Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012

Ο αντιεξουσιαστής μπάρμπα - Γιάννης

Τέσσερα χρόνια πέρασαν από το θάνατο του Γιάννη Ταμτάκου, του κουλουρτζή, του λούστρου, του μεγάλου αγωνιστή.
Πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία ξεκίνησε τη μεγάλη του πορεία μια εργατική Πρωτομαγιά στην Ευαγγελίστρια της Θεσσαλονίκης σε ηλικία μόλις 11 ετών. Ήταν η πρώτη του συμμετοχή σε εργατική συγκέντρωση. Από τότε, πήρε μέρος σε όλους τους εργατικούς αγώνες της πόλης ως τσαγκάρης με την ιδιότητα του εκλεγμένου συμβούλου (1926-1927), ως γραμματέας του σωματείου υποδηματεργατών Θεσσαλονίκης (1928-1929) και αργότερα μέσω του σωματείου ανέργων.
Το 1931 βρέθηκε στην πρώτη γραμμή διαδήλωσης ανέργων στην Πλατεία Συντριβανίου όπου δέχτηκε τη βίαιη επίθεση ομάδας χωροφυλάκων με επικεφαλής τον ανiψιό του Αστυνομικού Διευθυντή, ο οποίος τον πυροβόλησε και του έκοψε τη γλώσσα.
Το Μάιο του 1936 καταδικάστηκε ερήμην από το Κακουργοδικείο Έδεσσας ως ένας από τους υποκινητές της απεργίας των καπνεργατών της Θεσσαλονίκης. Μαζί του καταδικάστηκαν 52 εργάτες. Έμεινε στην εξορία από το 1937 έως το 1942, όταν η απερχόμενη κυβέρνηση Τσουδερού τους άφησε στη Γαύδο και τους παρέδωσε στους γερμανούς.....
Τότε, πολλοί συνεξόριστοί του στο νησί, μεταφέρθηκαν και εκτελέστηκαν στην Καισαριανή και το Νεζερό Λαμίας, ανάμεσά τους και ο πρώην γραμματέας του ΚΚΕ και αργότερα επικεφαλής της τροτσκιστικής τάσης Παντελής Πουλιόπουλος. Ο Ταμτάκος κατάφερε να αποδράσει από το τμήμα Μεταγωγών Πειραιά γλυτώνοντας την εκτέλεση και αμέσως πέρασε στην παρανομία.
Ο μπάρμπα - Γιάννης δεν πήρε μέρος στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο αρνούμενος να αναγνωρίσει στο ΕΑΜ οποιαδήποτε λαϊκά επαναστατικά χαρακτηριστικά καθώς το θεωρούσε όργανο για την απελευθέρωση της ελληνικής αστικής τάξης.
Το 1942 συνάντησε τον Κορνήλιο Καστοριάδη και απομακρύνθηκε οριστικά από τον τροτσκισμό. Μαζί με τους Καστοριάδη, Βουρσούκο, Κρόκο, Στίνα, Μακρή και άλλους, πέρασαν στον ντεφετισμό και τον επαναστικό διεθνισμό προτάσσοντας μια αυτόνομη, αυτοδιαχειριζόμενη κοινωνία και διακηρύττοντας τη συναδέλφωση των εμπόλεμων στρατιωτών. Καταδιώχθηκαν από τους Γερμανούς, τους χίτες και τους σταλινικούς ενώ πολλές ήταν οι φορές που ο μπάρμπα - Γιάννης ξέφυγε από τη δολοφονική δράση της Ο.Π.Λ.Α.
Το 1951 μετανάστευσε στην Αυστραλία για να εργαστεί στο εργοστάσιο της General Motors. Το 1966 επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη όπου έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Από τη δεκαετία του 80 συνδέθηκε ιδεολογικά και πολιτικά με τον αντιεξουσιαστικό χώρο της πόλης και συμμετείχε σε όλες τις εκδηλώσεις του εργατικού κινήματος παρά το προχωρημένο της ηλικίας του.

Και κάποια λόγια του

«...Δεν υπήρξα θεωρητικός. Ήμουν ένας εργάτης του δρόμου κι έπαιρνα μέρος στις εκδηλώσεις του εργατικού κινήματος. Από το 1924 αγωνίζομαι για τα ζητήματα της εργατικής τάξης και προσηλυτίστηκα στις αναρχικές ιδέες παρόλο που ήμουν αρχειομαρξιστής και τροτσκιστής από το βιβλιαράκι «Προς τους Νέους» του Κροπότκιν. Δεν είμαι ο θεωρητικός, όπως είπα, γιατί ο καπιταλισμός δεν με άφησε να βγάλω το σχολείο. Είμαι προσφυγόπουλο από το 1914, γεννηθείς το 1908 και πήρα μέρος σε όλους τους απεργιακούς αγώνες στη Θεσσαλονίκη. Η Θεσσαλονίκη ήταν μια διεθνής πόλη…
…Πρακτικά τα ξέρω αυτά τα πράγματα και ευχαριστώ που με ακούσατε και εύχομαι να ασπαστείτε κι εσείς την άποψη: Εσύ τι ψηφίζεις; Εγώ δεν ψηφίζω, μουντζώνω. Τι να ψηφίσεις δηλαδή; Τους σοσιαλανθρώπους του ΠΑΣΟΚ; Να τον μοιάσουν τον αρχηγό τους, να γίνουν κι αυτοί ριψάσπιδοι όπως ήταν ο αρχηγός τους. Αυτά αγαπητοί φίλοι, με συγχωρείτε αν τα είπα λίγο απλά και καυτερά. Σας είπα εγώ δεν ήμουν θεωρητικός ήμουν απλός εργάτης, δεν μ’ άφησε ο καπιταλισμός να σπουδάσω…
…Αυτά έχει, σύντροφοι, η κοινωνία και γι’ αυτό ακριβώς λέμε είμαστε αντεξουσιαστές, θέλουμε την εξουσία να την ασκεί η ίδια η εργατική τάξη και όχι τα διάφορα κόμματα αυτοί οι φιλόσοφοι οι χαρτογιακάδες που μας διευθύνουν. Σας ευχαριστώ που με ακούσατε και μην με παρεξηγείτε που τα είπα λίγο χοντρά…»

«Στου μπάρμπα - Γιάννη τη βεράντα μυρίζει γιασεμί/ Φέρμα κουβέντα στριφτάρι κι αβέρτα οι στοχασμοί./ Των ματιών το βούρκωμα θυμάμαι και τα γέλια,/ τις μνήμες για σπουδαίους και για κενά βαρέλια./ Την βύθισή του στα μαύρα περασμένα/ (τα για όλους ξεχασμένα) την έκανε για μένα./ Στα χαρτογραφημένα απ’ τους αποθηριωμένους/ Με πήγε από μέρη λεύτερα, τόπους ξεσφραγισμένους»

Πληροφορίες: Βικιπαιδεία, thenetwar.gr, τραγούδι: active member

Ιωάννα Σκαντζέλη                   
Η εποχή                                Στου μπαρμπα Γιάννη τη βεράντα μυρίζει γιασεμί
φέρμα κουβέντα στριφτάρι κι αβέρτα οι στοχασμοί.
Των ματιών το βούρκωμα θυμάμαι και τα γέλια,
τις μνήμες για σπουδαίους και για κενά βαρέλια.
Την βύθισή του στα μαύρα περασμένα
(τα για όλους ξεχασμένα) την 'εκανε για μένα
στα χαρτογραφημένα απ' τους αποθηριωμένους
με πήγε από μέρη λεύτερα τόπους ξεσφραγισμένους.

Πάμε Ακροναυπλία γι αρχή μ αψηφισιά
για κάποιους μοναξιώτες μ ένα φεγγίτη μοιρασιά.
Θυμάμαι από τη Θήβα έναν λεβέντη γιατρό
η «ΟΠΛΑ» του χε τάξει να τον βρούνε μισερό.
Τον βρήκαν κρεμασμένο θα βγαινε σε έναν μήνα
και κλέψαν το τεφτέρι του που θα δινε στον Στίνα.
Να σε πάω Ικαρία, Μακρόνησο ή Γιάρο
για τη σιωπή μου εκεί κάποιοι με λέγαν «Χάρο».
Δεν ήμουν στα κοπαδιαστά, στους κωλοπετσωμένους
ήμουνα ήδη στους νεκρούς τους κατασταλαγμένους.
Ξέρεις, απ τα κοπάδια κάποιους τους είδα υπουργούς,
κυβερνήτες πατεράδες και γυιούς.
Μα φτου στο διόλο, σκατά στο στόμα μου
στην ψυχή ο παραδαρμός κι όχι στο σώμα μου.
Εμάς, του «τίποτα» μας σκοτώναν με το γάντι
ή ύστερα απ το πετσόκομα μας δίναν πασαβάντι
και την στάμπα τους σε κάθε τρισκατάρατο,
γιατί η ιστορία στον τόπο αυτό είναι κατουροκάνατο
και αυτή που λες εσύ, μικρή κοσμογωνιά,
μια χαμηλοβλεπούσα είναι στην απολησμονιά.

Θα σου πω στα γρήγορα (πράγμα δυσκολοκάμωτο)
για κάθε προτάτο πλανερό και ατσαλάκωτο.
Το ΕΑΜ, τη Βάρκιζα, τα μαζεμένα «Yes»,
το κόμμα και την αποχή από τις εκλογές.
Τον Παπάγο, τον Πλαστήρα και τον βασιλιά,
τους αποστάτες και της Χούντας τη ληστοφωλιά,
το ΠΑΚ, την αντίσταση απ το παράνομο κόμμα
- οι εκλεκτοί στα Παρίσια κι οι άτυχοι στο χώμα.
Για το νόμιμο κόμμα, το δώρο του εθνάρχη,
την αλλαγή, το καθεστώς του όπως λάχει,
τους κοσκωτάδες και το ροζέ 89
σερί πάει η γεννοβολιά μέχρι τούτη τη γενιά.
Θα θελα να με ρώταγες ποιος σκότωσε τον Άρη,
ποιος έδωσε τον Ράπτη και τον Καστοριάδη,
ποιος τον Λαμπράκη σκότωσε και ποιος τον Παναγούλη,
ποιος κρυβόταν πίσω από το μάυρο κουκούλι.
Τίνος Ρέμβη ήτανε η χουντομορταρία
και ποιοι οι ανθρωποφύλακες στα κελιά τα κρύα.
Ποιοι λοιδωρούσαν τα παιδιά στο Χημείο
και ποιοι της λευτεριάς δεν περάσαν το πορθμείο.
Ρώτα με λεβέντη μου, μέρες να σου λέω,
γι άλλα θα βλέπεις να γελώ και γι άλλα ίσως να κλαίω.
Κοντεύω τα εκατό μεγάλη σερμαγιά
μα έξω απ το μνημούρι μου η απολησμονιά.
  

Δεν υπάρχουν σχόλια: