Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2010

Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και κατακυριεύσατε την Γην

Απο την Καίτη Βασιλάκου                                 Αυτό παράγγειλε μεταξύ άλλων ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης στους ανθρώπους και μολονότι στις άλλες του παραγγελίες επιδείξαμε απόλυτη αδιαφορία, αυτήν εδώ την τηρήσαμε κατά γράμμα. Βέβαια, τότε που μας έκανε αυτή τη σύσταση, ήμασταν δύο άνθρωποι όλοι κι όλοι στον κόσμο, ο δε κόσμος ήταν απέραντος και μας περίμενε με ανυπομονησία.
 Από τότε κύλησε ένας μακρύς, απροσδιόριστος χρόνος -  έξι χιλιάδων ετών κατά κάποιους, μερικών εκατομμυρίων ετών κατ’ άλλους. Το ανθρώπινο γένος παρά τη σωματική του κατωτερότητα κατάφερε να πολλαπλασιαστεί εν μέσω μυρίων κινδύνων και να εξαπλωθεί στη Γη  αφορμώμενο κατά τους μεν από τον κήπο της Εδέμ, κατά τους δε εξ Αφρικής.

Στην περιπετειώδη πορεία του πολλές φορές κινδύνεψε με αφανισμό περιπλανώμενο σε άγονες περιοχές χωρίς νερό και τροφή ή σε καλυμμένες από τους παγετώνες εκτάσεις , όπου η ζωή τρεμόπαιζε μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Άλλες φορές πάλι, ενώ είχε πολλαπλασιαστεί ικανοποιητικά, ερχόταν μια επιδημία και σάρωνε τον ανθρώπινο πληθυσμό......
 Παρ’ όλα αυτά το γένος μας είχε βάλει πείσμα να κατακυριεύσει τη Γη, σύμφωνα με την εντολή που του είχε δοθεί, και τελικά τα κατάφερε. Από την Αφρική εξαπλώθηκε στην Ασία, μετά στην Ευρώπη, μετά στην Αμερική και την Αυστραλία, πάτησε πόδι δηλαδή σε όλες τις ηπείρους. Και όχι μόνο αυτό. Έφτιαξε πλοιάρια και ταξίδεψε σε άγνωστες θάλασσες, βρήκε νησάκια στη μέση του πουθενά και τα κατοίκησε κι αυτά. Όταν ο Κολόμβος αποφάσισε να ανακαλύψει τον κόσμο, ο κόσμος ήταν ήδη γεμάτος από ανθρώπους. 
 Όχι όμως τόσο γεμάτος όσο σήμερα.
 Οι πληροφορίες που έχουμε για το συνολικό αριθμό των ανθρώπων που έζησαν μέχρι σήμερα, δεν είναι ασφαλείς. Υπολογίζεται ότι από το 7.000 π. Χ. μέχρι την πλήρη επικράτηση του αγροτικού τρόπου ζωής ο παγκόσμιος πληθυσμός είχε σταθεροποιηθεί στο ένα εκατομμύριο. Καθόλου άσχημα, αν σκεφτεί κανείς το σημερινό νούμερο: έξι δισεκατομμύρια και μισό. Σίγουρα οι πρόγονοί μας εκείνης της εποχής δεν υπέφεραν από έλλειψη ζωτικού χώρου.
 Δυο χιλιάδες χρόνια πριν από την εποχή μας ο παγκόσμιος πληθυσμός είχε καταφέρει να ανέλθει στα 300 εκατομμύρια.  Ανεκτό νούμερο και αυτό, αν και ένας παρατηρητής θα σημείωνε ανήσυχος αυτή την κατακόρυφη άνοδο.
 Στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μεταξύ 300 και 400 μ. Χ. κατοικούσαν 55 εκατομμύρια άνθρωποι και στα δυο της τμήματα (ανατολικό και δυτικό).
Μια και εδώ πρόκειται για μια ολόκληρη αυτοκρατορία, αυτό το πληθυσμιακό δυναμικό φαίνεται αρκετά ισορροπημένο.
 Ακολούθησαν οι γνωστές αναστατώσεις, η πτώση της αυτοκρατορίας, η εισβολή των βαρβάρων, οι συνεχείς και ανηλεείς πόλεμοι  με τη συνακόλουθη εξόντωση των γηγενών πληθυσμών,  οι αρρώστιες, η πείνα, οι πάσης φύσεως κακουχίες .Παρ’ όλα αυτά ο άνθρωπος υπάκουος στη δοθείσα εντολή δεν έπαψε να  πολλαπλασιάζεται και είχε ήδη συμπληρώσει στην Ευρώπη τα 450 εκατομμύρια, όταν το 1347 μ. Χ. τον βρήκε ο Μαύρος Θάνατος, η φοβερή επιδημία πανώλης, που θέρισε το 1/3 του πληθυσμού. Μισό αιώνα αργότερα ο πληθυσμός της Ευρώπης αριθμούσε γύρω στα 350 με 375 εκατομμύρια άτομα. Δυο αιώνες μετά την επιδημία το τραύμα είχε επουλωθεί πλήρως και ο πληθυσμός της Ευρώπης ανερχόταν ξανά στα 450 εκατομμύρια.
 Αποκεί και πέρα η δημογραφική αύξηση συνεχίστηκε χωρίς προσκόμματα. Κανείς πόλεμος, όσο καταστρεπτικός κι αν ήταν και καμιά επιδημία ή φυσική καταστροφή δεν μπόρεσε πλέον να ανακόψει αυτή την αυξητική πορεία του ανθρώπου, ο οποίος κυριολεκτικά κατακυρίευσε τη Γη.
 Με άλλα λόγια, αν τυχόν περάσει από το μυαλό κανενός η υποψία ότι η φύση έκανε κατά καιρούς  προσπάθειες  να μας βγάλει από τη μέση, γιατί της είχαμε παραγίνει μπελάς, τότε, λυπούμαστε,  απέτυχε.
 Από την άλλη μεριά του πλανήτη, στην Κίνα, με την ίδρυση της δυναστείας των Μινγκ το 1368 μ. Χ., οι κινέζοι αριθμούσαν  60 εκατομμύρια. Γλυκός και καθησυχαστικός προς το παρόν αριθμός.  Πάντως το 1644 μ. Χ. που έληξε η δυναστεία, είχαν καταφέρει να υπερδιπλασιαστούν και να αγγίξουν τα 150 εκατομμύρια.
 Εν τω μεταξύ στην Αγγλία του 1500 μ.Χ. οι κάτοικοι ανέρχονταν σε   2,6 εκατομμύρια. Ενάμισι αιώνα αργότερα, το 1650, είχαν γίνει 5,6.
 Την ίδια εποχή, στην Αμερική του 1500 μ. Χ., ζούσαν 50-100 εκατομμύρια γηγενών. Με την άφιξη των Ευρωπαίων και των ενδημικών τους ασθενειών αφανίστηκε το 90% του πληθυσμού τους. Αυτό ωστόσο δεν επηρέασε καθόλου την αυξητική πορεία του είδους μας, εφόσον τώρα στην Αμερική κατοικούν 900 εκατομμύρια άνθρωποι, δηλαδή το ¼ του συνολικού παγκόσμιου πληθυσμού.
 Με τη βιομηχανική επανάσταση  η θνησιμότητα αντί να υπερτερήσει των γεννήσεων λόγω ανθυγιεινών συνθηκών εργασίας, υποχώρησε:
Στο Λονδίνο μεταξύ των ετών 1730 και 1749 μ. Χ. το ποσοστό θνησιμότητας των παιδιών κάτω των πέντε ετών ήταν 74,5%. Στα έτη 1810 έως 1829 μ. Χ. το ποσοστό αυτό κατέβηκε στο 31,8%.
 Και ενώ από τις απαρχές της ανθρωπότητας ως το 1804 μ. Χ. υπολογίζεται κατά προσέγγιση ότι έζησαν σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο 1 δισεκατομμύριο άνθρωποι συνολικά, από το σημείο αυτό και μετά τα δισεκατομμύρια αυγαταίνουν και πάνε.
 Το 1927 ήμασταν δύο δισεκατομμύρια.
Το 1959 τρία δισεκατομμύρια.
Το 1974 τέσσερα δισεκατομμύρια.
Το 1987 πέντε δισεκατομμύρια.
Το 1999 έξι δισεκατομμύρια.
Και πριν λήξει ο 21ος  αιώνας εκτιμάται ότι θα είμαστε  δώδεκα δισεκατομμύρια.
 Να σημειώσουμε εδώ ότι από 2,5 δισεκατομμύρια που ήταν ο παγκόσμιος πληθυσμός το 1950, κατάφερε να διπλασιαστεί και να φτάσει τα 5 δισεκατομμύρια μέσα σε μόνο σαράντα χρόνια, χρόνος που είναι μικρότερος από το μέσο όρο της ζωής ενός ανθρώπου.
 Εννοείται ότι ο μισός παγκόσμιος πληθυσμός ζει σήμερα μέσα στη φτώχεια και το 1/5 από αυτόν υποσιτίζεται, κάτι που δεν είναι άσχετο με την καλπάζουσα αυξητική πορεία του είδους μας.
 Φαίνεται λοιπόν ότι πήραμε πολύ στα σοβαρά την εντολή που μας δόθηκε, όταν μας έκαναν έξωση από τον κήπο της Εδέμ, ενώ αντίθετα δεν τηρήσαμε καμιά άλλη εντολή, εφόσον οι κλοπές, οι φόνοι και οι πάσης φύσεως ατιμίες αυξάνονται με την ίδια γεωμετρική ταχύτητα που αυξάνονται και οι γεννήσεις μας.
 Και ενώ γίνονται χρόνια τώρα συνεχείς εκκλήσεις προς τη φιλανθρωπία μας  για να ανακουφίσουμε τα δισεκατομμύρια των φτωχών συνανθρώπων μας, ενώ οι συνειδητοποιημένοι πολίτες  στηλιτεύουν την αναλγησία και την εκμετάλλευση που γίνεται εις βάρος των αναπτυσσόμενων χωρών, ενώ υπάρχει μια διάχυτη δυσαρέσκεια για τον τρόπο που λειτουργούν γενικώς τα πράγματα,  κανείς δεν διανοείται να διαμαρτυρηθεί για την καλπάζουσα αύξηση του ανθρώπινου πληθυσμού.
 Η οποία αύξηση οδηγεί αναπόφευκτα σε πολλαπλασιασμένα φαινόμενα εκμετάλλευσης ανθρώπων και φυσικών πόρων, σε χειρίστης ποιότητας ζωή για  ένα μεγάλο μέρος της ανθρωπότητας και σε μελλοντικά άγνωστα ακόμη προβλήματα, όπως π.χ. να παίζουμε σε λίγα χρόνια ξύλο μεταξύ μας για ένα ποτήρι νερό.
 Αλλά ίσως το πιο σημαντικό πρόβλημα  είναι η περαιτέρω υποβάθμιση
της αξίας της ανθρώπινης ζωής. Μέσα στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα και καθώς το είδος μας αυξανόταν ραγδαία, συνέβησαν φοβερές καταστροφές που στοίχισαν τη ζωή σε χιλιάδες ανθρώπους:
 2004. Σεισμός και τσουνάμι στην Ασία: 200.000 περίπου νεκροί.
2003. Σεισμός στο Ιράν: 26.271 νεκροί.
1988. Σεισμός στην Αρμενία: 25.000 νεκροί.
1976. Σεισμός στην Κίνα: 242.000 νεκροί.
1970. Κυκλώνας στο Μπαγκλαντές: 500.000 νεκροί.
 Τα νούμερα είναι τρομακτικά, αλλά επίσης τρομακτικό είναι το γεγονός ότι κάθε φορά, λίγες μέρες μετά την καταστροφή, ο κόσμος επιστρέφει  στην καθημερινότητά του και οι εκατόμβες των νεκρών ξεχνιούνται.
Και αυτό συμβαίνει, επειδή το ανθρώπινο είδος δεν κινδυνεύει, αντίθετα είναι είδος σε υπεραφθονία, τα άτομα υπολογίζονται αθροιστικά, άρα γίναμε απλώς αριθμοί. Στο μέλλον οι ατομικές απώλειες θα περνούν απαρατήρητες και ίσως να προκαλούν και συναισθήματα ανακούφισης σ’ αυτούς που θα μένουν πίσω.
 Είναι αλήθεια ότι στα περισσότερα ανεπτυγμένα κράτη παρατηρείται υπογεννητικότητα, ενώ αντίθετα στα αναπτυσσόμενα οι γεννήσεις είναι ανεξέλεγκτες. Οι απανταχού λοιπόν στοχαστές προτείνουν μέτρα για να ενθαρρυνθούν οι πολίτες των πλούσιων χωρών να κάνουν περισσότερα παιδιά, ώστε να υπάρξει μια έστω στοιχειώδης ισορροπία.
 Κοντόφθαλμη πολιτική κατά τη γνώμη μου.
Οι στοχαστές αυτοί καλύτερα να κουράσουν το μυαλό τους και να βρουν λύσεις, ώστε να αναχαιτιστεί ο υπερπληθυσμός που απειλεί την ποιότητα της ζωής όλης της ανθρωπότητας.
 Αν π.χ. ήμασταν τρία δισεκατομμύρια αντί για εξήμισι που είμαστε σήμερα, ο πλανήτης μας και η ζωή πάνω σ’ αυτόν θα υπέφεραν λιγότερο, το περιβάλλον θα ήταν καθαρότερο,  τα δάση δεν θα συρρικνώνονταν από την ακατάσχετη υλοτόμηση, οι θάλασσες δεν θα ήταν τόσο μολυσμένες, η καταναλωτική μανία θα έπεφτε στο μισό, οι πόλεις θα ήταν ανθρωπινότερες, οι πεινασμένοι λιγότεροι, η  άγρια εκμετάλλευση των ζώων για τις διατροφικές μας ανάγκες περιορισμένη, πολλά είδη πανίδας δεν θα κινδύνευαν με εξαφάνιση και πάρα πολλά άλλα προβλήματα που μας ταλανίζουν σήμερα θα είχαν λυθεί ή έστω δεν θα είχαν τη σημερινή οξύτητα.
 Κάποτε, στη δεκαετία του εβδομήντα, το πρόβλημα του υπερπληθυσμού απασχολούσε τον τύπο και τους σκεπτόμενους ανθρώπους. Μετά ξεχάστηκε, άγνωστο γιατί. Μπορεί αυτοί που χαράζουν πορεία στους προβληματισμούς μας να έκριναν ότι δεν αξίζει τον κόπο να ασχολούμαστε με ένα τέτοιο θέμα. Μπορεί ακόμα να σκέφτηκαν ότι είναι αμαρτία να αναιρέσουμε την εντολή που μας δόθηκε περί κατακυριεύσεως της Γης.
 Ποιος ξέρει.
 Έτσι λοιπόν την κατακυριεύσαμε αυτή την έρμη Γη και της δώσαμε να καταλάβει. Παραγκωνίσαμε ό,τι στάθηκε εμπόδιο στο δρόμο μας, πανίδα, χλωρίδα, φυσικά τοπία, φυσικές πηγές. Γίναμε, όπως λέει και ο Όμηρος «άχθος αρούρης», δηλαδή βάρος της γης. Και συνεχίζουμε ακάθεκτοι να αυξανόμαστε και να πληθυνόμαστε μέχρι να γίνουμε 50 δισεκατομμύρια, 100 δισεκατομμύρια, 500 δισεκατομμύρια και να αρχίσουμε κάποια στιγμή να τρώμε ο ένας τον άλλον.
Ευτυχώς εμείς, οι παρόντες άνθρωποι, δεν θα είμαστε εδώ για να πάρουμε μέρος στον κανιβαλισμό.
 Σημείωση:
Αυτή τη στιγμή η ανθρωπότητα καταβροχθίζει το ισοδύναμο ενός πλανήτη και μισού για τις ανάγκες της – το διπλάσιο απ’ ό,τι το 1966 – κυρίως λόγω της υπερκατανάλωσης που παρατηρείται στις πλούσιες χώρες. Το 2030 θα χρειάζεται δύο πλανήτες. Αν κάθε κάτοικος του πλανήτη ζούσε όπως ο μέσος κάτοικος των ΗΠΑ ή των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, θα χρειαζόμασταν 4,5 πλανήτες. Αν ζούσε όπως ο μέσος Ινδός, θα μας έφτανε ο μισός πλανήτης. Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, οι ΗΠΑ, η Εσθονία, ο Καναδάς, η Αυστραλία, το Κουβέιτ και η Ιρλανδία ανήκουν στις χώρες με τη μεγαλύτερη κατανάλωση των πηγών του πλανήτη.
  Μολονότι η υπερκατανάλωση  δεν είναι το κεντρικό θέμα του παρόντος άρθρου, σκέφτηκα να κάνω μια σύντομη αναφορά, επειδή  βλέπω να αυξάνεται ο κίνδυνος να αλληλοφαγωθούμε πολύ νωρίτερα απ’ όσο φανταζόμαστε.              Καίτη Βασιλάκου  

Δεν υπάρχουν σχόλια: