Θανάσης Μπαντές
«Ο μαρξισμός είναι μια απόπειρα απάντησης σε ερωτήματα τόσο παλιά, όσο και οι μούμιες του Φαραώ».
Βασίλης Ραφαηλίδης
Δημοσιευμένη για πρώτη
φορά το 1907 «η Σιδερένια Φτέρνα» του Λόντον συνεχίζει να ενεργεί
αυτόβουλα ακόμη και σήμερα. Κι όταν λέμε αυτόβουλα εννοούμε αυθύπαρκτα,
ανεξάρτητα, αυτόφωτα, σαν αυτοτελές λογοτεχνικό υποκείμενο που διαχέεται
μέσα στα χρόνια σε μια πορεία καθαρά προσωπική, χωρίς καμία
διαμεσολαβητική ανάγκη ερμηνείας ή σύστασης ή καθορισμού ή ένταξης μέσα
στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι του ίδιου του δημιουργού του. ...
Η διάδοσή του
κρίνεται δεδομένη, στα όρια του αυτονόητου, σαν αναντίρρητος
αυτοματισμός, που όμως διαιωνίζεται χωρίς να χάνει κανένα ίχνος του
αυστηρού του αυτοπροσδιορισμού, κινούμενος από δυνάμεις ανεξέλεγκτες,
δυνάμεις που ο ίδιος ο Λόντον θα τις κοιτούσε αμήχανος. Κι εδώ ακριβώς
είναι η ουσία της αυτοδύναμης λογοτεχνικής ορμής, που αναγκαστικά
αποσπάται όχι μόνο από το δημιουργό, αλλά από κάθε εξάρτηση, ως κομμάτι
ξεχωριστό, ως οντότητα. Κι αυτό είναι το έργο τέχνης που παραμένει στο
χρόνο, μια αυτόνομη οντότητα. Έτσι εξηγούνται οι πολλαπλές αναγνώσεις,
που – σχεδόν πάντα – ξεπερνούν το δημιουργό. Γιατί τελικά κάθε γνήσιο
έργο τέχνης, ως αυτόνομη οντότητα, δεν μπορεί να μπει σε κανένα καλούπι.
Έχει βούληση και δρα στον καθένα διαφορετικά. Γιατί πουθενά δεν ανήκει.
Γι’ αυτό λέμε ότι «η Σιδερένια Φτέρνα» ενεργεί. Γιατί συγκλονίζει όλους
τους αναγνώστες, είτε συμφωνούν είτε όχι με τις κομμουνιστικές της
ιδέες. Γιατί γεννήθηκε πριν από τον υπαρκτό σοσιαλισμό και συνεχίζει και
μετά το τέλος του. Γιατί τελικά ξεπερνά όλες τις ιδεολογικές
στρατεύσεις.
Η αντίφαση
αυτή του ξεκάθαρου κομμουνιστικού προσανατολισμού και της τελικής
αυτόνομης λογοτεχνικής πορείας που χειραφετείται από κάθε ιδεολογικό
πατρονάρισμα δεν μπορεί να ερμηνευτεί παρά μόνο συνειδητοποιώντας ότι «η
Σιδερένια Φτέρνα» δεν ανήκει σ’ αυτό που λέμε στρατευμένη τέχνη. Γιατί
το στρατευμένο κουβαλά έναν αρνητισμό μέσα του. Κουβαλά την ιδεολογική
ακαμψία, το αδιάλλακτο, το μοιραία παρωχημένο. Και πέρα από αυτό η
στράτευση μπορεί να κρύβει και καιροσκοπισμό. Τι πιο εύκολο από την
εκμετάλλευση ιδεών για καλλιτεχνικές εισπράξεις. Η επιτηδευμένη
καλλιτεχνική προσχώρηση σε χώρους πολιτικούς είναι αυτόματη πρόσβαση σε
κοινό που μπορεί να καταναλώσει, είναι δηλαδή η απόλυτη
εμπορευματοποίηση που μετατρέπει τον καλλιτέχνη σε αλεπού που μπαίνει
στο κοτέτσι (χωρίς να αναφερόμαστε σε περιπτώσεις εξαναγκαστικής
στράτευσης από καταπιεστικά καθεστώτα). Όμως ο Λόντον απέχει πολύ από
όλα αυτά. Ο Λόντον ούτε ψάχνει κοινό, ούτε εξαναγκάζεται. Ο Λόντον
συναινεί, δηλαδή βρίσκει όραμα, δηλαδή αποκτά την κινητήρια δύναμη της
καλλιτεχνικής του δράσης απολύτως ελεύθερα, αποδεικνύοντας ότι ο
καλλιτέχνης οφείλει να μην στρατεύεται, αλλά να ενεργεί αυτοβούλως κι
ότι, εφόσον οι πολιτικές του ιδέες διαμορφώνονται ανεπιτήδευτα (κι
ανυστερόβουλα), οφείλει εξίσου να τις εξωτερικεύει χωρίς να φοβάται
χαρακτηρισμούς ή μομφές για έλλειψη αντικειμενικότητας, που μπορεί να
φέρουν δυσαρέσκεια και κατ’ επέκταση διαφυγόντα κέρδη από τη μείωση των
πωλήσεων. Με άλλα λόγια καθίσταται σαφές ότι ο καλλιτέχνης οφείλει να
υπηρετεί την προσωπική του αλήθεια (με όλες της τις αμφιταλαντεύσεις και
αναθεωρήσεις) ασχέτως που θα οδηγήσει αυτή κι ότι αν η επιτηδευμένη
ιδεολογική προσέγγιση αποτελεί στράτευση, με την αρνητική έννοια, άλλο
τόσο αρνητική είναι και η στράτευση της επιτηδευμένης αποστασιοποίησης
με τη λογική του «να μην καρφωνόμαστε». Στο λεξικό του Μπαμπινιώτη ως
στράτευση ορίζεται «η αγωνιστική προσήλωση σε συγκεκριμένη ιδέα,
ιδεολογία, σε πολιτικό, κοινωνικό κλπ στόχο». Η στράτευση λοιπόν δεν
έχει να κάνει τόσο με τις ιδεολογικές επιλογές, όσο με την προσήλωση σ’
αυτές τις επιλογές, και η προσήλωση κρύβει την ανελαστικότητα. Φυσικά,
βλέποντας το πολυδιάστατο έργο του Λόντον σε καμία περίπτωση δεν
μπορούμε να του προσάψουμε προσήλωση. Ο Λόντον είναι ένα πολύ ενδεικτικό
παράδειγμα – φυσικά όχι μοναδικό – αυτού του επαναπροσδιορισμού του
όρου στράτευση.
Όμως ο Λόντον,
πέρα από αστράτευτος, είναι και βαθύτατα μαρξιστής. Η παραδοξότητα του
αστράτευτου μαρξιστή δεν λειτουργεί ως μαρξιστικός ρεβιζιονισμός, (ως
αναθεώρηση κάτω από το πρίσμα μιας προσωπικής εκδοχής), αλλά ως
συγκεκριμένη πολιτική τοποθέτηση που αφορά την ερμηνεία και το
μελλοντικό όραμα του κόσμου ξεπερνώντας όλες τις γραμμές, κομματικές ή
μη. Με άλλα λόγια ο μαρξισμός δεν συνεπάγεται καμία αναγκαστική
στράτευση σε κανένα συγκεκριμένο κομματικό χώρο. (Και ο Πετρόπουλος
δηλώνει μαρξιστής και σαφώς τίθεται υπεράνω οποιασδήποτε κομματικής
γραμμής). Θα λέγαμε ούτε καν πολιτικό (χώρο), αφού, αν εξαιρέσουμε την
άκρα δεξιά, θαυμαστές του Μαρξ μπορούμε να βρούμε σε όλα τα πολιτικά
φάσματα, ακόμη και στους πιο σκληρούς καπιταλιστικούς κύκλους. Ο Βασίλης
Ραφαηλίδης στην «Μεγάλη Περιπέτεια του Μαρξισμού» αναφέρει: «Ο Τζωρτζ
Σόρος το συνιστά (Το Κεφάλαιο) στους καπιταλιστές προκειμένου να
καταλάβουν τι είναι αυτό που υπηρετούν, ώστε να το υπηρετήσουν
καλύτερα». (σελ. 82). Η ταύτιση του όρου μαρξιστής με τον όρο
στρατευμένος είναι επίπλαστη, είναι η εκ των προτέρων κακόβουλη κριτική,
που καμουφλάρεται πίσω από τις λέξεις για να περάσει απαρατήρητη και να
μετατραπεί σε αντικειμενική αλήθεια. Ο στρατευμένος είναι ο
προσηλωμένος που σταδιακά παραπέμπει στο φανατισμό, στη στενοκεφαλιά,
δηλαδή στο ανελεύθερο. Κάθε πρωτοποριακή ιδέα μετριάζεται εκ των
προτέρων, αφού μόνο επιφυλακτικοί οφείλουμε να είμαστε με έναν
στρατευμένο. Υπό αυτούς τους όρους η έννοια στρατευμένος καθίσταται
ψευδοέννοια, αφού δεν είναι τίποτε άλλο από τη συγκάλυψη της μικρόψυχης
επιφυλακτικότητας και της αμβλύνου καχυποψίας που οδηγούν στην πιο
στενοκέφαλη απόρριψη μεταθέτοντας τις ευθύνες στον άλλο. «Εγώ δεν έχω
παρωπίδες, εσύ είσαι στρατευμένος». (Η περίπτωση της προπαγάνδας μέσα
από την τέχνη είναι ένα τελείως διαφορετικό κεφάλαιο). Βέβαια, και ο
χώρος της αριστεράς, ως σύνολο, παίζει το ρόλο του σ’ αυτή την ιστορία. Η
διαρκής αναζήτηση της μαρξιστικής ορθοδοξίας με τις αναρίθμητες
διασπάσεις και τα παρατράγουδα σηματοδοτούν ένα μαρξισμό θρησκευτικού
τύπου, άκαμπτο και απόμακρο, όπως όλα τα δόγματα, όπου όλοι κατέχουν την
πραγματική αλήθεια και κατηγορούν τους αιρετικούς που βέβαια λέγονται
ρεβιζιονιστές, οπορτουνιστές κλπ. Πρόκειται για την αποκρουστικότερη
μαρξιστική οπτική, αφού του στερεί κάθε δυνατότητα εξέλιξης, δηλαδή κάθε
δυνατότητα ένταξης στην τρέχουσα πραγματικότητα, θέτοντάς τον εκτός
κοινωνικού οράματος. Ο μαρξισμός από ιδεολογία κοινωνικής συνοχής
μετατρέπεται σε διαχωριστικό σύνορο ανάμεσα σε ανθρώπους που προβάλλουν
την πιο ανόθευτη αυστηρότητα. Κι εδώ δε μιλάμε για πολιτικούς αριβισμούς
που ξεχειλώνουν τον Μαρξ προκειμένου να δικαιολογήσουν τα
αδικαιολόγητα. Εδώ μιλάμε για την ίδια την εξελικτική πορεία της
μαρξιστικής σκέψης που οφείλει να συνεχιστεί. Ένα τυχαίο παράδειγμα
είναι η σχολή της Φραγκφούρτης, που συσχέτισε το μαρξισμό με το
φροϋδισμό, δεχόμενη πόλεμο από τους ορθόδοξους μαρξιστές που τα θεώρησαν
όλα αυτά αστικό ατομικισμό. Ο Μαρξ, από άκρατος υποστηρικτής της
διαλεκτικής, μεταβάλλεται σε αντιδιαλεκτικό δόγμα, αφού νόημα δεν έχει η
σύνθεση, αλλά η καθαρότητα. Κι αυτός είναι ο αντιδραστικός μαρξισμός,
που γεννιέται στην αριστερά και που προφανώς «θεμελιώνεται» από το
διαχωρισμό που κάνει ο Μαρξ στο «Κομμουνιστικό μανιφέστο» από άλλα –
κατά τη γνώμη του – στρεβλά σοσιαλιστικά ρεύματα. Όμως άλλο το
ξεκαθάρισμα της ιδέας, και μάλιστα τη στιγμή που γεννιέται, κι άλλο η
καταδίκη σε στασιμότητα. Άλλο η διαφοροποίηση από άλλες ιδέες κι άλλο η
νευρωτική επιμονή στα παραδεδεγμένα. Ο κατακερματισμός της αριστεράς σε
όλους αυτούς τους -ισμούς (τροτσκισμός, λενινισμός, μαοϊσμός,
σταλινισμός κλπ) δεν είναι παρά η εκ των έσω εκμηδένισή της, αφού το
συλλογικό μαρξιστικό όραμα μετατρέπεται σε εγωιστικό παιχνίδι ερμηνείας.
Όμως ο μαρξισμός δεν μπορεί να εγκλωβιστεί σε τέτοιου είδους τερτίπια. Ο
μαρξισμός πρέπει να συνεχίσει την πολιτική και φιλοσοφική του πορεία.
Γιατί ο μαρξισμός αποπειράται να απαντήσει «σε ερωτήματα τόσο παλιά, όσο
και οι μούμιες των Φαραώ». (σελ. 17).
Όμως ο Λόντον
στέκεται πολύ μακριά από όλα αυτά. (Εξάλλου, σε μεγάλο βαθμό, δε θα
μπορούσε και να τα γνωρίζει). Ο Λόντον αναπαριστά τη μαρξιστική θεωρία
όπως ο ίδιος την αντιλαμβάνεται. Και το κάνει περίφημα. Η τοποθέτηση του
χρόνου στο μέλλον, δεν είναι παρά η πραγμάτωση της μαρξιστικής αταξικής
κοινωνίας και η καπιταλιστική κριτική διατυπώνεται ως εξιστόρηση του
θλιβερού καπιταλιστικού παρελθόντος. Η μαρξιστική πάλη των τάξεων
βρίσκεται σταθερά σε πρώτο πλάνο τόσο μπροστά στα βουνά της ανθρώπινης
εξαθλίωσης, όσο και στην τελική σφαγή που συντελείται στο Σικάγο. Δεν
είναι μόνο ο ανάπηρος Τζάκσον που φυτοζωεί πλέκοντας βούρλα έξω από την
παράγκα του, είναι και ο κεφαλαιοκράτης Γουίκσον που ξεκαθαρίζει: «Όταν
θα απλώσετε τα χέρια σας …. να αρπάξετε τα παλάτια μας και τη χρυσωμένη
μας άνεση, θα σας δείξουμε τι σημαίνει δύναμη. Θα απαντήσουμε με οβίδες
και ριπές πολυβόλων. Θα λιώσουμε εσάς τους επαναστάτες κάτω από τη
φτέρνα μας και θα περπατήσουμε πάνω στα πρόσωπά σας». (σελ. 90). Όλα
καθορίζονται από τη δύναμη της ισχύος με τον πιο βάρβαρο, τον πιο
πρωτόγονο τρόπο, αφού όλοι θα συγκαλύψουν τους ιστούς της σιδερένιας
(καπιταλιστικής) φτέρνας στους οποίους είναι αξεδιάλυτα δεμένοι. Γιατί η
εταιρεία κατάφερε να μην πληρώσει καμία αποζημίωση για το ατύχημα του
Τζάκσον που τον άφησε ανάπηρο. Ο πετυχημένος δικηγόρος τα κατάφερε μια
χαρά. Φυσικά και οι δικαστές δεν τον έφεραν σε δύσκολη θέση. Εξάλλου και
κανένας εργάτης δεν τόλμησε να πει την αλήθεια. Όσο για τον επιστάτη,
έτσι κι αλλιώς ήταν άνθρωπος εμπιστοσύνης. Οι δικαστές, οι πολιτικοί, η
αστυνομία, ο στρατός, οι δημοσιογράφοι, οι πάντες στηρίζουν το σύστημα. Ο
Τζάκσον θα συνεχίσει να φυτοζωεί στην παράγκα του στο πλαίσιο της
καπιταλιστικής οικονομίας, που συγκεντρώνει τον πλούτο σε όλο και
λιγότερους, τους κατόχους των μέσων της νέας, εξελιγμένης μαζικής
παραγωγής. Οι μικροπαραγωγοί και οι βιοτέχνες, άλλοτε εύποροι και
εχθρικοί προς την εργατική τάξη, ακολουθούν τους εργάτες στην εξαθλίωση.
Τώρα αντιτίθενται στα τραστ που σαρώνουν τα πάντα. Ο επαναστάτης
Έβερχαρντ – ίσως η μυθιστορηματική φιγούρα του ίδιου του Μαρξ – τους
χλευάζει και τους συγκρίνει με τους εργάτες που έσπαζαν τις μηχανές. Ο
καπιταλισμός αναπτύσσεται δημιουργώντας πλεόνασμα αγαθών που πρέπει να
διοχετευτεί. Ο έλεγχος των ξένων αγορών είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Ο
πόλεμος είναι προ των πυλών. Όσο για τον ιστορικό υλισμό, είναι
ολοφάνερος – σχεδόν με τη μορφή μαθήματος – στην συζήτηση του Έβερχαρντ
με τους εκπροσώπους της εκκλησίας, όπου ο θρησκευτικός ιδεαλισμός
γίνεται κομμάτια μπροστά στην επιμονή στα γεγονότα και μόνο στα
γεγονότα. Οι μεταφυσικές αναζητήσεις για το πόσοι άγγελοι χωράνε στα
κεφάλι της καρφίτσας συντρίβονται οριστικά. Η εκκλησιαστική μεταφυσική
δεν έχει καμία σχέση με την κίνηση της ιστορίας που καθορίζεται αυστηρά
με οικονομικούς – επιστημονικούς όρους. Η θρησκευτική μεταφυσική έχει
άλλο ρόλο. Εδραιώνει την ισχύ της δυνατότερης τάξης. Δεν την δημιουργεί,
τη διασφαλίζει. Είναι ο πιο πιστός σύμμαχός της: «Η καπιταλιστική τάξη
σας πληρώνει, σας τρέφει, σας ρίχνει στην πλάτη αυτά τα ρούχα που φοράτε
εδώ απόψε. Σε αντάλλαγμα διδάσκετε στα αφεντικά σας αυτά τα άχυρα της
μεταφυσικής που τους είναι ιδιαίτερα ευπρόσδεκτα και είναι ευπρόσδεκτα
γιατί δεν απειλούν την εδραιωμένη κοινωνική τάξη πραγμάτων». (σελ. 31).
Κατά έναν περίεργο τρόπο, όλες αυτές οι «στρατευμένες» (κι ως εκ τούτου
ντεμοντέ) μαρξιστικές ιστοριούλες αποκτούν καθημερινά όλο και
μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
Τζακ Λόντον «Η Σιδερένια Φτέρνα» εκδόσεις «νέα σύνορα Α. Λιβάνης» Αθήνα 1980
Βασίλης Ραφαηλίδης «Η μεγάλη περιπέτεια του Μαρξισμού» εκδόσεις του ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ Αθήνα 1999
αριστερό blog
αριστερό blog
2 σχόλια:
Αγαπημένοι και οι δύο!
Πολύ ωραίο Γιάννη, το χάρηκα.
Καλό απόγευμα!
Nα εισαι καλα Δαφνη,καλο βραδυ και ευχαριστω για την επισκεψη!
Δημοσίευση σχολίου