Η κατάθεση της γυναίκας στην κατάμεστη αίθουσα κράτησε πεντέμισι ώρες. Στο ακροατήριο, όλο το χωριό. Και το πιο εντυπωσιακό: οι γυναίκες του χωριού. Μάρτυρες υπεράσπισης ο ιερέας του χωριού, ο εκπρόσωπος της τοπικής αυτοδιοίκησης, ο δημοσιογράφος του μεγάλου τηλεοπτικού καναλιού, ο εργολάβος οικοδομών και άλλοι. Ολοι διαρρήγνυαν τα ιμάτιά τους για τα χρηστά ήθη του κατηγορούμενου και την εξαιρετική ποιότητα του χαρακτήρα του.
Τι κι αν η γυναίκα, θύμα σωματεμπορίας, αναγκάσθηκε να περιγράψει κατά την ακροαματική διαδικασία ανατριχιαστικές λεπτομέρειες: Πώς την έδεσε με χειροπέδες στο καλοριφέρ, την άφησε χωρίς νερό και τροφή και τη βίασε, διότι ζήτησε από έναν πελάτη να τη βοηθήσει να δραπετεύσει… Και ο πελάτης, φυσικά, είχε πληροφορήσει αμέσως τον σωματέμπορο, φίλο και συντοπίτη του, για να τον «προστατέψει» από την ανυπακοή της… Πώς την εξανάγκαζε να κάνει έρωτα με τους πελάτες όλες τις ημέρες του μήνα. «Και τις ημέρες της έμμηνου ρύσης»; «Ναι, μ’ ένα ειδικό ταμπόν» απάντησε το θύμα στην ερώτηση του προέδρου του δικαστηρίου… Τι κι αν την έδερνε, αλλά όχι στο πρόσωπο… Τι κι αν της επαναλάμβανε πως «Αμα προσπαθήσεις να ξεφύγεις, θα πω στο κύκλωμα να σκοτώσει τα παιδιά σου στην Ουκρανία» ή ότι διατηρούσε στενές σχέσεις με την αστυνομία…
Οταν κάποια στιγμή ο πρόεδρος του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου ρώτησε ποιοι ήταν πελάτες της κοπέλας, σχεδόν όλοι οι άνδρες που παρευρίσκονταν στην αίθουσα σήκωσαν το χέρι. Κανέναν δεν απασχολούσε το γεγονός ότι το θύμα προέβαινε σε ικανοποίησή τους υπό καθεστώς βίας, εκφοβισμού και ξυλοδαρμού. Μέχρι και ο ιερέας ρωτήθηκε εάν είχε υπάρξει πελάτης της. «Οχι, για όνομα του Θεού», απάντησε έντρομος. Οταν, όμως, μια ένορκος τον ρώτησε: «Αυτές οι γυναίκες εκεί, έκαναν τουλάχιστον κονσομασιόν. Αυτό δεν σας απασχόλησε;» ο ιερέας, που είχε προστρέξει σε υπεράσπιση του σωματεμπόρου, απάντησε: «Εγώ κοιτάζω την ενορία μου. Δεν με νοιάζει τι γίνεται πέρα από την εκκλησία μου»…
Ο δρόμος προς τον εφιάλτη
Το θύμα στη συγκεκριμένη δίκη είναι μια «τυπική» περίπτωση. Μια γυναίκα 35 ετών από την Ουκρανία, μητέρα τριών παιδιών, που λόγω των άθλιων οικονομικών συνθηκών στην πατρίδα της και προκειμένου να συντηρήσει την οικογένειά της, αποφάσισε να έρθει στην Ελλάδα για να εργασθεί ως μαγείρισσα. Η γυναίκα που ανέλαβε να τη βοηθήσει ήταν μια συμπατριώτισσα και οικογενειακή της φίλη. Αρχικά πέρασε στη Βουλγαρία, όπου παρέμεινε στην οικία κάποιου άγνωστου άνδρα. Στη συνέχεια, οδηγήθηκε από ένα συνεργάτη του άγνωστου άνδρα, μέσω αφύλακτης διάβασης των ελληνοβουλγαρικών συνόρων, σε σημείο από το οποίο την παρέλαβε άλλος άγνωστος άνδρας και τη μετέφερρε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί παρέμεινε για λίγες ώρες στην οικία αγνώστου και στη συνέχεια κάποιοι άλλοι τη μετέφεραν στην πόλη, όπου υποτίθεται ότι θα εργαζόταν ως μαγείρισσα.
Οταν κατάλαβε ποιο ήταν το είδος δουλειάς για το οποίο προοριζόταν, ήταν πλέον πολύ αργά γι’ αυτήν. Οι σωματέμποροι με βία και απειλές για τη ζωή της και τη ζωή των παιδιών της την εξανάγκασαν να εκδίδεται σε πελάτες του μαγαζιού. Της είπαν, μάλιστα, ότι είχε αποτελέσει αντικείμενο εμπορικής συναλλαγής. Την αγόρασαν από τους μεταφορείς αντί 3.000 ευρώ και της είπαν ότι προκειμένου να εξαγοράσει την ελευθερία της θα έπρεπε να εργασθεί μέχρι να συγκεντρώσει το «οφειλόμενο» ποσό. Κάθε φορά που εκδιδόταν πληρωνόταν 60 ευρώ. Από αυτά τα 45 κρατούσε ο σωματέμπορος και τα 15 η ίδια. Ομως, ποτέ δεν πήρε χρήματα στα χέρια της. Το βράδι την κρατούσαν κλειδωμένη στο μπαρ και τη φρουρούσαν…
Κάποια στιγμή η αστυνομία διενήργησε αιφνιδιαστική επιχείρηση. Αστυνομικός υποδύθηκε πελάτη και στη συνέχεια εισέβαλαν οι συνάδελφοί του. Τη μετέφεραν με άλλες κοπέλες στην ομάδα αντι-trafficking της Ελληνικής Αστυνομίας στη Θεσσαλονίκη. Αστυνομικοί τους μοίρασαν ειδικό υλικό για να συμπληρώσουν, με ερωτήματα όπως «Σας έχουν παρακρατήσει τα διαβατήρια;» και «Σας εκβίασαν ποτέ;», που συνιστούν πρώτες ενδείξεις ότι είναι θύματα εμπορίας. Μεταφέρθηκε στον εισαγγελέα ο οποίος κάλεσε ψυχίατρο ειδικό στην κακοποίηση και τα βασανιστήρια θυμάτων διακίνησης. Αυτός τη χαρακτήρισε θύμα και τέθηκε υπό καθεστώς προστασίας.
«Εσύ με πιστεύεις;»
Στη δίκη ήταν μόνη με τη δικηγόρο και ως μοναδικό μάρτυρα είχε τον αστυνόμο. Απέναντί της είχε αντιμέτωπο σύσσωμο το χωριό. Την παραμονή της δίκης, η δικηγόρος τη ρώτησε για τελευταία φορά εάν είναι αποφασισμένη να υποστεί την επώδυνη διαδικασία της διεξοδικής, δημόσιας ανάκρισης. «Εσύ με πιστεύεις;» ρώτησε τη δικηγόρο. «Ναι, σε πιστεύω». «Ε, τότε θα πάμε»… Κέρδισαν τη δίκη σε πρώτο βαθμό, αλλά υπήρξε και συνέχεια.
Η δικηγόρος τη ρώτησε και πάλι εάν θέλει να επιστρέψει στην Ουκρανία και να τελειώσουν όλα… «Θα πάω όταν τελειώσει η δίκη» απάντησε η νεαρή γυναίκα. «Θέλω να μείνω για τον αστυνόμο (σ.σ. που την έσωσε), την κοπέλα (σ.σ. που τη φιλοξενεί), τον εισαγγελέα (σ.σ. στην πρώτη δίκη) κι εσένα γιατί προσπάθησες». «Μπορεί να χάσουμε» είπε η δικηγόρος…
Αυτή ακριβώς η δικηγόρος, η κ. Ελένη Γκλεγκλέ, που αναλαμβάνει εθελοντικά υποθέσεις εμπορίας ανθρώπων (trafficking) για λογαριασμό της ελληνικής αποστολής του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης, εξιστορεί την υπόθεση στην «Κ». «Συγχωριανοί, εκπρόσωποι Τοπικών Αρχών, όλοι γνώριζαν τις συνθήκες διαβίωσης του θύματος», λέει η κ. Γκλεγκλέ. «Κανείς τους, όμως, δεν αναρωτήθηκε εάν ο τρόπος ζωής του είχε στοιχεία εξαναγκασμού, εάν η συναίνεση να ζεί με αυτόν τον τρόπο ήταν αληθής, καθώς όλοι τους ήταν «ταγμένοι» υπέρ των συγχωριανών τους. Πολλοί από το ακροατήριο ήταν πελάτες του θύματος. Το θύμα πάλεψε ενάντια σε μια ολόκληρη κοινωνία που την κακοποιούσε ξανά και ξανά χωρίς έλεος και χωρίς δισταγμό, χωρίς αμφιβολία και χωρίς ενδοιασμούς».
Αρχικά οι μάρτυρες έλεγαν ότι η γυναίκα δεν εκδιδόταν και ότι απλώς έκανε «κονσομασιόν». Στη συνέχεια, όταν συγκεντρώθηκαν ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία, υποστήριξαν ότι εκδιδόταν με τη θέλησή της. Στην άποψη συνηγόρησαν και οι γυναίκες του χωριού. Μάλιστα, μια μάρτυρας -ομογενής από την πρώην ΕΣΣΔ, που διατηρεί καφετέρια στην περιοχή και πουλάει καλλυντικά σε «καλές τιμές» στις «κοπέλες»- διαβεβαίωσε ότι το θύμα είχε απόλυτη ελευθερία κινήσεων…
Οικογενειακή επιχείρηση
Ο σωματέμπορος επισήμως είναι ιδιοκτήτης μπαρ. Ακόμη, με χρηματοδότηση από ευρωπαϊκό πρόγραμμα έκτισε ξενοδοχείο. Στον β’ όροφο εξέδιδε τις γυναίκες. Στο ίδιο οίκημα διαμένει η οικογένειά του – η σύζυγός του και το εξάχρονο σήμερα παιδί τους. Η επιχείρηση του «εντίμου» πολίτη ήταν οικογενειακή: τρίτη συνεργός ήταν η κουνιάδα του. Αυτή μοίραζε τα προφυλακτικά στους πελάτες και έπαιρνε τα χρήματα…
Ο κατηγορούμενος τελικά καταδικάσθηκε για σωματεμπορία (12 χρόνια και οκτώ μήνες φυλακή) και οι δυο συγκατηγούμενοί του για συνέργεια. Το δικαστήριο είχε τέσσερεις ενόρκους, εκ των οποίων οι δύο δικηγόροι. Αυτοί οι δύο μειοψήφησαν. Κατά τη γνώμη τους, η γυναίκα δεν ήταν θύμα σωματεμπορίας. Απορίας άξιο, αφού οι δικηγόροι -αν μη τι άλλο- γνωρίζουν τη φύση των αδικημάτων.
Επειτα από τρεις μήνες, ο σωματέμπορός κατέβαλε 27.000 ευρώ εγγύηση και αποφυλακίστηκε με περιοριστικούς όρους. Πριν από τρεις μήνες συνελήφθη πάλι για σωματεμπορία. Αυτή τη φορά τα θύματα ήταν τέσσερεις Μολδαβές. Κυκλοφορεί και πάλι ελεύθερος. Ασκησε έφεση στην απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου που τον καταδίκασε για σωματεμπορία. Αυτή τη φορά ως δικηγόρο υπεράσπισης έχει ένα από τα «τρανταχτά» ονόματα των Αθηνών. Και στο Μικτό Ορκωτό, όπου καταδικάσθηκε πρωτοβαθμίως, είχε άνω του ενός δικηγόρου υπεράσπισης.
Πηγη:kathimerini.gr via http://www.kar.org.gr/?p=30633