Tης Χριστιαννας Λουπα Ήταν κάποτε μια μικρούλα πολιτεία, στη σκιά της Ακρόπολης χτισμένη, με τις γειτονιές της, τα σπιτάκια, τις αυλές της. Δεν ήταν όλοι καλοί, όπως σε καμία κοινωνία δεν είναι ποτέ, ούτε ζούσαν όλοι άνετα, υπήρχαν φτωχογειτονιές και γειτονιές πρωτοκλασάτες. Δεν ήταν εύκολοι οι καιροί, υπήρχαν και μίση και κακίες και διχόνοια – κατάλοιπα ενός βδελυρού εμφυλίου. Όμως, τα παιδιά έπαιζαν χαρούμενα στους δρόμους και τις αλάνες, τα γιασεμιά και το αγιόκλημα μοσχοβολούσαν στις αυλές, παρέες περπατούσαν τις νύχτες στους δρόμους τραγουδώντας, γλέντια γίνονταν στα σπίτια με λίγα εδέσματα και πολύ κέφι και οι πόρτες των σπιτιών έμεναν ξεκλείδωτες τη νύχτα.
Ύστερα ήρθε το τσιμέντο. Σταδιακά χάνονταν οι αυλές και οι αλάνες, τα παιδιά δεν είχαν πού να παίξουν κι οι φωνές τους έσβησαν από τους δρόμους, τα γιασεμιά εξαφανίστηκαν, το καυσαέριο μας έπνιξε, οι παρέες που τραγουδούσαν λιγόστεψαν κι η πόλη άλλαζε καθημερινά πρόσωπο.....
Μετά μπερδευτήκαμε. Δεν ξέραμε πια, ποιοι ήμασταν και πόσοι ήμασταν. Άνθρωποι από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, διαφόρων χρωμάτων και φυλών, κατέκλυσαν την πόλη μας. Άνθρωποι αξιολύπητοι και κακόμοιροι, ως επί το πλείστον, αναζητώντας στον ήλιο μοίρα, κατέφθασαν στην «ψωροκώσταινα», που φάνταζε επίγειος παράδεισος στα στερημένα μάτια τους. Οι περισσότεροι δουλεύουν ανασφάλιστοι, για ένα πενιχρό μεροκάματο. Ανάμεσά τους - αυτονόητο – ουκ ολίγοι αδίστακτοι εγκληματίες, ικανοί να μαχαιρώσουν μέχρι θανάτου για μια κάμερα.
Κατόπιν πλάκωσε το ΔΝΤ. Έπρεπε ίσως να το περιμέναμε, αφού το καράβι είχε σχεδόν βουλιάξει. Η δυσπραγία, οι περικοπές και τα αντιλαϊκά μέτρα μπαίνουν σε ένα μεγάλο καζάνι που βράζει, ερμητικά κλειστό. Αναζητούμε βαλβίδα αποσυμπίεσης. Θέλουμε οι υπαίτιοι να καθίσουν στο σκαμνί. Οι δρόμοι πλημμυρίζουν, τα ΜΑΤ αγριεύουν, σκοτώνονται άνθρωποι. Γίναμε όλοι αγρίμια.
«Μεγάλωσαν τα γένια μας η ψυχή μας αλλιώτεψε
αγριεμένο το σκυλί γαβγίζει τη φωνή του
βοήθα καλέ μου μη φαγωθούμε μεταξύ μας».*
Περιδιαβάζω στους δρόμους της κουρσεμένης πρωτεύουσας. Περιφέρομαι στην Ομόνοια, την Κυψέλη, τα Πατήσια. Αναζητώ Έλληνες. Όχι, δεν είμαι ακραίων απόψεων, δεν αναπολώ περασμένα μεγαλεία, δεν πάσχω από αρχαιολαγνεία, ούτε νιώθω μίσος για τις πατρίδες των άλλων. Τη δική μου πατρίδα ψάχνω. Την πόλη μου δεν αναγνωρίζω. Ένα λουλούδι αφήνω στην 3ης Σεπτεμβρίου για τον Μανώλη. Και φοβάμαι…
Φοβάμαι για τις μέρες που θα ‘ρθουν. Φοβάμαι για το αίμα που θα χυθεί επί δικαίων και αδίκων. Κι έρχεται πάλι μπροστά στα μάτια μου εκείνο το όραμα που με γεμίζει παραλυτικό τρόμο: Ορδές οργισμένων πολιτών - οπωσδήποτε τεχνηέντως κατευθυνόμενες - μην αντέχοντας άλλο να είναι όμηροι μέσα στην πόλη τους, αλλόφρονες με μαχαίρια και λοστούς στα χέρια, προπηλακίζουν αλλοεθνείς: εγκληματίες και οικογενειάρχες, παραβατικούς και φιλήσυχους. Κι όταν η αυτοδικία ξεκινήσει, γίνεται χείμαρρος ορμητικός και δεν ελέγχεται, ούτε πίσω γυρίζει.
ΔΕΝ θέλω να το δω αυτό! ΔΕΝ πρέπει να το δούμε αυτό! Ένας νεαρός από το Πακιστάν μαχαιρώθηκε μέχρι θανάτου τα ξημερώματα της Τετάρτης στα Πατήσια. Κάποιοι πέταξαν μολότοφ σε σπίτι Πακιστανών στον Άι -Γιάννη το Ρέντη. Επίσης , κάποιοι ξυλοκόπησαν μετανάστες στην πορεία της Πέμπτης. Οφθαλμόν αντί οφθαλμού; Τρίβουν τα χέρια τους τα κοράκια. Αθώοι θα πληρώσουν τα εγκλήματα της ελληνικής πολιτείας, της αβελτηρίας των ιθυνόντων, της διαφθοράς της αστυνομίας. Πόσο καλύτερα θα ήταν αλήθεια αν η τελευταία, αντί να επιδεικνύει τη βία της στις διαδηλώσεις, τη διοχέτευε στην πάταξη του εγκλήματος!
Ζούμε τις τελευταίες μέρες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Το ποτήρι ξεχειλίζει. Μέσα σε λίγες ώρες, ένας πατέρας μαχαιρωμένος, ένας μετανάστης δολοφονημένος, ένας 31χρονος ετοιμοθάνατος. Έστω και την ύστατη στιγμή, εσείς που κρατάτε τα ηνία αυτού του καταραμένου τόπου στα χέρια σας, κάντε κάτι! Δεν αντέχουμε άλλο αίμα! Δεν θέλουμε άλλα θύματα, απ’ όπου κι αν προέρχονται! Η ανθρώπινη ζωή είναι αδιαπραγμάτευτη αξία, που δεν υπόκειται σε ευτελή παζαρέματα και ποταπές μικροπολιτικές ευνουχισμένων εγκεφάλων. Θέλουμε την πόλη μας πίσω! Θέλουμε να ζούμε χωρίς φόβο! Ακούστε την κραυγή μας! Η Ελλάδα ψυχορραγεί. Η Αθήνα είναι κλινικά νεκρή. Η ζωή μας σε κώμα. Οι παλμοί αραιώνουν. Το οξυγόνο λιγοστεύει. Μόλις που προλαβαίνετε…
*«Χίλια μύρια κύματα μακριά τ’ Αϊβαλί», στίχοι: Κ.Χ. Μύρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου