Χρονογράφημα του Τάσου Κατιντσάρου μπροστά στην επέτειο της 21ης Απριλίου
Μόλις γύρισα, με κοίταξε αυστηρά η μάνα μου και μου είπε: «Καλά, γιατί είχατε αγκαλιαστεί με τον Γιώργο και κλαίγατε;»
Δίστασα, αλλά έσφιξα τα χείλια μου. Δεν ήθελα να απαντήσω. Ντράπηκα;… «Να μη σε νοιάζει», είπα τελικά.
Δεν επέμεινε. Δεν το ξέχασε όμως. Έχουν τον τρόπο τους οι μανάδες…
Ούτε εγώ το ξέχασα!
Ο Γιώργος, γειτονόπουλο και φίλος στα… ήσυχα παιχνίδια, συνεσταλμένο παιδί της Πέμπτης Δημοτικού. Της Έκτης εγώ…
Κάθε μέρα σχεδόν, τις απογευματινές κυρίως ώρες, μιλάγαμε
πολύ: για το σχολείο, για τη γειτονιά, για τον κόσμο! Στον πόλεμο που έπαιζαν οι δρόμοι μας (Θερμοπυλών εμείς, Επιδαύρου αυτοί), σαν να μη συμμετείχαμε. ‘Ηταν παντελώς άστοχο να μαλώσουμε έστω και για πλάκα; Ακόμα δεν ξέρω…
Όταν όμως τον είδα με το κεφάλι κατεβασμένο, εκείνο το μεσημέρι, απ’ την αρχή κατάλαβα ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει. Δεν είχαμε βρεθεί την προηγουμένη, γιατί ήταν «περίεργη» μέρα, 21 Απριλίου του ’67…
Δεν μίλαγε. Τον κοίταζα. Σφίγγα με κατεβασμένο το κεφάλι. Δεν μίλησα καθόλου κι εγώ. Μόνο μετά από ώρα: «Γιώργο, θα μου πεις;»
«Ξέρεις, άλλαξαν τα πράγματα…»
«Τι εννοείς;»
«Δεν ξέρω ακριβώς, αλλά αλλάζουν πολλά στο σπίτι… Πιάσανε τον πατέρα μου!»
Δεν είχαμε μιλήσει ποτέ για τις οικογένειές μας. Δεν χρειαζόταν…
«Πώς; Τι έγινε;»
«Χτες, προτού ξημερώσει, ήρθανε πολλοί αστυνομικοί και τον πήρανε. Το μόνο που του είπανε, όταν τους ρώτησε τι θέλουνε, ήταν “σαν πολύ δεν όργωσες;” «
Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω απ’ το να τον αγκαλιάσω και να κλάψω μαζί του…
Μάλλον ήταν κι ένας απ’ τους σημαντικότερους λόγους που μ’ έκαναν να μισήσω τόσο πολύ τη δικτατορία. Συν τοις άλλοις, έπρεπε ν’ αγωνιστούμε για να ελευθερωθεί κι ο πατέρας του φίλου μου. Όχι τίποτ’ άλλο, αλλά για να μην κλαίμε και σαν μικρά παιδιά!… MediΑ Oasis |
Μόλις γύρισα, με κοίταξε αυστηρά η μάνα μου και μου είπε: «Καλά, γιατί είχατε αγκαλιαστεί με τον Γιώργο και κλαίγατε;»
Δίστασα, αλλά έσφιξα τα χείλια μου. Δεν ήθελα να απαντήσω. Ντράπηκα;… «Να μη σε νοιάζει», είπα τελικά.
Δεν επέμεινε. Δεν το ξέχασε όμως. Έχουν τον τρόπο τους οι μανάδες…
Ούτε εγώ το ξέχασα!
Ο Γιώργος, γειτονόπουλο και φίλος στα… ήσυχα παιχνίδια, συνεσταλμένο παιδί της Πέμπτης Δημοτικού. Της Έκτης εγώ…
Κάθε μέρα σχεδόν, τις απογευματινές κυρίως ώρες, μιλάγαμε
πολύ: για το σχολείο, για τη γειτονιά, για τον κόσμο! Στον πόλεμο που έπαιζαν οι δρόμοι μας (Θερμοπυλών εμείς, Επιδαύρου αυτοί), σαν να μη συμμετείχαμε. ‘Ηταν παντελώς άστοχο να μαλώσουμε έστω και για πλάκα; Ακόμα δεν ξέρω…
Όταν όμως τον είδα με το κεφάλι κατεβασμένο, εκείνο το μεσημέρι, απ’ την αρχή κατάλαβα ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει. Δεν είχαμε βρεθεί την προηγουμένη, γιατί ήταν «περίεργη» μέρα, 21 Απριλίου του ’67…
Δεν μίλαγε. Τον κοίταζα. Σφίγγα με κατεβασμένο το κεφάλι. Δεν μίλησα καθόλου κι εγώ. Μόνο μετά από ώρα: «Γιώργο, θα μου πεις;»
«Ξέρεις, άλλαξαν τα πράγματα…»
«Τι εννοείς;»
«Δεν ξέρω ακριβώς, αλλά αλλάζουν πολλά στο σπίτι… Πιάσανε τον πατέρα μου!»
Δεν είχαμε μιλήσει ποτέ για τις οικογένειές μας. Δεν χρειαζόταν…
«Πώς; Τι έγινε;»
«Χτες, προτού ξημερώσει, ήρθανε πολλοί αστυνομικοί και τον πήρανε. Το μόνο που του είπανε, όταν τους ρώτησε τι θέλουνε, ήταν “σαν πολύ δεν όργωσες;” «
Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω απ’ το να τον αγκαλιάσω και να κλάψω μαζί του…
Μάλλον ήταν κι ένας απ’ τους σημαντικότερους λόγους που μ’ έκαναν να μισήσω τόσο πολύ τη δικτατορία. Συν τοις άλλοις, έπρεπε ν’ αγωνιστούμε για να ελευθερωθεί κι ο πατέρας του φίλου μου. Όχι τίποτ’ άλλο, αλλά για να μην κλαίμε και σαν μικρά παιδιά!… MediΑ Oasis |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου