Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

Φασισμός: Αναζητώντας τη φωλιά του φιδιού

Παναγιώτης Μαυροειδής*   Πολλά τα έργα ιστορικών που αποτιμούν την πορεία της ακροδεξιάς στην Ευρώπη. Στα περισσότερα από αυτά,  αναφερόταν σχεδόν μονότονα μέχρι πρότινος,  ότι η Ελλάδα και οι χώρες της Ιβηρικής Χερσονήσου, αποτελούσαν εξαίρεση στην τάση ανάδυσης και ισχυροποίησης ειδικά των νεο-φασιστικών και νέο-ναζιστικών ρευμάτων.
Σήμερα, η ελληνική κοινωνία, με τρόμο, έκπληξη, ανησυχία ή υποκρισία κατά περίπτωση, διαπιστώνει την εφιαλτική και ισχυρή παρουσία της πλέον αντιδραστικής και βίαιης εκδοχής του νέο-ναζισμού που εμφανίστηκε ποτέ στις χώρες της Ευρώπης.
Ας «ανοίξουμε την εικόνα» χρονικά και κυριολεκτικά....

Μετά την αντιφασιστική νίκη στο Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, το φασιστικό ρεύμα, σε διάφορες εκδοχές, επεχείρησε την ανασυγκρότησή του, σε όλες  σχεδόν τις χώρες. Τα παραδείγματα της Γαλλίας και της Ιταλίας ήταν τα πλέον χαρακτηριστικά, τόσο  από την άποψη της σχετικά μαζικής απήχησης αυτών των προσπαθειών, αλλά και σε ότι αφορά τις ιδεολογικές πολιτικές διεργασίες αναδιαμόρφωσης των μισανθρωπικών αυτών δοξασιών.
Δεν ήταν μια επιχείρηση εύκολη. Την επόμενη κιόλας μέρα της λήξης του πολέμου, με την εισαγωγή στον «ψυχρό πόλεμο» και την σταυροφορία του «ελεύθερου (καπιταλιστικού) κόσμου», ενάντια στο «σιδηρούν παραπέτασμα» του κομμουνισμού, οι νέο-φασίστες έβρισκαν ένα συνδετικό κρίκο με τις αστικές δημοκρατίες με τις οποίες είχαν αντιπαρατεθεί και βρεθεί στο περιθώριό τους ή και εκτός νόμου: Μπορούσαν να «πουλήσουν» αδιάλλακτη, συνεπή και συχνά βίαιη αντικομμουνιστική δράση. Επεδίωκαν με αυτό τον κρίκο,  από τη μια την ανοχή και την επικοινωνία με την συντηρητική κοινοβουλευτική δεξιά  και από την άλλη το ροκάνισμά της, καταγγέλλοντας την «προδοσία» της «ειρηνικής συνύπαρξης» με την κομμουνιστική ανατολή και την «ανοχή» στα κομμουνιστικά κόμματα της Δύσης.
Υπήρχαν όμως και δύο μεγάλα αγκάθια.
Η ανοιχτή συνεργασία των φασιστών σε κάθε χώρα με τους εισβολείς της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας, ο γνωστός ‘’δοσιλογισμός’’, ερχόταν σε αντίθεση με αυτές ακόμη τις παραδοσιακές εθνικιστικές αξίες του αστικού κόσμου σε κάθε χώρα. Ο καταγγελλόμενος κίνδυνος   ‘’προδοσίας’’ των κομμουνιστών  εξ αιτίας του διεθνισμού τους, προσέκρουε στην πραγματικότητα της εθνικής αντίστασης στους καταχτητές σε κάθε χώρα, της οποίας αποτέλεσαν σχεδόν παντού την ψυχή. Αντίθετα, οι ‘’γερμανο-ντυμένοι’’ φασίστες, δύσκολα μπορούσαν να ξεφορτωθούν το στίγμα του προδότη.
Αν όμως αυτό μπορούσε να αποδοθεί στην αντιπαράθεση ζωής και θανάτου   ή και στην ‘’κόκκινη τρομοκρατία’’ σε κάθε χώρα, τι απάντηση μπορούσε να αποδοθεί για το ολοκαύτωμα, που ενορχηστρώθηκε με γερμανική τελειότητα, όχι υπό καθεστώς απειλής, αλλά σε συνθήκες υπεροχής και τεκμηριώθηκε ως επιλογή;
Το ρεύμα του ‘’ιστορικού αναθεωρητισμού’’, που καμιά σχέση δεν έχει με την εγγενή και συνεχή ανάγκη για ανασκάλεμα της ιστορίας, συνδέθηκε σε μεγάλο βαθμό με την προσπάθεια εξάλειψης ακριβώς αυτών των δύο στιγμάτων. Με απλά λόγια: Ο δοσιλογισμός αφορούσε τη στάση κάποιων ατόμων ή μη αντιπροσωπευτικών ομάδων και πάντα στο πλαίσιο ενός εμφυλίου πολέμου που επέβαλε η κομμουνιστική αριστερά όντας στρατευμένη στην επανάσταση και στο πλευρό της Σοβιετικής Ένωσης. Το δε έγκλημα του ολοκαυτώματος, στο βαθμό που υπήρξε, δεν ξεπερνούσε σε βαρβαρότητα τις συνήθεις φρικαλεότητες οποιουδήποτε πολέμου και σίγουρα δεν επρόκειτο για πιο απάνθρωπες πράξεις από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς της Δρέσδης ή τη ρίψη των ατομικών βομβών στο Ναγκασάκι και την Χιροσίμα.
Πάνω από μισό αιώνα ο αστικός κόσμος και όχι μόνο η ακροδεξιά, μέσα από την από-ενοχοποίηση του ναζισμού και των ναζιστών και με στόχο την επαν-ενσωμάτωσή τους στην πολιτική ζωή, επιδιώκει να στεριώσει αυτό που εισπράττουμε σήμερα ως ‘’θεωρία των δύο άκρων’’ ή δίδυμη καταγγελία  των ‘’εγκλημάτων ναζισμού και κομμουνισμού’’ ή ‘’του Χίτλερ και του Στάλιν’’.
Τα φασιστικά ρεύματα είχαν ωστόσο πάντα και αυτοτελή δικά τους προτάγματα με βαθιές ιστορικές ρίζες στην Ευρώπη. Οι υπερ-συντηρητικές αναζητήσεις  για μια  ισχυρή εξουσία και έθνος φρούριο έναντι του εκφυλισμού της δημοκρατίας και εξωτερικών απειλών, μια κλειστή κοινωνία έναντι όλων των απειλών και μια καθαρή ταυτότητα ως προϋπόθεση συνοχής, αναβίωναν ιδιαίτερα στο μεταίχμιο των μεγάλων οικονομικών και πολιτικών αλλαγών.
Το τρίπτυχο ‘’μετανάστευση, ανασφάλεια, ανεργία’’ ήταν πάντα η βασική τροφή της άκρας δεξιάς, ιδιαίτερα πάνω στις ιστορικές τομές της βιομηχανικής επανάστασης και της μεγάλης κρίσης του 1929 που κλόνισε την εικόνα της ευημερίας στον ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο.
Η ίδια ατζέντα είναι και σήμερα στην ημερήσια διάταξη.
Αν κάνει όμως κανείς τον κόπο να μελετήσει τη διαχρονική εξέλιξη των αντιλήψεων όσων στηρίζουν τις νεοφασιστικές ομάδες ή έστω την ανάλυση διαφόρων δημοσκοπικών μελετών, θα διαπιστώσει και άλλα πράγματα. Δεσπόζουν σήμερα θέματα όπως η καταδίκη της διαφθοράς και των πολιτικών γενικά, η ανάγκη να μπει τέρμα στην παρακμή των αξιών, η διαφύλαξη της εθνικής πολιτισμικής ταυτότητας, η απόρριψη της παγκοσμιοποίησης, η εργασιακή ανασφάλεια. Το ζήτημα της ασφάλειας και της μετανάστευσης, παρά τον ντόρο των φανατικών φασιστών, είναι σχετικά χαμηλά.
Με όλη τη σχετικότητα που έχουν αυτές οι διαπιστώσεις, είναι ανάγκη να συνειδητοποιηθεί ότι η ανα-διαμόρφωση της ατζέντας, συνήθως συνοδευόμενη και από φραστική αποκήρυξη του ναζισμού και του Χίτλερ, οδηγεί σε μια θεματολογία φασιστικού ακτιβισμού πάνω σε απτά θέματα της καθημερινής ζωής.
Ειδικά, μετά την δεκαετία του 1970, διαμορφώνεται ένα νέο τοπίο, το οποίο χαρακτηρίζεται από τα εξής στοιχεία.
Πρώτο: Οι ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες είτε βρίσκονται σε κρίση είτε επιβραδύνουν τους ρυθμούς ανάπτυξης, δημιουργώντας όλο και μεγαλύτερες ζώνες ανεργίας, αλλά και ανασφαλούς ή μισής  μίζερης εργασίας.
Δεύτερο: Ο κοινοβουλευτισμός και γενικά οι θεσμοί της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, απογυμνώνονται από το περίβλημα του αδέκαστου διαχειριστή και φανερώνουν μια εικόνα απίστευτης διαφθοράς, στην υπηρεσία των μεγάλων οικονομικών δυνάμεων σε κάθε χώρα ή και των συμφερόντων πολυεθνικών ομίλων.
Τρίτο: Η αναπτυσσόμενη διαδικασία της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, καθώς και οι περιφερειακές καπιταλιστικές ολοκληρώσεις, δυναμιτίζουν το ρόλο της πλειονότητας των εθνικών κρατών, περιορίζοντας ταυτόχρονα τα πεδία της έστω δυνητικής λαϊκής επίδρασης, πόσω μάλλον της  κυριαρχίας πάνω στην πορεία τους. Στην  Ευρώπη, με τη διαρκή αντιδραστική πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι εξελίξεις  σφραγίζονται όλο και περισσότερο από αυτό το στοιχείο.
Τέταρτο: Η κατάρρευση των χωρών του πάλαι ποτέ ‘’υπαρκτού σοσιαλισμού’’, μαζί με τη δίδυμη υποχώρηση του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος σε ανατολή και δύση, σε συνδυασμό και με την κρίση και πλήρη αστική μετάλλαξη της σοσιαλδημοκρατίας, διαμορφώνουν ένα νέο συσχετισμό στο επίπεδο των αξιών και των ιδεών.
Θα μπορούσαν τα παραπάνω τέσσερα στοιχεία, μαζί και με άλλες πλευρές του ολοκληρωτικού καπιταλισμού της εποχής μας, να αποτελέσουν τη βάση για παραπέρα βάθεμα της συζήτησης, σε συνδυασμό και με μια προσέγγιση αυτοκριτικής και ταυτόχρονα απαίτησης για απαντήσεις από την αριστερά και όχι περιορισμό σε διαπιστώσεις.
Για την ερμηνεία του φασιστικού φαινομένου, είναι συνηθισμένη η καταφυγή στο σχήμα ‘’είναι γέννημα της καπιταλιστικής κρίσης’’ και ειδικά για την Ελλάδα, ‘’πρόκειται για αποτέλεσμα των μνημονίων’’, εννοώντας την κοινωνική απόγνωση που έχει δημιουργηθεί.
Θα πρέπει ωστόσο, θαρραλέα να αναρωτηθούμε για ποιους λόγους η κοινωνική δυσφορία μεταφράζεται σε υποστήριξη νέο-ναζιστικών οργανώσεων, συχνά και με ανοιχτή εγκληματική δράση, όπως η Χρυσή Αυγή και όχι όσο θα θέλαμε σε μια στροφή προς την αριστερά και ειδικά την αντικαπιταλιστική.
Η ίδια η διαρκής  ύπαρξη και επίκληση της κρίσης του καπιταλισμού, με τις όλο και πιο βαριές συνέπειες για την εργατική τάξη και την κοινωνία, μήπως υπογραμμίζει και την κρίση και συνάμα την αδυναμία της εναλλακτικής προοπτικής της κοινωνικής χειραφέτησης απέναντι στον καπιταλισμό;
Μιλά όμως και πράττει η αριστερά ενάντια στον καπιταλισμό και με ποιο τρόπο; Θέτει επί τάπητος το ζήτημα μιας απτής, αλλά και βαθειάς κριτικής και διαπραγματεύεται πράγματι το ζήτημα μιας άλλης προοπτικής ενάντια και έξω από τον καπιταλισμό;
Αν κοιτάξουμε με ιστορικό τρόπο τα ερώτημα αυτό, θα δούμε  κάποια όχι και τόσο ενθαρρυντικά μηνύματα.
Η 25ετία 1945-1970 αποτέλεσε περίοδο καπιταλιστικής ανάπτυξης μετά την καταστροφή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με την εγκαθίδρυση του κράτους πρόνοιας και των τεϊλορικών μοντέλων εκμετάλλευσης και απόσπασης σχετικής υπεραξίας. Με δυνατότητες αλλά και ανάγκη «παραχωρήσεων» προς την εργατική τάξη, λόγω ανόδου του κινήματός της και της παραγωγικότητας της εργασίας. Σε μεγάλο βαθμό, η Αριστερά θεώρησε αυτή την περίοδο ως την αιώνια και σχετικά αδιατάρακτη μορφή της σύγχρονης κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας. Ομολογημένα ή όχι, σχεδιασμένα ή ντε φάκτο, προσάρμοσε τη δράση της όχι στην ανατροπή του καπιταλισμού, αλλά στη διεκδίκηση, με διαπραγμάτευση ή/και αγώνα, ενός «κοινωνικού συμβολαίου», με κατοχύρωση βασικών εργατικών δικαιωμάτων αλλά διατήρηση της εκμεταλλευτικής τάξης πραγμάτων.
Ειδικά μετά την καπιταλιστική κρίση του 1973, καταγράφηκε η αδυναμία του εργατικού κομμουνιστικού κινήματος να απαντήσει στις οικονομικές και πολιτικές κρίσεις του καπιταλισμού, αλλά και στις ποιοτικές τομές διαμόρφωσης του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Φάνηκε καθαρά η έλλειψη μιας πολιτικής στρατηγικής ικανής να μετασχηματίσει την κοινωνική δυσαρέσκεια σε μάχιμη πολιτική αντιπαράθεση κατά του συστήματος.
Η  ιστορική  κριτική  του  καπιταλισμού,  όπως αυτή αναπτύχθηκε από το μαρξισμό  και  τη  συνολική  πολιτική  πρακτική  του εργατικού κινήματος, αντικαταστάθηκε από μια κριτική των ατελειών και των αδυναμιών του. Από μια συνακόλουθη πολιτική γραμμή σταδιακών και συχνά οριακών μεταρρυθμίσεων, συνοδευμένη ή από τον ευρωκομμουνιστικό δρόμο προς το «σοσιαλισμό με ελευθερία και δημοκρατία»  ή από τις ανέξοδες κομμουνιστικές διακηρύξεις του ‘’ορθόδοξου’’ κομμουνιστικού κινήματος.
Στη ∆ύση το «κοινωνικό συμβόλαιο» είχε ως πρωτεργάτη τη σοσιαλδημοκρατία και το συνδικαλιστικό κίνημα, με σταδιακή ένταξη και των Κομμουνιστικών Κομμάτων. Στην ανατολική Ευρώπη, το αντίστοιχο «κοινωνικό συμβόλαιο»  είχε  ως  υπόβαθρο  τις  κατακτήσεις  της  Οκτωβριανής Επανάστασης, αλλά και ως στόχο την πολιτική  περιθωριοποίηση  των  εργαζομένων και την εκμετάλλευση της εργασίας τους με τα ίδια πρότυπα με τον καπιταλισμό της ∆ύσης (τεϊλορισμός, μονοπρόσωπη διεύθυνση, αποθέωση παραγωγικότητας, μισθολογικές  διαφορές  και  πριμ  κ.λπ.),  προς όφελος των νέων αρχουσών εκμεταλλευτικών τάξεων και στρωμάτων. Η γραμμή της «ειρηνικής συνύπαρξης», της αντικατάστασης της αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας σε διεθνές επίπεδο από την αντίθεση/συνύπαρξη καπιταλιστικού και «σοσιαλιστικού στρατοπέδου» στερέωνε και ένωνε τα «κοινωνικά συμβόλαια» σε Ανατολή και ∆ύση.
Στο στάδιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, παρατηρείται μια ταυτόχρονη ανάπτυξη τόσο  των ‘’αρχέγονων’’ εγγενών κρισιακών του χαρακτηριστικών  του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, όσο και της τάσης του να γίνεται όλο και πιο επιθετικός και  εκμεταλλευτικός, ειδικά προς τις νέες βάρδιες της εργατικής τάξης. Ωστόσο, η κομμουνιστική Αριστερά, ειδικά στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, παρέμενε αγκιστρωμένη στην αυταπάτη της διατήρησης των συσχετισμών της προηγούμενης περιόδου και μάλιστα για ορισμένα μόνο τμήματα της εργατικής τάξης. Ο αντιδραστικός μετασχηματισμός της εργασίας και των εργασιακών σχέσεων, η κατάπνιξη όλων των απελευθερωτικών δυνατοτήτων σε ένα όλο και πιο δεσποτικό πλαίσιο της ιδιωτικής μονοπωλιακής ιδιοκτησίας έμεναν σταδιακά έξω από την οπτική της Αριστεράς, η οποία επέμενε να εστιάζει την προσοχή της στα πεδία της διανομής και της κυκλοφορίας και μάλιστα με διχασμό του κοινωνικοοικονομικού και του πολιτικού αγώνα.
Μαζί με την βασική οικονομική και κοινωνική δομή του σύγχρονου καπιταλισμού, έχει αλλάξει δραματικά και το πολιτικό του σύστημα. Αυτό δεν αφορά μόνο τα κοινοβούλια και τις μορφές διακυβέρνησης. Από τον τρόπο διοίκησης των Δήμων έως τα συνδικάτα και από τα πολιτικά κόμματα της εργατικής τάξης ως τις μορφές συσπείρωσης της νεολαίας, έχουν έρθει τα πάνω κάτω. Πιο σωστά, τα ‘’πάνω’’ έχουν ανέβει ακόμη ‘’πιο πάνω’’, εγκαθιστώντας προοδευτικά μια σύγχρονη μορφή κοινοβουλευτικής απολυταρχίας και αναπτύσσοντας οργουελιανές πρακτικές ελέγχου της συμπεριφοράς και της σκέψης.
Η προσπάθεια ανάταξης της  καπιταλιστικής κρίσης από τις δυνάμεις του κεφαλαίου, μέσα από δρόμους όπως ο νεοφιλελευθερισμός, οδηγεί σε ένα πολυτεμαχισμό της κοινωνίας. Ένα μεγάλο  τμήμα  εργαζομένων καθίσταται όχι απλά άνεργο, αλλά άχρηστο και απόβλητο. Οι υπόλοιποι δουλεύουν με όλο και πιο άσχημες εργασιακές σχέσεις, πάντα υπό την απειλή των πρώτων. Οι δομές που στο παρελθόν χρησίμευαν ως αναφορές ή ως χώροι κοινωνικότητας και μέσα κοινωνικής και πολιτικής δράσης, έχουν δεχθεί πολύ μεγάλο πλήγμα.
Η αίσθηση του ‘’ανήκειν’’ σε ένα ομοιογενή κοινωνικό χώρο, έχει θρυμματιστεί μέσω των αλλεπάλληλων αντεργατικών τομών στις εργασιακές σχέσεις και την προοδευτική κατάργηση των δομών πρόνοιας. Η μαγική εικόνα του working class hero, όπως αποδιδόταν παραστατικά στη βρετανική φιλολογία, έχει ξεθωριάσει.  Ταυτόχρονα, η αισιοδοξία και σχετική ασφάλεια που αναδείκνυε η ένταξη σε ένα ορατό πολιτικό ρεύμα άλλης προοπτικής, μετά τις καταρρεύσεις του 89-90, σε μεγάλο βαθμό υποχώρησε.
Η πολυδιάσπαση της εργατικής τάξης, μαζί με την συντριβή των μικροαστικών στρωμάτων και των αγροτικών πληθυσμών, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα σε όλη την Ευρώπη, αν και όχι ταυτόχρονα, διαλύει τις παλιές ταυτότητες. Το χτύπημα είναι  σε πολλά μέτωπα. Το μήνυμα, βοηθούσης και της αστικής προπαγανδιστικής μηχανής που συμπληρώνει τεχνητά και ότι ακόμη δεν έχει επιτευχθεί υλικά, είναι σαφές:  Δεν ανήκεις σε μια τάξη, δεν έχεις ταξικά αδέλφια. Δεν υπάρχει πολιτική οικογένεια, πολιτικό ρεύμα που να σε αντιπροσωπεύει, ειδικά από άποψη προοπτικής. Και δεν υπάρχει σύστημα αξιών και ιδεών με κανονικότητες και «νόμους» που να μπορεί να συγκροτήσει μια άλλη αφήγηση, ένα άλλο δρόμο, μια άλλη ζωή με ένα διαφορετικό και ανθρώπινο νόημα. Είσαι μόνος…
Αυτό το τελευταίο είναι το πλέον ανυπόφορο. Ακριβώς αυτή η αίσθηση της εγκατάλειψης. Για κάθε άνθρωπο, πολύ περισσότερο για αυτόν που δεν έχει δουλειά, φαγητό ή σπίτι.
Είναι το πιο κατάλληλο έδαφος για την εκ νέου ανακάλυψη, την επιστροφή σε παλιές εντάξεις και αισθήσεις του ανήκειν. Υπερτιμάται  ή ένταξη σε ένα έθνος κράτος. Ή ακόμη πιο περιοριστικά η ένταξη σε μια περιοχή (με πιο χαρακτηριστική την περίπτωση των Λεγκών του Βορρά σε τόσες περιοχές της Ιταλίας) ή σε διαφορετικές  εθνότητες στο πλαίσιο κυρίαρχων κρατών (χαρακτηριστικές οι περιπτώσεις της Ισπανίας, του Βελγίου, αλλά και της Μεγάλης Βρετανίας). Για να μη μιλήσουμε για τον πολλαπλασιασμό των κρατών στην ανατολική Ευρώπη, με ρυθμούς αμοιβάδας. 
Με ανάλογο τρόπο φουντώνει ο θρησκευτικός ριζοσπαστισμός, που κάθε άλλο παρά περιορίζεται στον μουσουλμανικό κόσμο. Ταυτόχρονα υπάρχει ισχυρή τάση για καταφυγή στον προστατευτικό θεσμό της οικογένειας με την επιστροφή παραδοσιακών συντηρητικών αξιών. Και άλλες όμως ταυτότητες αναδύονται, αναβαθμίζονται και καμία φορά γίνονται και κυρίαρχες για αυτούς που τις αποδέχονται (μουσικά ρεύματα, ποδοσφαιρικές ομάδες κ.α.)
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, ας αναλογιστούμε κατά πόσο είναι αντίστοιχα της εποχής και της νέας πραγματικότητας, πολιτικά καλέσματα της αριστεράς του τύπου: ‘’Γράψου στο συνδικάτο σου, οργανώσου στο κόμμα σου, στήριξε τις καταχτήσεις σου, ψήφισε τους ανθρώπους σου, υπεράσπισε τους θεσμούς δημοκρατίας και ανέμενε καλύτερες μέρες’’. Ορθά πράγματα, που όμως δεν σημαίνουν και πολλά σήμερα, ειδικά για τον απόβλητο κόσμο από τη διαδικασία του καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού. Η αριστερά στην Ευρώπη, αντί να θέσει στο κέντρο της προσοχής της την ενότητα της εργατικής τάξης, μέσα από μια ανάπλαση μορφών οργάνωσης, στόχων και πρακτικών διεκδίκησης που θα συγκροτούσαν ένα αναγεννημένο εργατικό κίνημα, διάβασε τη νέα πραγματικότητα ανάποδα: ‘’Δεν υπάρχει εργατική τάξη ή στο βαθμό που υπάρχει πρέπει κυρίως να δούμε το ζήτημα των συμμαχιών της με άλλα στρώματα’’.
Η ανάπτυξη της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, η εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περιορίζουν την ξεχωριστή ισχύ των εθνών-κρατών, αλλά και των καταχτήσεων που υπήρχαν στο πλαίσιό τους. Όταν όλη η Ευρώπη ορίζεται εργασιακά από μια οδηγία Μπολκεστάιν ή όταν οι προϋπολογισμοί των κρατών και συνεπώς και άρα οι συντάξεις και οι δαπάνες για δαπάνες και υγεία, καθορίζονται από την ΕΕ, συμμέτοχος ποιας δημοκρατίας είναι ένας πολίτης; Πόσο μπορεί να επηρεάσει την εργατική νομοθεσία μέσα από μια συνδικαλιστική δράση ή την κατεύθυνση της κυβερνητικής πολιτικής μέσα από τον εκλογικό ή πολιτικό αγώνα;
Ας το σημειώσουμε με την ευκαιρία: Σε μια μακρά περίοδο ανάπτυξης της οικονομικής ανισομετρίας σε διεθνές επίπεδο, όξυνσης της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης και λεηλασίας λαών και πόρων, η Αριστερά (εννοώντας τις βασικές συνιστώσες) δεν βρέθηκε απέναντι σε αυτά. Αντίθετα, αποκτούσε όλο και περισσότερο μια ευρωκεντρική διάσταση, υπερασπιστική της ολοκλήρωσης, που την βάφτιζε ‘’αντικειμενικά προοδευτική’’.
Δεδομένου ότι την ίδια περίοδο υπάρχει και μια μεγάλη αύξηση των μεταναστευτικών ροών προς την Ευρώπη και εκρηκτική προς την Ελλάδα, συνειδητοποιεί κανείς, ότι το έδαφος για την ακροδεξιά, σε συνδυασμό με τα μεγάλα ελλείμματα της αριστεράς, καθίσταται γόνιμο.
Το κεντρικό στοιχείο στο πρόταγμα του νέο-φασισμού είναι παραδοσιακό: Χρειαζόμαστε μια ταυτότητα συνεκτική, κλειστή σε επιδράσεις και αμείλικτη απέναντι σε όποιον την αμφισβητεί.
Τα υλικά όμως σύνθεσης της είναι και καινούργια.
Είναι αλήθεια ότι τμήματα του μεγάλου κεφαλαίου στηρίζουν ανοιχτά τη Χρυσή Αυγή, καθώς τη θεωρούν ένα χρήσιμο μοχλό σε μια κατεύθυνση απόλυτης φιλελευθεροποίησης, εξασφάλισης μικρότερης φορολογίας, κατάργησης συνδικάτων και συμβάσεων.
Είναι αλήθεια ότι βρίσκουμε και σήμερα μικροαστικά στρώματα τα οποία αρνούμενα την κοινωνική καταβύθιση στο επίπεδου του ‘’πόπολου’’, ακουμπούν στο φασισμό.
Ωστόσο, το πιο ανησυχητικό είναι ότι η σύγχρονη ακροδεξιά και το ακραίο ναζιστικό μόρφωμα της Ελλάδας, όλο και περισσότερο προλεταριοποιούνται.
Πολλά στοιχεία από την διείσδυση του Εθνικού Μετώπου στην Γαλλία στην κοινωνική και πολιτική βάση της κομμουνιστικής αριστεράς, επαναλαμβάνονται σχεδόν πανομοιότυπα στην Ελλάδα, ειδικά στον Πειραιά και την Δυτική Αττική.
Πρέπει να ρίξουμε τα μούτρα μας, να διαβάσουμε τον αντίπαλο, αν θέλουμε να τον αντιμετωπίσουμε.
Κάθε ρεύμα έχει ένα πυρήνα σκέψης και ένα σαφή καθορισμό του εχθρού. Αλλιώς δεν υφίσταται πραγματικά.
Στη νέο-ναζιστική Χρυσή Αυγή πυρήνας είναι πράγματι ο εθνικισμός και μάλιστα στην ακραία εθνικοσοσιαλιστική χιτλερική εκδοχή.
Αν ο στόχος λοιπόν είναι ένα περίκλειστο έθνος, τι συγκροτεί τον εχθρό; Αυτοί που αποτελούν τους φορείς της διάλυσή τους ‘’από έξω’’ και ‘’από μέσα’’.
Στους εξωγενείς παράγοντες, ενοχοποιούνται η παγκοσμιοποίηση, οι απάτριδες τεχνοκράτες των Βρυξελλών (αλλά όχι η Ευρωπαϊκή Ένωση) και το κοσμοπολίτικο χρηματιστικό κεφάλαιο (κυρίως με τον ισχυρισμό ότι ελέγχεται από τους Εβραίους και χωρίς αντίθεση στις ‘’παραγωγικές’’ πολυεθνικές).
Ο κυριότερος όμως εχθρός, είναι ο εσωτερικός, γιατί είναι και πιο ύπουλος. Και αυτός αναγνωρίζεται στο πρόσωπο των διεφθαρμένων πολιτικών (αλλά όχι του κράτους), στην κάστα των ΜΜΕ (αλλά όχι των μεγαλοαστών γενικά),  της αριστεράς, των συνδικάτων, των μεταναστών, των μειονοτήτων, των διαφορετικών.
Αν η αντιπαράθεση με τους εξωτερικούς εχθρούς φέρνει τη Χρυσή Αυγή σε σχετική αντίθεση με τους προσανατολισμούς του κεφαλαίου και εκθέτει ευρωπαϊκά την αστική τάξη, η αντιπαράθεση με τον εσωτερικό εχθρό αποτελεί το σημείο συνάντησης. Είναι ο λόγος που ο ‘’μοντέρνος’’ και ultra φιλελεύθερος κ. Τζήμερος, θα δώσει εύσημα στη Χρυσή Αυγή. Το χτύπημα των οπαδών της ταξικής πάλης στο εσωτερικό, αποτελεί για τους φασίστες υπηρεσία στην συνοχή του έθνους, ενώ για το αστικό κόσμο, σημαίνει χτύπημα του εργατικού κινήματος, αλλά, και για αυτό το λόγο, αποφέρει και κάποια σχετική ενδυνάμωση στον ανταγωνισμό της με τις άλλες αστικές τάξεις, ειδικά σε χαλεπούς καιρούς της υποβάθμισης του ελληνικού καπιταλισμού όπως οι σημερινοί.
Η Ευρωπαϊκή ακροδεξιά έχει αναπτύξει την φυσιογνωμία της πάνω σε αυτούς τους άξονες, την ίδια στιγμή που η κυρίαρχη αριστερά ψάχνεται σε κυβερνητικούς διαδρόμους ή έστω βαυκαλίζεται για την παρέμβασή της στα όλο και πιο άμαζα κυρίαρχα συνδικάτα. Τα οποία παρεμπιπτόντως αρνούνται να καλύψουν ανέργους, μερικά και ελαστικά απασχολούμενους και μετανάστες.
Αξίζει κανείς να παρακολουθήσει την εξέλιξη του πολιτικού λόγου του (και της) Λεπέν: ‘’Υπάρχουν όντως σήμερα στη Γαλλία δύο στρατόπεδα, εκείνο της κατοχής και το δικό μας της απελευθέρωσης’’, έγραφε ένα κάλεσμα του 2002, καλώντας τους εργάτες να ψηφίσουν ενάντια στη συνθήκη Μάαστριχτ.
Θα ήταν υποτίμηση αν θεωρούσαμε ότι η άνοδος της φασιστικής δεξιάς σχετίζεται μόνο με την καιροσκοπική αξιοποίηση υπαρκτών προβλημάτων εργαζομένων και ανέργων. Αν ήταν έτσι, θα αρκούσε μια υπερδραστηριότητα της αριστεράς και των συνδικάτων στην ανάδειξη των απλών καθημερινών προβλημάτων. Δεν είναι αυτό που κυρίως έχει λείψει.
Αντίθετα, αυτό που καταδίκασε την αριστερά ήταν η μηχανιστική απλοϊκή αντίληψη ότι η  χωρίς πολιτικούς χρωματισμούς πάλη για τις ανάγκες του κόσμου, θα οδηγήσει στην πολιτική αναγνώριση και ισχυροποίηση της αριστεράς στον κοινοβουλευτικό στίβο. Κυριαρχεί πράγματι μια ιδιότυπη θεωρία ‘’αριστερού αυτοματισμού’’, σύμφωνα με την οποία η συνείδηση του κόσμου αναπτύσσεται μόνο από το ειδικό προς το γενικό και από το μικρό προς το μεγάλο. Στο όνομα αυτής της δοξασίας, καταδικάζεται εύκολα ως ιδεολογισμός, κάθε προσπάθεια για πάντρεμα των διεκδικήσεων με αξίες, ιδανικά και κυρίως με μια αντικαπιταλιστική προοπτική. Αυτή η εμμονή  θεωρείται μάλιστα και ‘’αρετή’’ πολλές φορές.
Ο φασισμός κάθε άλλο παρά πέφτει σε αυτή την παγίδα. Αντίθετα με μεθοδικό τρόπο αναπτύσσει τις πολιτικές και ιδεολογικές γενικεύσεις του, ενισχυόμενος βέβαια και από την κυρίαρχη ιδεολογία. Μην ξεχνάμε ότι ο φασισμός συγκροτεί αρκετά καθαρά και μια απάντηση ενάντια στην ‘’πρόοδο’’ γενικά, ποντάροντας στα αισθήματα και την ψυχολογία αυτών που φοβούνται ότι στους όποιους εκσυγχρονισμούς γίνουν, αυτοί θα είναι τα θύματά τους.
Το γεγονός ότι ο φασισμός αποτελεί  μια πρωτογενή αναχρονιστική και αντιδραστική θεώρηση των πραγμάτων, δεν σημαίνει ότι στερείται υλικότητας. Η σκληρή λοιπόν αντίληψη ‘’ας σφαχτεί ο διπλανός μου, αρκεί να δουλέψω εγώ’’, δεν αποτελεί μόνο μια αντιδραστική επιβιοτική τακτική που νομιμοποιεί και αναπαράγει ο φασισμός, αλλά ενέχει και ιδεολογικά στοιχεία για την κοινωνική εξέλιξη.  Το ίδιο και η αντίθεση στον ‘’εξισωτισμό’’ που είναι κεντρικό στοιχείο όλων των ακροδεξιών ρευμάτων, που δικαιολογείται με όρους κοινωνικού δαρβινισμού. Θα ήταν αφέλεια να πιστεύει κανείς ότι αυτό μπορεί να νικηθεί μόνο με ηθικές απαξιώσεις επί του συγκεκριμένου, χωρίς αναμέτρηση και στο πεδίο μιας άλλης αντικαπιταλιστικής και κομμουνιστικής προοπτικής που θα βασίζεται στη γενικευμένη κοινοκτημοσύνη του πλούτου, τη δημοκρατία, την ελευθερία, το διεθνισμό και την αλληλεγγύη.
Η συζήτηση για τη σχέση εθνικού και διεθνικού αποκτά νέα σημασία σήμερα. Το κράτος-έθνος για τους αστούς είναι το εφαλτήριο για τον ανταγωνισμό τους, μέσω και της υποταγής των ‘’υπηκόων’’ τους με το δηλητήριο του εθνικισμού. Για τους μαρξιστές, ο εθνικός κρατικός σχηματισμός, είναι ο χώρος συγκρότησης της ξεχωριστής λαϊκής ιστορίας της ανατρεπτικής κοινωνικής δράσης. Είναι ο χώρος αγώνα απέναντι στην αστική τάξη, αλλά και το πεδίο ιδιαίτερης συμβολής στο διεθνικό αγώνα όλων των λαών και εθνών προς τη διεθνιστική κομμουνιστική απελευθέρωση. Σε ένα δρόμο ευγενικού συναγωνισμού και ειρηνικής συνάντησης, που αντίπαλό τους έχουν ότι αποτελεί ή θυμίζει οικονομική και πολιτική καταπίεση. Δι-εθνισμός, χωρίς αγώνα στο εθνικό πεδίο δεν υπάρχει. Σε αυτό το πεδίο, τα ζητήματα της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας, οφείλουν να αναβαθμιστούν και να εμπλουτίσουν έτσι τον αντικαπιταλιστικό αγώνα ενάντια στη σύγχρονη απολυταρχία, ειδικά σε χώρες της δεύτερης ταχύτητας της ΕΕ και με στόχο την έξοδο από αυτή.
Πολιτικές πρακτικές του τύπου ‘’να ενωθεί ο λαός με υπέρβαση των διαχωρισμών δεξιάς-αριστεράς’’ ή πρόταξη του ‘’εθνικού θέματος έναντι των ταξικών κοινωνικών ανταγωνισμών που θα έρθουν αντικειμενικά και από μόνοι τους αργότερα’’, δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να αφοπλίζουν την αριστερά, φέρνοντας την αντιπαράθεση στα ρηχά. Η ιστορική πείρα στην Ευρώπη, αντίθετα, έχει δείξει ότι κάθε διαδικασία ιδεολογικής συνάντησης αριστεράς-δεξιάς στο όνομα ενδιάμεσων προτεραιοτήτων, δημιουργεί ένα επικίνδυνο νεφέλωμα, που μόνο την αριστερά βλάπτει, ενώ ωφελεί ιδιαιτέρως την άκρα δεξιά στη θεωρία της περί ‘’προδοτών’’ πολιτικών.
Η πάλη για τη δημοκρα­τία, η αντιφασιστική πάλη, πρέπει να διεξά­γονται και αυτοτελώς, αλλά κυρίως όμως στο πλαίσιο του γε­νικού αγώνα κατά της νεοφιλελεύθερης πολιτι­κής. Δεν είναι ώρα για φοβική αναδίπλωση του κινήματος, αλλά για αντεπίθεση. Σήμερα χρειαζόμαστε ακόμη πιο βαθιές, πιο σαφείς διαχωριστικές γραμμές και αυτό βέβαια προϋποθέτει μια άλλη αριστερά αντικαπιταλιστική, επαναστατική και σύγχρονα κομμουνιστική που θα προβάλει στο σήμερα το όραμα μιας άλλης κοινωνίας.
* δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΝΕΚΕΝ, ΤΕΥΧΟΣ 29, ΙΟΥΛΙΟΣ - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ - ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2013
ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΟΙ ΝΕΟΝΑΖΙ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΥ, (ΠΕΡΙΕΧΕΙ: ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ - Η ΜΙΚΡΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ «ΔΙΑΓΩΝΙΟΣ» ΜΕΡΟΣ Α')                         αριστερό blog   

Δεν υπάρχουν σχόλια: