Ή καλύτερα συμβαίνουν μονάχα σ' αυτούς που τα προσπαθούν. Στην Τυνησία στην Αίγυπτο και αλλαχού προσώρας. Για να έρθουν και βορειότερα τα θάματα, θα πρέπει να τα καλέσουμε και να τα προκαλέσουμε. Ζούμε άλλωστε στην εποχή του "συν Αθηνά και χείρα κίνει" όσο κι αν πρόκειται για μια αρχαία ρήση. Μα δε κουνιέται ούτε φύλο, εδώ πέρα-πολλώ δε μάλλον χείρα.
Μοιάζουμε με θεατές και σχολιαστές καταστάσεων που ζούνε άλλοι. Κατά βάθος λοιπόν πρέπει να πιστεύουμε "σε θάματα"-δεν εξηγείται διαφορετικά αυτή η απάθειά μας. Νομίζουμε πως μοιραίοι είναι μονάχα οι άλλοι, οι διπλανοί. Εμάς πιτεύουμε πως θα μας σώσει πιθανότατα ένα θάμα, ή και η Αθηνά αυτοπροσώπως, δίχως να χρειαστεί να κινήσουμε τη "χείρα" μας.
Όταν ο Κώστας Βάρναλης έγραφε τους μοιραίους του (1922!) αυτοί είχαν όνομα και ταυτότητα.... Σήμερα είμαστε όλοι μπερδεμένοι. Κάποιοι, μάταια μάλλον, προσπαθούν να εξηγήσουν:
Αν στον 19ο αιώνα ο Μαρξ μπορούσε να λέει ότι η πλειονότητα της ανθρωπότητας «δεν έχει τίποτα να χάσει εκτός από τις αλυσίδες της», σήμερα θα μπορούσαμε να πούμε ότι χωρίς αυτές τις αλυσίδες δεν θα έβρισκε τρόπο να επιβιώσει. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο όταν οι αλυσίδες σπάνε (απεργία στα μέσα μεταφοράς, διακοπή στην παροχή ηλεκτρικής ενέργειας, καθυστέρηση στον ανεφοδιασμό με τρόφιμα), όλοι ζητούν αμέσως την επανασυγκόλληση. Αυτή η απαίτηση είναι ο δείκτης όχι μόνον του βαθμού εξάρτησης κάθε ατόμου από τον κόσμο της τεχνικής και της παγκόσμιας οικονομίας αλλά και του βαθμού αυθόρμητης συνεργασίας, επομένως ομογενοποίησης και κομφορμισμού.
Ίσως να 'ναι και έτσι.
Μπορεί όμως και διαφορετικά. Ελπίζω τους ερευνητές και ιστορικούς του μέλλοντος να απασχολήσει, εκτός από την περιπέτεια που ζούμε τούτα τα χρόνια, και η ερμηνεία της απραξίας μας...
Μες την υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισιές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ'η παρέα πίναμ' εψες'
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.
Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ' άσωτ' ουρανού!
Ω! της αυγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!
Του ενός ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό'
τ' άλλου κοντόημερ' η γυναίκα
στο σπίτι λιώνει από χτικιό'
στο Παλαμήδι ο γιός του Μάζη
κ' η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.
- Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
- Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
- Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
- Φταίει πρώτ' απ' όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Κανένα στόμα
δεν το βρε και δεν το 'πε ακόμα.
Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας εύρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου