Θάλασσα μέσα μου η σιωπή
βαθειά, λερή και μαύρη
κυλά απ’του νου μου την οπή
σα λάβα χύνεται καυτή
και τη καρδιά ανάβει.
βαθειά, λερή και μαύρη
κυλά απ’του νου μου την οπή
σα λάβα χύνεται καυτή
και τη καρδιά ανάβει.
Οι λέξεις μαραζώσανε
στη λησμονιά του λόγου,
δεν άντεξαν κι ενδώσανε
και στο γιατί ριζώσανε
του μάταιου τούτου ρόλου.
στη λησμονιά του λόγου,
δεν άντεξαν κι ενδώσανε
και στο γιατί ριζώσανε
του μάταιου τούτου ρόλου.
Λόγια σιωπής μα αντηχούν
στου νου μου τα θεμέλια,
κλαίνε κι αδιάκοπα θρηνούν
ανθρώπους-κούκλες σαν θα δουν
να ’χουν κλωστές στα χέρια.
Παραδομένος, στ’ αύριοστου νου μου τα θεμέλια,
κλαίνε κι αδιάκοπα θρηνούν
ανθρώπους-κούκλες σαν θα δουν
να ’χουν κλωστές στα χέρια.
το χέρι πάντα έτεινα,
μα μίσησα τον άγιο
ψάχνω να βρω απάγκιο
στο ξακουστό επέκεινα. Μάνος Ορφανουδάκης Ποιείν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου