Τα τελευταία χρόνια οι Έλληνες διακατέχονται από το «σύνδρομο της Στοκχόλμης». Είναι πλέον σίγουρο ότι παρουσιάζουν έντονα συναισθήματα πιστής υπακοής, θαυμασμού, ταύτισης ή ακόμη και «αγάπης» απέναντι στον δυνάστη τους.
Φυσικά υφίστανται όλες οι συνθήκες που ευνοούν την ανάπτυξή του. Υπάρχει σαφής απειλή προς την σωματική ή ψυχολογική επιβίωση του θύματος και η σοβαρή πεποίθηση - φόβος ότι ο απαγωγέας μπορεί να εκπληρώσει την απειλή. Υπάρχουν επίσης και τα μικρά δείγματα «ευγενικής» συμπεριφοράς από τον δυνάστη προς το θύμα, όπως και η αδυναμία του θύματος να δραπετεύσει από την υπάρχουσα κατάσταση, διακατεχόμενο από την αίσθηση μίας διαρκής και σοβαρής απειλής προς την επιβίωσή του.
Το σύνδρομο αυτό είναι πιο πιθανό να εμφανιστεί στις μειονεκτούσες ομάδες και κυρίως στα άτομα με αναπηρία που είναι ανίκανα πολλές φορές να υπερασπιστούν την σωματική τους αλλά και την πνευματική τους «ακεραιότητα»....
Αυτό γίνεται εύκολα αναγνωρίσιμο από τον τρόπο με τον όποιο φέρονται στους δυνάστες τους είτε προέρχονται από τον «συνδικαλιστικό» τους χώρο, είτε από τον πολιτικό.
Ο φόβος που μεταλλάσσεται σε «αγάπη» θυμίζει κάτι από βασιλιά και υπηκόους που παρόλο που τους εκμεταλλεύεται αισχρά, με ένα χτύπημα στην πλάτη τους κάνει πειθήνια όργανα των επιθυμιών του και υπάκουους υπηρέτες των ορέξεων του.
Σ’ αυτό το συμπέρασμα κατέληξα μετά από πολλή σκέψη και προσπαθώντας να εξηγήσω κάπως τον αλλοπρόσαλλο τρόπο με τον οποίο φέρονται οι «υποτακτικοί πολίτες». Ο Σουηδός ψυχίατρος και εγκληματολόγος Nils Bejerot τα έχει εξηγήσει πολύ καλύτερα από το 1973.
Στην Ελλάδα του 2010, 37 χρόνια μετά την πρώτη εξήγηση του συνδρόμου οι κάτοικοι αυτής της χώρας εξακολουθούν να διακατέχονται από αυτό το σύνδρομο και να ψηφίζουν ή να στηρίζουν ακόμα, αυτούς που τους κρατούν ομήρους. Ακόμα και αν ο «απαγωγέας» τους, τους πίνει το αίμα ή τους εκμεταλλεύεται, αυτοί τον δικαιολογούν και δείχνουν αισθήματα «λατρείας» με την πρώτη «πέτσινη» υπόσχεση και το αναβόσβησμα του φακού που υποδηλώνει δήθεν ότι υπάρχει φως στο τούνελ.
Αυτοί που είναι άξιοι λύπησης πραγματικά είναι όσοι ανήκουν στις μειονεκτούσες ομάδες, που αντί να ορθώσουν ανάστημα γιατί δεν έχουν και πολλά να χάσουν, κρύβονται στις τρύπες τους και ψάχνουν μόνο έναν τρόπο προσέγγισης του δυνάστη μπας και δεχτούν το χτύπημα στην πλάτη. Πράγματι η κατάσταση έχει πλέον ξεφύγει από όλα τα κοινωνιολογικά, ψυχιατρικά και πολιτικά δεδομένα. Έχει γίνει πλέον γελοία και δραματική συνάμα.
Είναι πράγματι άξιο απορίας πως σε μία χώρα με τόσο επαναστατικό λαό τόσοι πολλοί άνθρωποι ζουν σε μία ομαδική παράνοια. Αλλά θα μου πείτε «εδώ οι απόγονοι των Βίκινγκς την πάτησαν, ορισμένοι απόγονοι του Εφιάλτη δεν θα το κάνουν;»
Φυσικά υφίστανται όλες οι συνθήκες που ευνοούν την ανάπτυξή του. Υπάρχει σαφής απειλή προς την σωματική ή ψυχολογική επιβίωση του θύματος και η σοβαρή πεποίθηση - φόβος ότι ο απαγωγέας μπορεί να εκπληρώσει την απειλή. Υπάρχουν επίσης και τα μικρά δείγματα «ευγενικής» συμπεριφοράς από τον δυνάστη προς το θύμα, όπως και η αδυναμία του θύματος να δραπετεύσει από την υπάρχουσα κατάσταση, διακατεχόμενο από την αίσθηση μίας διαρκής και σοβαρής απειλής προς την επιβίωσή του.
Το σύνδρομο αυτό είναι πιο πιθανό να εμφανιστεί στις μειονεκτούσες ομάδες και κυρίως στα άτομα με αναπηρία που είναι ανίκανα πολλές φορές να υπερασπιστούν την σωματική τους αλλά και την πνευματική τους «ακεραιότητα»....
Αυτό γίνεται εύκολα αναγνωρίσιμο από τον τρόπο με τον όποιο φέρονται στους δυνάστες τους είτε προέρχονται από τον «συνδικαλιστικό» τους χώρο, είτε από τον πολιτικό.
Ο φόβος που μεταλλάσσεται σε «αγάπη» θυμίζει κάτι από βασιλιά και υπηκόους που παρόλο που τους εκμεταλλεύεται αισχρά, με ένα χτύπημα στην πλάτη τους κάνει πειθήνια όργανα των επιθυμιών του και υπάκουους υπηρέτες των ορέξεων του.
Σ’ αυτό το συμπέρασμα κατέληξα μετά από πολλή σκέψη και προσπαθώντας να εξηγήσω κάπως τον αλλοπρόσαλλο τρόπο με τον οποίο φέρονται οι «υποτακτικοί πολίτες». Ο Σουηδός ψυχίατρος και εγκληματολόγος Nils Bejerot τα έχει εξηγήσει πολύ καλύτερα από το 1973.
Στην Ελλάδα του 2010, 37 χρόνια μετά την πρώτη εξήγηση του συνδρόμου οι κάτοικοι αυτής της χώρας εξακολουθούν να διακατέχονται από αυτό το σύνδρομο και να ψηφίζουν ή να στηρίζουν ακόμα, αυτούς που τους κρατούν ομήρους. Ακόμα και αν ο «απαγωγέας» τους, τους πίνει το αίμα ή τους εκμεταλλεύεται, αυτοί τον δικαιολογούν και δείχνουν αισθήματα «λατρείας» με την πρώτη «πέτσινη» υπόσχεση και το αναβόσβησμα του φακού που υποδηλώνει δήθεν ότι υπάρχει φως στο τούνελ.
Αυτοί που είναι άξιοι λύπησης πραγματικά είναι όσοι ανήκουν στις μειονεκτούσες ομάδες, που αντί να ορθώσουν ανάστημα γιατί δεν έχουν και πολλά να χάσουν, κρύβονται στις τρύπες τους και ψάχνουν μόνο έναν τρόπο προσέγγισης του δυνάστη μπας και δεχτούν το χτύπημα στην πλάτη. Πράγματι η κατάσταση έχει πλέον ξεφύγει από όλα τα κοινωνιολογικά, ψυχιατρικά και πολιτικά δεδομένα. Έχει γίνει πλέον γελοία και δραματική συνάμα.
Είναι πράγματι άξιο απορίας πως σε μία χώρα με τόσο επαναστατικό λαό τόσοι πολλοί άνθρωποι ζουν σε μία ομαδική παράνοια. Αλλά θα μου πείτε «εδώ οι απόγονοι των Βίκινγκς την πάτησαν, ορισμένοι απόγονοι του Εφιάλτη δεν θα το κάνουν;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου