Τετάρτη 3 Νοεμβρίου 2010

Η ποιήτρια της θάλασσας

του Ηλία Σιαμέλα

Είναι η θαλασσινή ποιήτρια Γεωργία Δαλιανά, που με το βιβλίο της «Πάλι του Ανέμου», με ταξίδεψε ξανά στων πόντων τη ματωμένη αστροφεγγιά. Εκεί, πάνω στον πολύφερνο Άνεμο του λόγου της, θέλησα να χτίσω τούτο το σημείωμα, μια δέηση να κάνω στης ποίησης τον ευωδιαστό ουρανό.
Αυτή η ποιήτρια θεέ μου ας μου δώσει τη διέξοδο που αναζητώ, μήπως και βγω απ’ τον βόρβορο των χοίρων. Ο στίχος της ας απαλύνει τη ντροπή μου. Όπως μου γνέφει με το στημόνι της γραφής της, «Χρειάζεται τρυφερότητα για να ράψει κανείς νάνους…», κι εγώ από πολύ καιρό αυτή την τρυφερότητα την έχω χάσει. Με τους πολιτικούς που έμπλεξα, «Η γλώσσα μου έγινε μια χούφτα κόκαλα γι’ αυτό και τη φοβάμαι… Κάθε φωνή μας πια φοράει κατάσαρκα, χαρακιά από κλέφτες κι αστέρια…»...........
Να ποια είναι η Ελλάδα, που αναζητώ: Είναι εκείνη η απείθαρχη, που πλέκει το πένθιμο τραγούδι της στα «κάτοπτρα απ’ της αράχνης τον ιστό / με ένα ταξίδι σκοτεινό στις ρίζες» και πάνω ακόμη στον ανήφορο της ζωής, όπου «δεν υπάρχει χρόνος για ερμηνείες», κι όμως υψώνει στεντόρεια τη φωνή της όταν γίνονται, «οι ιδεολογίες εποχούμενες σαν τους πρεζάκηδες / οι πατρίδες σχεδόν τσουλήθρες…»
Είν’ η ελληνίδα ποιήτρια της θάλασσας, που ήρθε να λαξέψει την αποξηραμένη ψυχής μας, να την προικίσει με πρωτόγνωρους συναισθηματικούς ψιθύρους και σαν άλλη θεά Κύπριδα να μας προσφέρει αφειδώλευτα τα δώρα της τρυφερότητας, αλλά και να μας ζωγραφίσει τη μαύρη ανάσα του έγκλειστου ναυτεργάτη: «Σ’ ένα σημείωμα ταξίδι τελευταίο / με ποια δεσμά να χρωματίσω το παράπονο; / σε ποια κλωστή η χαραυγή με τη γαλήνη;»
Στίχοι πολύχρωμοι, ήχοι πρωτόγνωροι, ζαφείρια του λόγου, κρασάτα αστέρια πάνω απ’ την αλαφιασμένη αλισάχνη της πικροθάλασσας.
Προσπαθώ ν’ αγγίξω, πίσω απ’ των παλιών μου γνώριμων αγέρηδων το ουρλιαχτό, τις λυρικές απογειώσεις της ποιήτριας κι αφήνω τη φαντασία μου να επιστρέφει στα σιδερένια χρόνια, στα πελαγόθλιβα καράβια, σ’ εκείνα τα αργόσυρτα κουφάρια, σ’ εκείνες τις πλωτές φυλακές, όπου η ανθρώπινη μοναξιά μεταλλάσσεται σε «Ένα κύμα σκοτεινό» και ύπουλο, εκεί όπου δεν υπάρχει διέξοδος, εκεί όπου ο διάπυος θρόμβος της μελαγχολίας σε κάνει να βλαστημάς τη μοίρα σου και τη ζωή σου: «Έρημη τύχη γατζώθηκες στης λησμονιάς την πούλια / σταυρώθηκες διπλά / κι η θύμηση να σπάζει ακόμα άγρια θάλασσα στο στόμα».
Η λησμονιά, η εγκατάλειψη, είναι η χώρα του ναυτεργάτη. Εκεί ζυμώνεται με την πραγματική ζωή, τη στερημένη, εκεί όπου δεν υπάρχει η λογική, όπου ο κίνδυνος παίρνει πότε τη μορφή ενός πελώριου κύματος και πότε ενός παγόβουνου, που θυμίζει την ψυχρή φάτσα του ληστή – εφοπλιστή και τα φαλακρά μάτια του υποταχτικού καπετάνιου. Πουθενά μια «όχθη» να κρατηθείς, πουθενά μια γόνιμη ψυχή ν’ ακουμπήσεις: «Σώματα σαν έρημα σπίτια / κρεμάλες σαν βρεγμένο ψωμί / κι έπειτα η εικόνα / μοναξιά…»
Η Γεωργία Δαλιανά δεν ήρθε από το πουθενά. Δε βγήκε από κάποιο γραφείο στεριανό, για να μας πει της καρδιάς κάποιο παραμύθι . Ο στίχος της χτίστηκε με την αρμύρα της θάλασσας και στέριωσε πάνω στην απειλούμενη απ’ το μπότζι καρέκλα της ποντοπόρας Μαρκόνισσας. Αυτή η ποιήτρια είδε τον κόσμο με της «Αργούς» το μάτι. Τα λόγια της έχουν μέσα τους την αφροπλημμύρα της θάλασσας, είναι κύματα ρευματικά, σχηματικά ανόμοια και αμέτρητα, που ταρακουνάνε ασίγαστα την πλώρη της ψυχής μας. Όταν κοπάσει η τρικυμία γίνεται η ποιήτρια της στερημένης αγάπης: «να σε γυρίσω προσπαθώ / το πρώτο κύμα που θα ‘ρθει / χείλη ζεστά όπου σπαρτάρισε το φως…» Η Γεωργία Δαλιανά είναι ολόκληρη γεμάτη από φως και εικόνες, είναι η εκλεπτυσμένη θαλασσινή ύπαρξη που ξέρει να μεταπλάθει με τον χρωστήρα του λυγμού της, ακόμη και τα μελαγχολικά χρώματα του πελαγίσιου δειλινού: «Δειλινά σαν μαντίλια στο πέλαγος δειλινά / σαν φωνές ταραγμένες…»
Το βιβλίο της Δαλιανά μου ήρθε με το ταχυδρομείο, την ώρα που μέσα μου βασίλευε το σκοτάδι. Μόλις που είχα τελειώσει την ανάγνωση ενός βιβλίου του αγαπημένου μου συγγραφέα Χένρυ Μίλλερ και τ’ απαισιόδοξα λόγια του με είχαν μπήξει σαν παλούκι στο χώμα: «Ο σημερινός άνθρωπος απλώνεται στο πρόσωπο της γης οριζόντια, προς κάθε κατεύθυνση, σαν μύκητας, πνίγοντας και τις τελευταίες ακτίνες φωτός, και τις τελευταίες ελπίδες.»** Και να που ανάμεσα στο γεμάτο από μύκητες περιβάλλον, σ’ αυτή την αρρωστημένη από την πολιτική σύφιλη κοινωνία, σηκώθηκε η αύρα της θαλασσόβρεχτης ποιήτριας, για να μου δροσίσει τα σάπια σωθικά μου. Για να μου δείξει ότι το πνεύμα και η φωνή της ποίησης είναι φιλιά ζωής, ακτίνες φωτός κι αστέρια ελπίδας. Το συναίσθημα δε θα το ξεριζώσουν απ’ όλους τους ανθρώπους, δε θα μας κάνουν ζώα, δε θα μας κάνουν αχιβάδες. Έστω κι αν κάποιοι από μας αυτοκτονήσουμε από ντροπή και αηδία, ο ειρωνικός στίχος της Μαρκόνισσας πάντα θα φαντάζει σαν ένα άσβηστο επίγραμμα πάνω απ’ τον εγκόσμιο τάφο μας: «Διαθέτομεν μια σαλεμένη σχεδία / μια λάμα / Διαθέτομεν / Ο ουρανός δεν κλαίει για ένα αστέρι / για μια σβησμένη στάλα η βροχή…»
Καλά το ξέρω! Ότι και να κάνουν, όλους κι αν μας πουλήσουν, κι αν κάψουν και τα υπόλοιπα σπίτια μας, εδώ, πάνω στη «σαλεμένη σχεδία», που λέγεται Ελλάδα, θα βγει και πάλι από τον ουρανό ο χρυσαετός λευτερωμένος, για να μας δείξει τα φτερά της ποίησης και του αδιάλειπτου αγώνα.
Η Γεωργία Δαλιανά όμως δεν είναι μόνο ποιήτρια, είναι και μια εκφραστική ζωγράφος. Οι πίνακες που κοσμούν τούτο το πολύφερνο βιβλίο της, πετυχαίνουν το βάθεμα του στίχου, το δέσιμό του με το λάγγεμα των πολύτρεμων χορδών της όρασης, είναι ένα διάπυρο μάγμα συμβόλων, χρωμάτων κι αρμυρών συναισθημάτων, όπου οι λέξεις και οι εικόνες σμίγουν κι ερωτεύονται και που αδιάκοπα μας προτρέπουν να ερωτευτούμε κι εμείς με τη σειρά μας, τον πληγωμένο λυράρη κι επαναστάτη θεό που έχει μέσα της.

* όλοι οι χωρίς αστερίσκο και εντός εισαγωγικών στίχοι, είναι απ’ το βιβλίο της ποιήτριας: «Πάλι του Ανέμου».
** Χένρυ Μίλλερ: «Ο κολοσσός του Μαρουσιού, μετ. Μ. Δαφέρμος, εκδ. «Κάκτος»       Palmografos.com     

Δεν υπάρχουν σχόλια: