Γκασμέντ Καπλάνι
με λένε Ευρώπη
εκδόσεις Λιβάνη Το νέο βιβλίο του Γκασμέντ Καπλάνι
Μετά τα Ημερολόγια συνόρων ο Γκασμέντ Καπλάνι συγγράφει ένα ακόμη προσωπικό οδοιπορικό-μαρτυρία, στο οποίο επιχειρεί να αποτυπώσει, με διαφορετικό τρόπο αυτή τη φορά, την προσωπική του εμπειρία ως οικονομικού, αρχικά, μετανάστη στην Ελλάδα, διανθισμένη με τις αφηγήσεις/μαρτυρίες άλλων μεταναστών. Οι μαρτυρίες που συναποτελούν τα κείμενα-αφηγήσεις μεταναστών είχαν δημοσιευτεί στα «Νέα», στη στήλη που κρατούσε ο συγγραφέας, και χρησιμοποιούνται για να αποκαλύψουν παραστατικά τις εμπειρίες και τα βιώματα των μεταναστών. Αναφέρονται στα προσωπικά τους οδοιπορικά για το πέρασμα των συνόρων αλλά και στις απόψεις τους για τη χώρα μας. Πολλοί τη θεωρούν πλέον πατρίδα, ιδιαίτερα τα παιδιά μεταναστών, οι λεγόμενοι μετανάστες δεύτερης γενιάς, που ακόμη δεν έχουν αποκτήσει έγγραφα αυτής της χώρας. Από τις 24 αφηγήσεις οι τέσσερις προέρχονται από έλληνες μετανάστες σε άλλες χώρες όπου βρέθηκαν, είτε λόγω της μετανάστευσης/ προσφυγιάς των γονιών τους είτε από προσωπική τους επιλογή.....
Η γεωγραφική τους κατανομή των αφηγητών/ αφηγητριών ποικίλλει και περιλαμβάνει τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα: Λατινική Αμερική, Αφρική, Μέση Ανατολή και Ασία, Αυστραλία. Η κεντρική πρωτοπρόσωπη αφήγηση αφορά τα έργα και τις ημέρες ενός αλβανού μετανάστη που επιστρέφει στα Τίρανα το 2041, για να γιορτάσει την Πρωτοχρονιά με κάποιους παλιούς συμμαθητές του. Τα Τίρανα, βεβαίως, δεν είναι τα Τίρανα που είχε γνωρίσει· είναι μια μεγαλούπολη που κοντεύει να ενωθεί με το Δυρράχιο, έχει πληθυσμό τριών εκατομμυρίων και έχει τσιμεντοποιηθεί πλήρως. Σ' αυτή την Αλβανία, λοιπόν, η οποία ανήκει εδώ και δεκαπέντε χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, ο κεντρικός ήρωας/ αφηγητής έρχεται αντιμέτωπος με πολλούς μετανάστες από χώρες του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου και την Κίνα. Συνειρμικά μεταφέρεται στα πρώτα χρόνια της δικής του μετανάστευσης -πριν από μία πεντηκονταετία- στην Ελλάδα και στις δυσκολίες που είχε αντιμετωπίσει με τη γλώσσα, την εύρεση εργασίας, τους Ελληνες, και στις προσπάθειες ενσωμάτωσής του στη νέα πατρίδα. Εξαρχής είναι φανερό ότι τον απασχολεί η σχέση του με την ελληνική γλώσσα, την οποία προσπαθεί να μάθει όσο καλύτερα μπορεί με διάφορους τρόπους, π.χ. αγοράζοντας αρχικά ένα ελληνογαλλικό λεξικό (τότε δεν υπήρχε ακόμη ελληνοαλβανικό), διαβάζοντας κατά σειρά τις λέξεις, λ.χ. λέξεις από Αλφα, σημειώνοντας εκφράσεις που συναντά, διαβάζοντας τίτλους βιβλίων κ.λπ. Οι προσπάθειές του θυμίζουν τη συγκινητική προσπάθεια που συναντάμε στην Αφήγηση της ζωής του Φρέντερικ Ντάγκλας, ενός Αμερικανού σκλάβου, όπου ο Ντάγκλας προσπαθούσε απεγνωσμένα να μάθει τα γράμματα του αλφαβήτου από τα ονόματα των πλοίων, αν και στην περίπτωση του ήρωα του με λένε Ευρώπη αυτή η προσπάθεια έχει ελαφρύτερο (χιουμοριστικό) χαρακτήρα, αφού το πρώτο ελληνικό βιβλίο που επιχειρεί να διαβάσει είναι Το τρομερό βήμα του Κ. Ταχτσή.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται αρχικά στην πρώτη σχέση του ήρωα/ αφηγητή/ νοούμενου συγγραφέα με μια Ελληνίδα, την Ευρώπη. Και οι δύο δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στη γλώσσα και την ετυμολογία των λέξεων, είναι εξάλλου φοιτητές της Φιλοσοφικής, ψάχνουν τις ομοιότητες (π.χ. nikokir, mavri, besa, qerrata) και τις διαφορές ανάμεσα στις δυο τους γλώσσες. Κάποια στιγμή που επισκέπτεται το σπίτι της Ευρώπης συναντά τη γιαγιά της, που την ακούει να μιλάει παλιά αλβανικά. «Οχι αλβανικά, α-ρ-β-αν-ί-τ-ι-κ-α», του αποκρίνεται η αγαπημένη του· ένας ακόμη μύθος καταρρίπτεται. Η σχέση του αφηγητή με την Ευρώπη τονώνεται από την κοινή τους αγάπη για τη θάλασσα, τη γλώσσα, την Αθήνα. Παρ' όλα αυτά εκείνο που ουσιαστικά τους συνδέει είναι η εσωτερική τους μοναξιά, μια και ο αφηγητής αναφέρει ότι από τους πρώτους μήνες της παραμονής του στην Αθήνα σιγοτραγουδούσε κάποιους στίχους ενός τραγουδιού του Θεοδωράκη: «Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανένα/ κι ούτε κανένας, κι ούτε κανένας με γνώριζε», δηλαδή το «Δρόμοι παλιοί» του Μανόλη Αναγνωστάκη. Ετσι η σχέση με την Ευρώπη αποκτά και συμβολικό χαρακτήρα: εκφράζει τη σχέση του αφηγητή με τη χώρα αλλά και τη συχνή μοναξιά των δύο χωρών μέσα στο ευρύτερο ευρωπαϊκό περιβάλλον.
Πέρα από την ερωτική σχέση ο αφηγητής περιγράφει αναλυτικά τις εμπειρίες του από τα διάφορα εργασιακά περιβάλλοντα στα οποία αναγκάστηκε να δουλέψει και τους τύπους των ανθρώπων που συναναστρεφόταν σε καθένα από αυτά μαζί με τις προκαταλήψεις που κουβαλούσαν. Δεν παραλείπει βέβαια να αναφέρει και τις δικές του προκαταλήψεις, μια και προερχόταν από μια εξαιρετικά συντηρητική -Αλβανία επί Χότζα- χώρα, τις οποίες σταδιακά ξεπερνά, λόγου χάριν τις απόψεις για τους ομοφυλόφιλους. Ωστόσο, ούτε η επαφή του με τους συμφοιτητές του τού αφήνει τις καλύτερες εντυπώσεις: «...μισούσαν τη λέξη "καπιταλισμός", αλλά λάτρευαν τα προϊόντα του. Ηταν σαν να μισούσαν το μαγαζί απ' όπου ψώνιζαν με μανία». Ταυτοχρόνως έρχεται σε επαφή και με άλλες πλευρές της καθημερινής, αλλά και «περιθωριακής», ζωής και των ηθών τής Αθήνας: τα πορνοσινεμά, τους τραβεστί, τα δημόσια φιλιά των ζευγαριών κ.ά.
Πέρα από τη γλώσσα, που είναι το κύριο μέλημά του, ο αφηγητής φανερώνει από την αρχή μια αναπτυγμένη αίσθηση του συγγραφικού του ρόλου. Ηδη από νωρίς μας έχει ενημερώσει πως: «Αφηγούμενος σε μια ξένη γλώσσα, ειδικά για πράγματα βιωματικά, νιώθεις σαν να έχεις αποκτήσει μια ασπίδα που σε προστατεύει από τη συντριβή και το αφόρητο βάρος των δικών σου βιωμάτων». Ταυτόχρονα βεβαίως κάποιες φορές αισθάνεται πως προδίδει τη μητρική του, η οποία στο ελληνικό περιβάλλον έχει ρόλο αποδιοπομπαίου τράγου, πράγμα που τον οδηγεί σε εύστοχες παρατηρήσεις: «Ο "Αλβανός" ήταν, κατά κάποιον τρόπο, ο βλάχος της σύγχρονης Ελλάδας. Μόνο που αυτός ο βλάχος δεν μιλούσε την ντοπιολαλιά του χωριού, αλλά αλβανικά. Ηταν η τέλεια ενσάρκωση της αβάσταχτης ομοιότητας του Αλλου».
Εντονη, σε πολλά σημεία, είναι η συγγραφική συνείδηση του αφηγητή, η οποία μοιάζει να τον απασχολεί εξίσου με τη γνώση της δεύτερης γλώσσας. «Νομίζω ότι το να γράφεις σε μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική σου αποτελεί παγίδα και προνόμιο μαζί. [...] προνόμιο διότι η σχέση μαζί της παραμένει μια σχέση μόνιμης περιέργειας. Δεν την παίρνεις ποτέ ως δεδομένη. Επειδή δεν σου δόθηκε. Την κατέκτησες». Αυτή μοιάζει να είναι και η απάντηση σ' ένα ερώτημα που είχε θέσει ο ίδιος νωρίτερα: «Το να γράφεις σε μια άλλη γλώσσα, δεν δηλώνει μια πράξη φυγής, μια πράξη έστω ασυνείδητης προδοσίας;», ήτοι στο ίδιο ερώτημα που παλαιότερα είχε βασανίσει και τους Ναμπόκοφ, Κόνραντ κ.ά. Πέρα όμως από τη γλώσσα της γραφής σχολιάζει και τους λόγους για τους οποίους γράφει κάποιος, όπως «Γράφεις γιατί πάντα σου λείπει κάτι, αλλά δεν ξέρεις τι...». Η συνέχεια, με προτάσεις που ακολουθούν την επαναληπτική χρήση τού «γράφεις», αλλά και ολόκληρο το 48ο κεφάλαιο θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα πρώτο μάθημα σε τμήμα δημιουργικής γραφής.
Η θέση του μετανάστη αναλύεται τόσο από τον αφηγητή, που την προσδιορίζει ως θέση αδυναμίας και έλλειψης σεβασμού και τη συμπυκνώνει στο: «Να απολογείσαι και για την αποτυχία και για την επιτυχία σου, γιατί δεν σου συγχωρούν ούτε το ένα ούτε το άλλο», όσο και από τις ενδιάθετες αφηγήσεις, όπως π.χ. του Σπύρου, από τη Νέα Υόρκη -με καταγωγή από την Ερεικούσσα-, ψυχιάτρου: «Τι είναι μετανάστης από την πλευρά του ψυχαναλυτή; Είναι κάποιος που αισθάνεται σαν ξένος στο δικό του σπίτι». Ωστόσο δεν επαναπαύεται στην αναφορά των όποιων ρατσιστικών διαθέσεων κάποιων συμπατριωτών μας, αλλά κεραυνοβολεί και την αντίστοιχη διάθεση ορισμένων ομοεθνών του: στο σήμερα μέσω της αφήγησης μιας μαύρης κοπέλας με φίλη αλβανικής καταγωγής που υφίσταται τον ρατσισμό της μητέρας της, και ειρωνικά στο κοντινό μέλλον, στα υποθετικά Τίρανα του 2041, βάζοντας στα χείλη ενός ξαδέλφου το παραφρασμένο σλόγκαν: «Αλβανός γεννιέσαι, δεν γίνεσαι». Επιπροσθέτως εκφράζει συχνά τις απόψεις στις οποίες έχει καταλήξει για τις ομοιότητες των λαών των Βαλκανίων, και ειδικότερα Ελλήνων και Αλβανών: «Ο βαλκανικός εθνικισμός είναι η επιβολή της διαφοράς εκεί που δεν υπάρχει. Είναι ο εθνικισμός των αδυνάτων και των φοβισμένων για την ταυτότητά τους» ή, αλλού, «...όταν η ανασφάλεια και τα συμπλέγματα του μικρού έθνους συνοδεύονται από μεγάλους μύθους που φτιάχνουν ένα τεράστιο Εγώ, η λέξη "αντίσταση" γίνεται η πεμπτουσία της εθνικής και κοινωνικής αφήγησης».
Το ύφος της γραφής ποικίλλει: εξομολογητικό, περιγραφικό, στοχαστικό, ειρωνικό και σατιρικό. Ετσι στο τέλος του βιβλίου μαθαίνουμε ότι η μελλοντική Αλβανία περνά μια οικονομική κρίση αντίστοιχη με αυτή της σημερινής Ελλάδας, αφού έχουν προηγηθεί κάποια έτη με «νεοαλβανικά ιδεώδη ευημερίας». Η σύνδεση του μέλλοντος με το παρόν είναι αρκετά επιτυχημένη καθώς και η πεποίθηση ότι οι πρόσφυγες, αφ' ενός, πάντα βρίσκουν τον τρόπο να ξεγελάσουν το καθεστώς από το οποίο φεύγουν και, αφ' ετέρου, πάντα θα υποβάλλονται σε πολλές δοκιμασίες (από μεταμφίεση μέχρι ακρωτηριασμό), στην προσπάθειά τους να φτιάξουν μια καινούρια ζωή στην οποιαδήποτε χώρα υποδοχής. Παρ' ότι η ιστορία του αφηγητή με την Ευρώπη ενίοτε ψευτίζει, ο βασικός κορμός του βιβλίου (γλώσσα-μετανάστευση) παραμένει δυνατός και πειστικός. Οι εξαιρετικές αφηγήσεις των μεταναστών συγκροτούν ένα «άλλο σώμα» μέσα στο σώμα της αφήγησης και δικαιώνουν το υφέρπον αίτημα για «δίκαιο του εδάφους» έναντι του «δικαίου του αίματος». Ενα βιβλίο που θα μπορούσε, έστω και αποσπασματικά, να χρησιμοποιηθεί στα σχολεία της χώρας. * Ελευθεροτυπία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου