Γράφει ο Ηλίας Τσάκαλος
«Βλέπω γύρα. Το Ιόνιο Και η ελεύθερη γη μου !
Σικελιανός , Αλαφροΐσκιωτος , 36,37
Ολάκερη η ζωή σου φαίνεται πως είναι μια δικαιολογία για να οδεύσεις απ΄ την μήτρα ως το μνήμα αγωνιζόμενος για διάφορα όνειρα ανεκπλήρωτα που σου μάθανε να τα λες ιδανικά. Και βέβαια τα χρειάζεσαι και σε χρειάζονται για να παραδώσεις την σκυτάλη στους επόμενους, στους επόμενους, στους επόμενους απ΄την αρχή έως την συντέλεια του κόσμου....
Η δικαιολογία…Αυτό το άτιμο σαράκι που δυστυχώς αυτός που μοίρασε στον κόσμο την γνώση της δεν ήταν σοσιαλιστής, δεν την μοίρασε σε όλους τους ανθρώπους και την κράτησε εφτασφράγιστο μυστικό και επέτρεψε την χρήση της μόνο για τους μύστες και τους βασανισμένους απόγονους του Προμηθέα.
Κι εκεί είναι το τραγικό. Την βλέπεις να χρησιμοποιείται παντού χωρίς την γνώση της και να γίνεται ο καθένας ήρωας ενός μικρού η μεγάλου υπαρξιακού δράματος.
Αλλά γιατί όλος αυτός ο πρόλογος για δυό στίχους του Σικελιανού που τους βίωσα μαζύ με τον φίλο μου τον Αριστείδη τον Κατωπόδη (Καπέλο) πάνω στο Νησάκι του Άη-Νικόλα στα Δέματα εκεί που ο Σικελιανός απομονώθηκε, εμπνεύστηκε και έγραψε τον Αλαφροΐσκιωτο.
Να γιατί. Χρειάζονταν μια διαφυγή απ΄ το άθλιο παρόν που ζούμε αυτές τις ιστορικές στιγμές που προσπαθεί να μας λιώσει η μπότα των τυράννων του Χρήματος (εμάς κι όχι τους συνεργαζόμενους άθλιους ηθοποιούς της ιστορίας μας!) και απαιτούνταν μια δικαιολογία που βρέθηκε άνετα.
Και ποια μπορούσε να είναι καλύτερη δικαιολογία από ένα ψαρεματάκι μέσα απ΄τα Διαβασίδια στον Άη-Νικόλα κι έπειτα μια επίσκεψη στο νησάκι, ένα μπανάκι, ένα προσκύνημα και ν΄ αφεθεί ο νους μας στο Ιόνιο και την απόλυτη ελευθερία της γης μας που εκφράζεται μ΄αυτές τις απέραντες αποχρώσεις του μπλε της θάλασσας και του ουρανού που διακόπτονται στο πρώτο πλάνο απ΄ την μαύρη γραμμή του Πλακερού και τα αφρίζοντα κύματα του Ιονίου που σπάνε στα πλευρά του.
Ήταν επτά το πρωί σαν λύσαμε το πριάρι από το αραξοβόλι των Φυλακών. Περάσαμε τον Μώλο χαζεύοντας τις κενές καρέκλες των καταστημάτων. Φτάσαμε στον Πόντε. Περάσαμε τον Χέστη, τις Πέντε καμάρες, το Γερμανικό φανάρι, τον Απάνω Πόντε, το Πέραμα, το Κάστρο, την Πέρα Μεριά (Αυγερινού) το Πλακερό, φτάσαμε στο Μικρό Διαβασίδι, στο Μεγάλο Διαβασίδι περάσαμε προσεχτικά και μπήκαμε μέσα απ΄τα Διαβασίδια στην ρηχή θάλασσα του Άη-Νίκολα.
Ρίξαμε το παραγάδι των 100 αγκιστριών και τραβήξαμε στον Άη-Νικόλα. Κάναμε μπάνιο προσέχοντας τους αχινιούς που ξετρυπώνανε ανάμεσα στα φύκια. Ρηχά, ζεστά νερά που δεν είχαμε μάθει να κολυμπάμε. Βγήκαμε. Ανάψαμε κεριά στο εκκλησάκι προσέχοντας τα καντήλια μια και οι δυό μας είμαστε βλάστημοι. Ο Αριστείδης έφκιαξε έναν καφέ και άναψε το τσιγαράκι που του έπεφτε για να το απολαύσει κι εγώ μασούλησα τον αγκαθό του ψωμιού με λάδι και μια ντομάτα παραγωγής του κήπου του Αριστείδη. Ακούμπησα και έβγαλα τον Αλαφροΐσκιωτο να δω τι είδε Εκείνος και πως έζησε αυτό το νησάκι στο απόλυτο του θαλάσσιου ύδατος. Δεν ήταν δυνατόν να ακολουθήσει η σκέψη μου τα νοήματα του ποιήματος γιατί σκόνταψα πάνω στο
««Βλέπω γύρα. Το Ιόνιο
Και η ελεύθερη γή μου !»
Σικελιανός , Αλαφροΐσκιωτος , 36,37
Μέσα σ΄ αυτή τη δυστυχία που ζούμε πού να βρίσκεται «η ελεύθερη γη μου» σκέφτηκα και τι είδε Εκείνος και τι ήθελε να πει Εκείνος.
Σηκώθηκα σταύρωσα τα χέρια στο στήθος κι αμίλητος παρακολούθησα το γύρω Σύμπαν.
Στο βάθος η πόλη μου πνιγμένη στην αλισάχνη αναδύονταν με αυθάδεια θολή στην άκρη του γκριζωπού ελαιώνα. Το Κάστρο των Τόκων δείγμα του περάσματος απ΄την ζωή αυτού του τόπου των πολιτισμένων λαών της δύσης που κάθισε κι αυτό στο σβέρκο των προγόνων μας φιλοξενώντας Τούρκους, Ενετούς, Γάλλους, Ρώσους, Άγγλους και το κρατίδιο που ονομάστηκε Ελλάδα μέχρι να το παραλάβουμε εμείς και να ανάψουμε τον Φάρο του για να φωτίζει την πορεία των πλοίων κι ανάποδα μάλιστα. Το τέναγος του Αυλαίμονα που το διαπερνάει η διώρυγα των Κορινθίων μέχρι τις μέρες μας και που από κει πέρασαν εμπορικά και εμπορικά και στόλοι για να μοιράσουν τον κόσμο( Κορίνθιοι, Αθηναίοι, Κερκυραίοι, Ρωμαίοι) και η οποία συνεχίζει με το «Αυλάκι του Αυλαιμόνου, Αυλάκι της Βρυσούλας, Αυλάκι του Κουμάρου» (εκεί που ήταν το βασίλειο της γαρίδας του μπάρμπα Βασίλη του Κέμερη) μέχρι να βγει και να συναντήσει το νησάκι του Άη Νικόλα. Και το νησάκι που κάποτε ήταν λαζαρέτο για πανούκλα, λεπρούς, φυματικούς, συφλιάρηδες ναυτικούς, βλογιοκομμένους και χρησιμοποιήθηκε για λοιμοκαθαρτήριο για τα εισερχόμενα και εξερχόμενα πλοία που ναυλοχούσαν στο λιμάνι στα Δέματα. Και πέρα αλάργα το Άκτιο με την βάση των κατασκοπευτικών αεροπλάνων, με το αεροδρόμιο των τουριστών, με την άχρηστη πλέον πεδιάδα που φιλοδόξησε να διαθρέψει τους φτωχούς κι ακτήμονες κατοίκους της Λευκάδας . Κι από εκεί πέρασαν όλες οι φυλές του Ισραήλ.
Πού είδε την ελευθερία της γης μας ο Σικελιανός ή ήταν τόσο πολύ αφελής ή δεν είχε γνώση καμία στην ηλικία των δέκα οχτώ χρόνων….
Ο Φίλος μου ο Αριστείδης βλέποντας να μην μιλάω και να περιστρέφω το βλέμμα μου γύρω-γύρω με φώναξε:
-Τι έπαθες και δεν μιλάς; Τι βλέπεις;
-Τίποτε προσπαθώ να δω την ελευθερία της γης μου του Σικελιανού. Τόσο αλαφροΐσκιωτος ήταν και μετά είχε άδικο ο Βάρναλης που τον κορόϊδευε ότι δεν μπορούσε να περπατήσει στα κύματα τόσο μεγάλος ποιητής.
-Θα πάθεις καμία και θα γελάνε με σένα. Φυλάξου. Πού την βρήκες την ελευθερία κακομοίρη μου;
Δεν του απάντησα. Είπα «ο Καπέλος μπορεί να πει ότι θέλει, ασύδοτο τον έχω έτσι ή αλλιώς». Κοίταξα πέρα την θάλασσα να σκουραίνει , να γίνεται βαθειά γαλάζα, να χάνεται και να σμίγει στα πέρατα της ματιάς μου με τον ουρανό κι ενωμένα πια κι αυτούσια τα δυό στοιχειά να με σκεπάζουν ολόκληρο κι εμένα και την γη μου και το σύμπαν μου κι εγώ στην μέση να μιλάω Ελληνικά, να μιλάω και να σκέφτομαι στην γλώσσα του Ομήρου κοιτάζοντας τον αυτόν τον ίδιο τον μάταιο κόσμο με την κάθε λογής αυταπάτη του κι ανάμεσα σ΄ αυτές το γελοίο της παρουσίας του αδύνατου των παντοδύναμων του παρόντος.
Κι είπα να η Ελευθερία μας, να τη
««Βλέπω γύρα. Το Ιόνιο
Και η ελεύθερη γή μου !»
Σικελιανός , Αλαφροΐσκιωτος , 36,37
Αυτήν την Ελευθερία κι αυτήν την τσαχπινιά της φυλής μας δεν μας την παίρνει κανείς, μα κανείς και στο τέλος εμείς θα νικήσουμε που έχουμε αυτή τη γη, αυτό το ταπεινό νησάκι στο απέραντο του Κόσμου, αυτήν την γλώσσα του Ομήρου κι αυτή τη γνώση του παράλογου της αδυναμίας της παντοδυναμίας!
Κι έτσι
««Βλέπω γύρα. Το Ιόνιο
Και η ελεύθερη γη μου !»…………..
ΥΓ τι σας έλεγα για τις δικαιολογίες βλέπετε ένα ψαρεματάκι τι έγινε. Γεια σου Φίλε Αριστείδη με το παραγάδι σου κι ας μην πιάσαμε λέπι. FortsaLefkada.gr
«Βλέπω γύρα. Το Ιόνιο Και η ελεύθερη γη μου !
Σικελιανός , Αλαφροΐσκιωτος , 36,37
Ολάκερη η ζωή σου φαίνεται πως είναι μια δικαιολογία για να οδεύσεις απ΄ την μήτρα ως το μνήμα αγωνιζόμενος για διάφορα όνειρα ανεκπλήρωτα που σου μάθανε να τα λες ιδανικά. Και βέβαια τα χρειάζεσαι και σε χρειάζονται για να παραδώσεις την σκυτάλη στους επόμενους, στους επόμενους, στους επόμενους απ΄την αρχή έως την συντέλεια του κόσμου....
Η δικαιολογία…Αυτό το άτιμο σαράκι που δυστυχώς αυτός που μοίρασε στον κόσμο την γνώση της δεν ήταν σοσιαλιστής, δεν την μοίρασε σε όλους τους ανθρώπους και την κράτησε εφτασφράγιστο μυστικό και επέτρεψε την χρήση της μόνο για τους μύστες και τους βασανισμένους απόγονους του Προμηθέα.
Κι εκεί είναι το τραγικό. Την βλέπεις να χρησιμοποιείται παντού χωρίς την γνώση της και να γίνεται ο καθένας ήρωας ενός μικρού η μεγάλου υπαρξιακού δράματος.
Αλλά γιατί όλος αυτός ο πρόλογος για δυό στίχους του Σικελιανού που τους βίωσα μαζύ με τον φίλο μου τον Αριστείδη τον Κατωπόδη (Καπέλο) πάνω στο Νησάκι του Άη-Νικόλα στα Δέματα εκεί που ο Σικελιανός απομονώθηκε, εμπνεύστηκε και έγραψε τον Αλαφροΐσκιωτο.
Να γιατί. Χρειάζονταν μια διαφυγή απ΄ το άθλιο παρόν που ζούμε αυτές τις ιστορικές στιγμές που προσπαθεί να μας λιώσει η μπότα των τυράννων του Χρήματος (εμάς κι όχι τους συνεργαζόμενους άθλιους ηθοποιούς της ιστορίας μας!) και απαιτούνταν μια δικαιολογία που βρέθηκε άνετα.
Και ποια μπορούσε να είναι καλύτερη δικαιολογία από ένα ψαρεματάκι μέσα απ΄τα Διαβασίδια στον Άη-Νικόλα κι έπειτα μια επίσκεψη στο νησάκι, ένα μπανάκι, ένα προσκύνημα και ν΄ αφεθεί ο νους μας στο Ιόνιο και την απόλυτη ελευθερία της γης μας που εκφράζεται μ΄αυτές τις απέραντες αποχρώσεις του μπλε της θάλασσας και του ουρανού που διακόπτονται στο πρώτο πλάνο απ΄ την μαύρη γραμμή του Πλακερού και τα αφρίζοντα κύματα του Ιονίου που σπάνε στα πλευρά του.
Ήταν επτά το πρωί σαν λύσαμε το πριάρι από το αραξοβόλι των Φυλακών. Περάσαμε τον Μώλο χαζεύοντας τις κενές καρέκλες των καταστημάτων. Φτάσαμε στον Πόντε. Περάσαμε τον Χέστη, τις Πέντε καμάρες, το Γερμανικό φανάρι, τον Απάνω Πόντε, το Πέραμα, το Κάστρο, την Πέρα Μεριά (Αυγερινού) το Πλακερό, φτάσαμε στο Μικρό Διαβασίδι, στο Μεγάλο Διαβασίδι περάσαμε προσεχτικά και μπήκαμε μέσα απ΄τα Διαβασίδια στην ρηχή θάλασσα του Άη-Νίκολα.
Ρίξαμε το παραγάδι των 100 αγκιστριών και τραβήξαμε στον Άη-Νικόλα. Κάναμε μπάνιο προσέχοντας τους αχινιούς που ξετρυπώνανε ανάμεσα στα φύκια. Ρηχά, ζεστά νερά που δεν είχαμε μάθει να κολυμπάμε. Βγήκαμε. Ανάψαμε κεριά στο εκκλησάκι προσέχοντας τα καντήλια μια και οι δυό μας είμαστε βλάστημοι. Ο Αριστείδης έφκιαξε έναν καφέ και άναψε το τσιγαράκι που του έπεφτε για να το απολαύσει κι εγώ μασούλησα τον αγκαθό του ψωμιού με λάδι και μια ντομάτα παραγωγής του κήπου του Αριστείδη. Ακούμπησα και έβγαλα τον Αλαφροΐσκιωτο να δω τι είδε Εκείνος και πως έζησε αυτό το νησάκι στο απόλυτο του θαλάσσιου ύδατος. Δεν ήταν δυνατόν να ακολουθήσει η σκέψη μου τα νοήματα του ποιήματος γιατί σκόνταψα πάνω στο
««Βλέπω γύρα. Το Ιόνιο
Και η ελεύθερη γή μου !»
Σικελιανός , Αλαφροΐσκιωτος , 36,37
Μέσα σ΄ αυτή τη δυστυχία που ζούμε πού να βρίσκεται «η ελεύθερη γη μου» σκέφτηκα και τι είδε Εκείνος και τι ήθελε να πει Εκείνος.
Σηκώθηκα σταύρωσα τα χέρια στο στήθος κι αμίλητος παρακολούθησα το γύρω Σύμπαν.
Στο βάθος η πόλη μου πνιγμένη στην αλισάχνη αναδύονταν με αυθάδεια θολή στην άκρη του γκριζωπού ελαιώνα. Το Κάστρο των Τόκων δείγμα του περάσματος απ΄την ζωή αυτού του τόπου των πολιτισμένων λαών της δύσης που κάθισε κι αυτό στο σβέρκο των προγόνων μας φιλοξενώντας Τούρκους, Ενετούς, Γάλλους, Ρώσους, Άγγλους και το κρατίδιο που ονομάστηκε Ελλάδα μέχρι να το παραλάβουμε εμείς και να ανάψουμε τον Φάρο του για να φωτίζει την πορεία των πλοίων κι ανάποδα μάλιστα. Το τέναγος του Αυλαίμονα που το διαπερνάει η διώρυγα των Κορινθίων μέχρι τις μέρες μας και που από κει πέρασαν εμπορικά και εμπορικά και στόλοι για να μοιράσουν τον κόσμο( Κορίνθιοι, Αθηναίοι, Κερκυραίοι, Ρωμαίοι) και η οποία συνεχίζει με το «Αυλάκι του Αυλαιμόνου, Αυλάκι της Βρυσούλας, Αυλάκι του Κουμάρου» (εκεί που ήταν το βασίλειο της γαρίδας του μπάρμπα Βασίλη του Κέμερη) μέχρι να βγει και να συναντήσει το νησάκι του Άη Νικόλα. Και το νησάκι που κάποτε ήταν λαζαρέτο για πανούκλα, λεπρούς, φυματικούς, συφλιάρηδες ναυτικούς, βλογιοκομμένους και χρησιμοποιήθηκε για λοιμοκαθαρτήριο για τα εισερχόμενα και εξερχόμενα πλοία που ναυλοχούσαν στο λιμάνι στα Δέματα. Και πέρα αλάργα το Άκτιο με την βάση των κατασκοπευτικών αεροπλάνων, με το αεροδρόμιο των τουριστών, με την άχρηστη πλέον πεδιάδα που φιλοδόξησε να διαθρέψει τους φτωχούς κι ακτήμονες κατοίκους της Λευκάδας . Κι από εκεί πέρασαν όλες οι φυλές του Ισραήλ.
Πού είδε την ελευθερία της γης μας ο Σικελιανός ή ήταν τόσο πολύ αφελής ή δεν είχε γνώση καμία στην ηλικία των δέκα οχτώ χρόνων….
Ο Φίλος μου ο Αριστείδης βλέποντας να μην μιλάω και να περιστρέφω το βλέμμα μου γύρω-γύρω με φώναξε:
-Τι έπαθες και δεν μιλάς; Τι βλέπεις;
-Τίποτε προσπαθώ να δω την ελευθερία της γης μου του Σικελιανού. Τόσο αλαφροΐσκιωτος ήταν και μετά είχε άδικο ο Βάρναλης που τον κορόϊδευε ότι δεν μπορούσε να περπατήσει στα κύματα τόσο μεγάλος ποιητής.
-Θα πάθεις καμία και θα γελάνε με σένα. Φυλάξου. Πού την βρήκες την ελευθερία κακομοίρη μου;
Δεν του απάντησα. Είπα «ο Καπέλος μπορεί να πει ότι θέλει, ασύδοτο τον έχω έτσι ή αλλιώς». Κοίταξα πέρα την θάλασσα να σκουραίνει , να γίνεται βαθειά γαλάζα, να χάνεται και να σμίγει στα πέρατα της ματιάς μου με τον ουρανό κι ενωμένα πια κι αυτούσια τα δυό στοιχειά να με σκεπάζουν ολόκληρο κι εμένα και την γη μου και το σύμπαν μου κι εγώ στην μέση να μιλάω Ελληνικά, να μιλάω και να σκέφτομαι στην γλώσσα του Ομήρου κοιτάζοντας τον αυτόν τον ίδιο τον μάταιο κόσμο με την κάθε λογής αυταπάτη του κι ανάμεσα σ΄ αυτές το γελοίο της παρουσίας του αδύνατου των παντοδύναμων του παρόντος.
Κι είπα να η Ελευθερία μας, να τη
««Βλέπω γύρα. Το Ιόνιο
Και η ελεύθερη γή μου !»
Σικελιανός , Αλαφροΐσκιωτος , 36,37
Αυτήν την Ελευθερία κι αυτήν την τσαχπινιά της φυλής μας δεν μας την παίρνει κανείς, μα κανείς και στο τέλος εμείς θα νικήσουμε που έχουμε αυτή τη γη, αυτό το ταπεινό νησάκι στο απέραντο του Κόσμου, αυτήν την γλώσσα του Ομήρου κι αυτή τη γνώση του παράλογου της αδυναμίας της παντοδυναμίας!
Κι έτσι
««Βλέπω γύρα. Το Ιόνιο
Και η ελεύθερη γη μου !»…………..
ΥΓ τι σας έλεγα για τις δικαιολογίες βλέπετε ένα ψαρεματάκι τι έγινε. Γεια σου Φίλε Αριστείδη με το παραγάδι σου κι ας μην πιάσαμε λέπι. FortsaLefkada.gr
Ηλίας Τσάκαλος |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου