβετία η διανομή ηρωίνης ρυθμίστηκε από το ίδιο το κράτος, ενώ στην Ολλανδία ο «ναρκωτουρισμός» αποτελεί κύρια πηγή εσόδων για τη χώρα. Οι συγκεκριμένες πολιτικές ωστόσο, δεν έχουν ακόμα αξιολογηθεί από τους ειδικούς και το ερώτημα αν ενδείκνυται η ελεύθερη διάθεση ναρκωτικών στην αγορά, ως μέσο πρόληψης και αντιμετώπισής τους, εξακολουθεί να παραμένει αναπάντητο.
Συγκεκριμένα, μπορούμε να πούμε ότι έχουν διατυπωθεί τρείς βασικές απόψεις ως προς τη διακίνηση των ναρκωτικών ουσιών:
Η πρώτη συνίσταται στην ολοκληρωτική απαγόρευση της ελεύθερης διακίνησης και διάθεσης. Το επιχείρημα υπέρ αυτής της πρότασης είναι ότι η απειλή αυστηρότατων ποινών για τους εμπόρους και την εμπορία των απαγορευμένων ουσιών οδηγεί στην αναχαίτιση της δράσης των εμπόρων....
Ωστόσο, η αύξηση σε παγκόσμια κλίμακα της χρήσης ουσιών, παρά την αυστηρότητα των προβλεπόμενων από το νόμο ποινών, αποτελεί σαφή ένδειξη ότι η αντιμετώπιση αυτή, από μόνη της τουλάχιστον, δεν είναι αποτελεσματική, πόσο μάλλον αν λάβουμε υπ’ όψη τα νομικά τερτίπια με τα οποία πολλοί έμποροι καταφέρνουν και βγαίνουν «λάδι». Είναι γνωστό επίσης, ότι η απαγόρευση είναι εκείνη που προκαλεί και τη μαύρη αγορά.
Ωστόσο, η αύξηση σε παγκόσμια κλίμακα της χρήσης ουσιών, παρά την αυστηρότητα των προβλεπόμενων από το νόμο ποινών, αποτελεί σαφή ένδειξη ότι η αντιμετώπιση αυτή, από μόνη της τουλάχιστον, δεν είναι αποτελεσματική, πόσο μάλλον αν λάβουμε υπ’ όψη τα νομικά τερτίπια με τα οποία πολλοί έμποροι καταφέρνουν και βγαίνουν «λάδι». Είναι γνωστό επίσης, ότι η απαγόρευση είναι εκείνη που προκαλεί και τη μαύρη αγορά.
Η δεύτερη αφορά την απευθείας διάθεση από κρατικές υπηρεσίες, των ουσιών που έχουν ανάγκη οι εξαρτημένοι χρήστες. Εδώ υπάρχει το πλεονέκτημα της πτώσης των τιμών και επομένως μείωση του ενδιαφέροντος των εμπόρων. Παρ’ όλα αυτά, δημιουργούνται δυνατότητες καταχρήσεων εκ μέρους των αρμόδιων κρατικών υπαλλήλων, ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου η διαφθορά της κρατικής μηχανής είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη.
Η τρίτη, τέλος, άποψη προτείνει την ελεύθερη διακίνηση και εμπορία των ναρκωτικών. Το θετικό αυτής της ρύθμισης είναι ότι αποδυναμώνει την εγκληματικότητα, καταργεί τα κίνητρα των εμπόρων και συμβάλλει στην εξάλειψη προβλημάτων δημόσιας υγείας που προκύπτουν από τη μετάδοση διαφόρων μολυσματικών ασθενειών (π.χ. μέσω της χρήσης της ίδιας βελόνας από πολλά άτομα). Οι επικριτές, εξ άλλου, αυτής της άποψης πιστεύουν ότι δεν δίνει λύσεις στο πρόβλημα της επέκτασης του φαινομένου της χρήσης ουσιών, δεδομένου ότι τα αίτια δεν έχουν να κάνουν με το νομικό εποικοδόμημα, αλλά με κοινωνικές και ψυχολογικές αιτίες.
Με το Νόμο 2161/1993 περί ναρκωτικών πάντως, ισχύει και στη χώρα μας η υπό κρατικό έλεγχο χορήγηση υποκατάστατων (μεθαδόνη) σε εξαρτημένους χρήστες από ειδικά κέντρα, ενώ με το Νόμο 3459/2006 κωδικοποιείται όλη η ισχύουσα νομοθεσία περί ναρκωτικών.
Στο πλαίσιο αποσυμφόρησης των φυλακών άλλωστε, αλλά και με το σκεπτικό ότι ο εξαρτημένος χρήστης πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ασθενής με την επιείκεια που απαιτείται και όχι ως σκληρός παραβάτης του κοινού Ποινικού Δικαίου, πρόσφατα προωθήθηκαν κάποιες αλλαγές στο νομοθετικό πλαίσιο, βάσει των οποίων οι καταδικασθέντες για ναρκωτικά - όχι όμως οι ισοβίτες - θα μπορούν να αποφυλακισθούν υπό όρους και με σύμφωνη γνώμη του Δικαστικού Συμβουλίου, εφόσον έχουν εκτίσει τα 3/5 της ποινής τους και όχι τα 4/5, όπως ίσχυε μέχρι τώρα.
Το βασικότερο πρόβλημα ωστόσο, που εμποδίζει τη σωστή εφαρμογή του νόμου, είναι με ποιο τρόπο θα διαπιστώνεται αν κάποιος είναι έμπορος ή χρήστης. Αν και προβλέπεται μια σειρά διαδικασιών για να διαπιστωθεί αν υπάρχει εξάρτηση, ουδέποτε εφαρμόζεται, λόγω ελλείψεως υποδομών. Ο πραγματογνώμονας καλείται να διαγνώσει την εξάρτηση ενός κατηγορουμένου, βάσει ερωτηματολογίου που περιλαμβάνει εννέα ερωτήσεις. Εάν τρεις απαντήσεις είναι θετικές, η βεβαίωση της εξάρτησης θεωρείται δεδομένη.
Ο ιατροδικαστής Κρήτης Αντώνης Παπαδομανωλάκης, που ήρθε στην Ελλάδα το 2000 ύστερα από τέσσερα χρόνια ιατροδικαστικής εμπειρίας στην Γερμανία, έκπληκτος είδε τον τρόπο που ακολουθείται στην χορήγηση βεβαιώσεων εξάρτησης ατόμων από ναρκωτικές ουσίες:
«Από την ώρα που ήρθα στην Ελλάδα μου έκανε μεγάλη εντύπωση ο τρόπος που δίνονται αυτές οι γνωματεύσεις», παρατηρεί ο κ. Παπαδομανωλάκης. «Προσωπικά, δεν εξετάζω τέτοιες περιπτώσεις, διότι σε αυτές τις πραγματογνωμοσύνες, με τον τρόπο που γίνονται, δεν υπάρχει καμία επιστημονική κατοχυρωμένη άποψη. Μία βελονιά στο μπράτσο ή μια ουσία στα ούρα, σε μένα δεν λέει τίποτα. Αυτό μπορεί να έχει γίνει και καθ' υπόδειξιν. Δεν μπορώ ούτε με την μέθοδο των ερωτήσεων να χαρακτηρίσω κάποιον εξαρτημένο.
Μόνο στην Ελλάδα συμβαίνουν αυτά. Για να διαπιστωθεί αν κάποιος είναι εξαρτημένος ή όχι, πρέπει να εισαχθεί σε κλινική, σε τμήμα βραχείας νοσηλείας, επί πέντε μέρες για να δει ομάδα γιατρών την έκτη μέρα αν παρουσιάζει συμπτώματα εξάρτησης και σύνδρομο στέρησης. Στις ευρωπαϊκές χώρες, ένα ολόκληρο τημ γιατρών ασχολείται με τέτοια περιστατικά…».(ΕΞΑΡΤΗΣΗ-ΑΠΕΞΑΡΤΗΣΗ)
Όσον αφορά τα κέντρα απεξάρτησης αφ’ ετέρου, η κυρία Άννα Κοκκέβη, πρώην πρόεδρος του ΟΚΑΝΑ, παρατηρεί τα εξής:
«Υπάρχουν γύρω στα τρεις χιλιάδες άτομα στη χώρα μας (ρεκόρ ανάμεσα στις χώρες της Eυρώπης), που περιμένουν πάνω από δυόμισι χρόνια για μια θέση θεραπείας στις μονάδες υποκατάστασης. Περιμένοντας την πολυπόθητη θεραπεία το κάθε ένα από τα άτομα αυτά δημιουργεί δέκα νέους χρήστες ναρκωτικών μέσω της μικροδιακίνησης που κάνει προκειμένου να εξασφαλίσει τη δόση του».(Elefsyna.org)
Ενδιαφέρον παρουσιάζει πάντως η άποψη υπέρ της κατάργησης της απαγόρευσης όλων ανεξαιρέτως των τοξικοεξαρτητικών ουσιών, του κ. Τάσου Αβραντίνη, αντιπροέδρου της Δράσης, ο οποίος προτείνει τη συνταγογράφηση των ουσιών από γιατρούς και επισημαίνει:
«Μόνο στην Αθήνα υπολογίζονται σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές περίπου 40.000 ηρωινομανείς επί συνόλου 100.000 σε όλη την επικράτεια. Οι δρόμοι του Κέντρου κυρίως πλημμυρίζουν καθημερινά από εξαθλιωμένα ανθρώπινα ράκη που αναζητούν τη δόση τους. Κάθε εξαρτημένος χρειάζεται κατ’ ελάχιστον περίπου ένα με δύο γραμμάρια για την ημερήσια δόση του. Σήμερα οι τιμές της ηρωίνης στη μαύρη αγορά των ναρκωτικών κυμαίνονται μεταξύ 20 έως 25 ευρώ. Κάθε εξαρτημένος για να εξασφαλίσει τη δόση του χρειάζεται να πληρώσει κατ’ ελάχιστον 40 ευρώ ημερησίως ή περίπου 15.000 ευρώ τον χρόνο. Ο ετήσιος κύκλος εργασιών δηλαδή της μαύρης αγοράς μόνο της ηρωίνης και μόνο στην Αθήνα σε περίοδο κρίσης ανέρχεται σε 600 εκατ. ευρώ, ενώ αγγίζει το 1,5 δισ. ευρώ στο σύνολο της χώρας. Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι τα ποσά αυτά ξεπλένονται σε διάφορες νόμιμες δραστηριότητες. Το δε κόστος της απαγόρευσης για τους Ελληνες φορολογούμενους είναι ανυπολόγιστο, εάν λάβετε υπόψη σας ότι οι μισοί φυλακισμένοι της χώρας βρίσκονται στη φυλακή επειδή παραβίασαν αμέσως τον νόμο περί ναρκωτικών ή ετέλεσαν εγκληματικές ενέργειες προσπαθώντας να βρουν ναρκωτικά». (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 25/6/2011)
Με δεδομένα τα υπέρ και τα κατά της κάθε άποψης, είναι πράγματι πολύ δύσκολο να ισχυριστεί κανείς με βεβαιότητα ποια πολιτική ακριβώς πρέπει να ακολουθηθεί για την πάταξη της «μεγαλύτερης οικονομικής επιχείρησης» της εποχής μας, η οποία μάλιστα συνδυάζεται συνήθως και με άλλες δραστηριότητες, όπως ξέπλυμα χρήματος και λαθρεμπόριο όπλων και στην οποία συμμετέχουν από ανώτεροι κρατικοί λειτουργοί, πολιτικά πρόσωπα και μεγαλόσχημοι επιχειρηματίες, μέχρι σωφρονιστικοί υπάλληλοι. Το βέβαιο είναι ένα: Οι χρήστες πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ασθενείς και όχι ως εγκληματίες και είναι απαράδεκτο – στα πλαίσια του ελληνικού σωφρονιστικού συστήματος – να στοιβάζονται στα ίδια κελιά με τους κοινούς εγκληματίες, αντί να οδηγούνται σε Κέντρα Αποτοξίνωσης των φυλακών.
Στις φυλακές εξ άλλου – είναι κοινός τόπος – το trafficking ευδοκιμεί, με αποτέλεσμα το ίδιο το Κράτος τελικά να αναπαράγει τη νοσηρή αυτή εγκληματική πρακτική, ρίχνοντας στο στόμα του λύκου άτομα που χρειάζονται θεραπεία μάλλον παρά καταδίκη σε αργό θάνατο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου