Ραψ’ το αλλιώς θα στο ράψουν |
Σε ζούγκλες μέσα, σε ερήμους, σε στάδια που έγιναν καταυλισμοί για τους αδύναμους και τους κατατρεγμένους αυτού του κόσμου. Κι είναι μερικές εικόνες που όσο και αν προσπαθώ να ξεχάσω μαζί με τα καταχωνιασμένα βίντεο που έχω στο αρχείο, αυτές δεν λένε να ξεκολλήσουν από την οθόνη του μυαλού μου. Εικόνες σκληρές, γεμάτες από τα απάνθρωπα έργα των ανθρώπων. Είναι στιγμές που νιώθω ότι κουβαλάω τα τραύματα ενός στρατιώτη βετεράνου, έτσι καθώς συχνά-πυκνά τινάζομαι μέσα στη νύχτα και βλέπω απέναντί μου να με κοιτά κατάματα στα μάτια εκείνο το γλυκό κοριτσίστικο προσωπάκι που είχαν βιάσει τότε, έξω από εκείνο το αχυρένιο σπίτι, κι ύστερα φωτιά, φωτιά, φωτιά, παντού φωτιά, καθώς γυναικόπαιδα έτρεχαν γυμνά με πέλματα καμμένα και μαλλιά λαμπαδιασμένα, νερό, ρε, φέρτε νερό, εδώ ο κόσμος καίγεται την ίδια ώρα που διψά. Και σηκώνομαι απότομα για να συνέλθω και να δροσιστώ και έτσι, καταπίνοντας, θυμάμαι τους λαούς εκείνους που ξυπνάνε με τα χέρια γύρω από το λαιμό και αργοπεθαίνουν και πνίγονται σε μια γουλιά νερό.
Ξημέρωσε γρήγορα, ευτυχώς. Είναι μέρες τώρα που με ξυπνά αυτός ο υπέροχος ήλιος, έτσι όπως πρόωρα ανατέλλει και λούζει με φως τον απέραντο καταγάλανο ουρανό. Με έστειλαν εδώ για μια τελευταία δημοσιογραφική έρευνα, τη δυσκολότερη από όλες, μου είπαν. Ήρθα σε μια χώρα που μετρά κάθε ημέρα θύματα χιλιάδες, χωρίς να βρίσκεται σε πόλεμο. Που παρά το λαμπερό και γελαστό της κλίμα, οι κάτοικοί της περπατούν με πρόσωπα μαύρα και σκυφτά. Που δίπλα στα πιο μεγαλοπρεπή μνημεία του ανθρώπου, βλέπεις να γίνονται μάρμαρο οι άνθρωποι από την πείνα και τη μοναξιά. Που δίχως βόμβες να βουτάνε βαθιά μέσα στη γη, δίχως πυρομαχικά να καρφώνονται στα μέτωπα των περαστικών, πέφτουνε διαρκώς όλες οι γέφυρες της κοινωνίας και τα κενά ανάμεσα στις υπάρξεις γίνονται μεγαλύτερα ολοένα. Που χωρίς άρματα να ποδοπατάνε πεζοδρόμια και κορμιά, παραπατάς πάνω σε νεκρούς που μένουν έτσι αραδιασμένοι στα πλακόστρωτα, ηλιοκαμένοι και γυμνοί. Και όταν πας να τους περιεργαστείς, δεν βλέπεις αίματα στα δέρματά τους. Βλέπεις αριθμούς και σύμβολα νομισμάτων να τους έχουν καλύψει με βαθύ μαύρο όλη την καρδιά. Που ψάχνεις να βρεις μια σκιά να δροσιστείς, την ώρα που καύσωνας εξατμίζει τις ανάσες και νομίζεις ότι η σκιά ξαφνικά κινείται και λες ότι έχεις παραισθήσεις από την πολλή τη ζέστη αλλά σηκώνεις το ιδρωμένο κεφάλι σου ψηλά και διαπιστώνεις ότι δροσίζεσαι από τη σκιά ενός γέρου που κρεμάστηκε σε ένα κάγκελο από τη λουλουδάτη βεράντα του σπιτιού του. Είναι η εποχή που ανθίζει η φρίκη.
Ψάχνω να βρω μια κάποια παραμικρή εξήγηση για όλα τούτα τα περίεργα που συμβαίνουν εδώ πέρα. Χτυπάω μεσημεριάτικα τις πόρτες και μπαίνω σε σπίτια μέσα και ανοίγω όποια τηλεόραση βρεθεί μπροστά μου, αλλά διαρκώς πέφτω πάνω σε οθόνες μαύρες που δείχνουν μόνο μαύρο μαυρισμένο και τίποτε άλλο. Βάζω σε φουλ ένταση τα ραδιόφωνα αλλά από τα ηχεία δεν βγαίνουν ανθρώπινες φωνές, παρά μόνο ο συνεχής ήχος του κενού, ξέρω πολύ καλά αυτόν τον ήχο, είναι όπως τότε, όταν βάζεις το αυτί σου πάνω από έναν σκοτωμένο εργάτη, προσπαθώντας να καταλάβεις αν όντως έπαψε να υπάρχει ο σφυγμός του, ή όπως όταν προσπαθείς να επικεντρώσεις όλες τις αισθήσεις σου στο ελάχιστο εκείνο κλάσμα του δευτερολέπτου, ακριβώς πριν σκάσει η βόμβα χιλιόμετρα πιο πέρα και ταρακουνηθεί το έδαφος κάτω από τα πόδια σου και σωριαστείς λίγο μετά κι εσύ σαν θραύσμα από σφαίρα. Για τέτοιο κενό μιλάμε, κενό διαπεραστικό, θανατηφόρο. Και βλέπεις οικογένειες ολόκληρες να κάθονται αμίλητες, αγκαλιαστά, κρατώντας σημαιάκια πράσινα και μπλε, έχοντας μπουκώσει με τηλεχειριστήρια τα στόματα, καθώς βυθίζονται βαθιά σε καναπέδες τεράστιους, που έχουν το χρώμα της άμμου. Και είναι λες και ζωντανεύει το έπιπλο και γίνεται άμμος κινούμενη, που καταπίνει τα πάντα στο πέρασμά της, αντικείμενα, σημαιάκια και ανθρώπους, με την εξέχουσα παλάμη τους να κάνει το σύμβολο της νίκης, έτσι όπως ρουφιούνται κυκλικά και χάνονται προς τον ατέλειωτο πάτο του σαλονιού τους. Και με τη νίκη. Κι ας νικηθούμε.
Τρέχω να ξεφύγω μακριά, να φτάσω έως τη θάλασσα, να βουτήξω με φόρα μέσα στα διάφανα νερά της, να θυμηθώ ότι η χώρα τούτη έχει μέρη μαγικά και μπορεί να σε κάνει να ξεχάσεις τα βάσανα και να δεις τις αρνητικές σκέψεις να χάνονται, όπως το κύμα που σβήνει τώρα πάνω στην ακρογιαλιά. Μα έτσι όπως έχω παρασυρθεί και με ταχύτητα ορμάω, αντί να καταλήξω στο βυθό, πέφτω με δύναμη πάνω σε μερικές κοιλιές που έχουν κάτσει στη σειρά, πασαλειμμένες με λίπος και ιδρώτα. Και γλιστράει το πρόσωπό μου πάνω σε τρίχες που μπλέκονται με επίχρυσα στολίδια γύρω από αρωματισμένα μπράτσα και λαιμούς γεμάτους κρεατοελιά. Όπως κάνω να σκουπίσω την αηδία που κόλλησε πάνω στα μάγουλά μου, παρατηρώ ότι τούτοι εδώ οι τύποι λένε δυνατά λέξεις ελληνικές αλλά για κάποιον περίεργο λόγο όταν μιλάνε στραβώνουνε τα στόματά τους και χασκογελάνε φωναχτά και τα στραβά τους δόντια στάζουν νικοτίνη καφετιά και τα νύχια των ποδιών τους είναι πιο μεγάλα κι από τα ίδια τους τα πέλματα, έτσι όπως εξέχουν μέσα από σκισμένες σαγιονάρες και φτέρνες ποτισμένες με τις ουσίες της λίγδας. Δεν μπορεί να είναι απόγονοι των ένδοξων αρχαίων Ελλήνων όλοι αυτοί, δεν γίνεται να βλέπεις άντρες που το στήθος τους πάχυνε τόσο που σχημάτισε βυζιά, δεν είναι δυνατόν οι γυναίκες αντί για φύλλα ελιάς να ρίχνουν στο πέλαγος αποτσίγαρα, δεν στέκει μικρά παιδιά να πετάνε σακούλες μ’ αποφάγια και πλαστικά κουτιά έξω από τα παράθυρα των φιμέ αυτοκινήτων. Σαν ταινία τρόμου μοιάζει. Κι ύστερα ήρθαν οι μπάσταρδοι.
Πετυχαίνω το πρώτο λεωφορείο και ανεβαίνω γρήγορα τα σκαλιά και βρίσκω μια θέση δίπλα στο παράθυρο. Πάντα μου άρεσε να το κάνω αυτό, όχι μόνο για λόγους εμπνεύσεως, αλλά επειδή μέσα από το τζάμι μπορώ κάθε φορά και συλλέγω χρήσιμες πληροφορίες για κάθε μέρος που θα βρεθώ σ’ αυτόν τον πλανήτη. Ειδικά αν η διαδρομή είναι μακρινή και περάσει ώρα μέχρι να φτάσουμε στον τερματικό σταθμό, μπορώ να γράψω ολόκληρο αφιέρωμα. Βρίσκω την ευκαιρία και παρατηρώ την αρχιτεκτονική της πόλης, σημειώνω τα χρώματα που κυριαρχούν στον χώρο, τις τάσεις και τις κινήσεις των κατοίκων, τις συνήθειές τους, τον τρόπο που επιλέγουν να συνωστίζονται, λίγο πριν ανέβουν και κατέβουν στις στάσεις που τους ενδιαφέρουν. Λίγο πιο κάτω, το λεωφορείο σταματάει σχεδόν αναγκαστικά έξω από μια λαϊκή αγορά. Κόσμος πολύς που μοιάζει να είναι στάσιμος, μποτιλιαρισμένος. Ξαφνικά βλέπεις τους πάγκους να εκτοξεύονται και τις πολύχρωμες τέντες να γίνονται πανιά που τα ξεσκίζουν μερικοί καλογυμνασμένοι τύποι, έτσι όπως πετάγονται απότομα πίσω από τους κάδους και που τώρα τρέχουν απειλητικά, έχοντας λεπίδες στα χέρια για να γδάρουν τους άτυχους τους εμποράκους. Και βλέπεις τους μαύρους να ασπρίζουν από το φόβο. Βλέπεις τους λευκούς να μαυρίζουν από το μίσος. Δευτερόλεπτα μετά, μπουκάρουν μέσα στο λεωφορείο. Και μου σπάνε την κάμερα. Και ψάχνω έντρομος έναν τρόπο να κλείσω τούτο το ρεπορτάζ. Από τη χώρα του ποτέ. Για την τηλεόραση που δεν θα δείξει τίποτα. Ο ανταποκριτής που φοβήθηκε να πει τ’ όνομά του.
Που τον έκαναν να καταπιεί την ίδια του τη γλώσσα. TA KAKΩΣ KEIMENA
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου