Της Αννιτας Λουδαρου Τι είναι η πραγματικότητα ;
Είναι αυτό που μας διακόπτει την αιώνια νεότητα . Είναι αυτό που μας πετάει έξω από την απέραντη ζεστή αγκαλιά που θα θέλαμε να βυθιστούμε για δυό ζωές.
Και θυμάσαι εκείνο το άπληστο χάδι του έρωτα, το τυφλό βόγκο που μπορεί να μη ανατρέπει ακριβώς το καθεστώς , αλλά έχει την τεράστια δύναμη να σου υπενθυμίσει ότι υπάρχει και ένας κόσμος πέρα από τον κυνισμό των ισχυρών....
των όποιων στρατηγών , πέρα από την απληστία της κάθε κατανάλωσης. Έχει την μοναδική δύναμη να σε κάνει να νιώσεις μια ξένη πόλη σπίτι σου, έστω και για λίγο. Να σε κάνει να περπατάς ανέμελος κοιτάζοντας κλεφτά κάθε τόσο δίπλα σου. Να μετράς χαρτονόμισμα , χαρτονόμισμα το αντίτιμο του ενός δωματίου σε όλες τις Κάτω Χώρες των νησιών.
Που χαθήκατε σήμερα ερωτευμένοι ; Που είσαστε όλοι εσείς οι Ρωμαίοι και οι Ιουλιέτες ; Όλοι εσείς που βάζατε το κεφάλι σας στο μαξιλάρι αποσβολωμένοι γιατί μόλις είχατε ανακαλύψει πως τελικά ολόκληρος ο κόσμος χωράει στο βλέμμα μιας Μόνα Λίζας. Που ξεχνάγατε σε ένα φτεράκι μιας νεράιδας , όλα αυτά που γνωρίζατε μέχρι πριν ακριβώς ένα λεπτό ;
Υποθέτω πως κάποιους θα τους κατάπιαν οι γάμοι τους. Κάποιους άλλους θα τους εκκαθάρισαν τα εκκαθαριστικά. Κάποιοι θα γλυστρούν στις φλυαρίες για τις συνέπειες τις κρίσης. Που καλύτερα από τα τείχη μιας κρίσης να χτιστούν οι σιωπές; Απαγορευμένα σώματα. Άνεργες καρδιές. Μονόφθαλμοι περίπολοι, τριγυρνούν στα καθιστικά , αποφεύγοντας να ξεμακρίνουν από τους καναπέδες.μήπως και πέσουν καταπρόσωπο μ΄ένα ξεχασμένο '' σ΄αγαπώ '' τους. Χωρίς έρωτα η ζωή το καταφέρνει και αυτό , κάνει το χρόνο χρήμα. Εγκαταλείπεις τότε την πίστα της αυταπάτης σου, νικήμένος όμως.
Σε είχα δει τότε που έσβησες την μηχανή , να μην σηκώσει στο πόδι την γειτονιά το καρδιοκτύπι σου , μέχρι ν΄ανοίξει η κουρτίνα της. Τώρα πήρες τα ρέστα σου και έφυγες.
Ξέχασες τον τρόπο που πλησιάζει ένα χέρι ένα άλλο. Αν καταφέρεις και θυμηθείς , θα δεις πως στον έρωτα δεν φθάσαμε ποτέ από το περίσσευμα μας. Με το έλλειμα μας φθάναμε. Την έχουν αυτή την αρετή τα ελλείματα και χωρίς να σε ρωτούν , σε στελνουν ατσαλάκωτο εκεί στο μεγάλωμα του χρόνου, στο άνοιγμα του χώρου, στην υγρασία του σχήματος σου.
Γυρνάς λίγο μπατίρης τώρα. Φοβάσαι τον φόβο σου. Κλειδαμπαρώνεις να μην σου βγει ο χρόνος σου. Ξέχασες τι θα κάνεις χωρίς τις αποδείξεις σου.
Να μην σε βρει η επιθυμία εκτεθειμένο και σου επιβάλλει την νεότητα, την απειρία , την αδεξιότητα. Δεν αφήνεσαι , να σε τραβήξει ο έρωτας. Φοβάσαι μήπως και ερωτευθείς το ανεύφικτο και φανερωθεί η ανιστόριτη νέα γη. Εκεί που θα ερωτευθείς την πιο μικρή ελίτσα του ώμου του. Εκεί που θα ξαναερωτευθείς από την αρχή το κορίτσι σου , αυτό που πίνει χρόνια τώρα από το ίδιο φλυτζάνι τις ίδιες μνήμες. Χωρίς βεβαιότητες.
Κάποτε είχα διαβάσει πως ο Νίκος Καρούζος πλήρωνε τα ποτά του με αυτοσχέδια ποιήματα σε χαρτοπετσέτες . Μου θυμίζει τους ξυπόλυτους άντρες και τις ξυπόλυτες γυναίκες με τ άλλατισμένα μαλλιά και τις κόκκινες μύτες. Τους άντρες και τις γυναίκες του Αύγουστου. Μου θυμίζει την παρέα που κλαίει γελώντας και την βουβαμάρα του καταστρώματoς της επιστροφής. Μου θυμίζει την διανόηση που φτύνει τον κόρφο της όταν την αποκαλείς διανόηση και αυτούς που τραγουδούν τραγούδια χωρίς στίχους μόνο λα λα λα. Μου θυμίζει τους αδύναμους. Αυτούς που τους αρέσει να προσέχουν παιδιά που παίζουν μπάλα πάνω κάτω σε παιδικές χαρές και σε τεράστια γήπεδα. Και ο έρωτας ; Αυτά δεν είναι ο έρωτας ;
O πραγματικός κόσμος. Η αλήθεια, το τέλος και η άκρη του νήματος.
Κολάζ Οδυσσέας Ελύτης
Είναι αυτό που μας διακόπτει την αιώνια νεότητα . Είναι αυτό που μας πετάει έξω από την απέραντη ζεστή αγκαλιά που θα θέλαμε να βυθιστούμε για δυό ζωές.
Και θυμάσαι εκείνο το άπληστο χάδι του έρωτα, το τυφλό βόγκο που μπορεί να μη ανατρέπει ακριβώς το καθεστώς , αλλά έχει την τεράστια δύναμη να σου υπενθυμίσει ότι υπάρχει και ένας κόσμος πέρα από τον κυνισμό των ισχυρών....
των όποιων στρατηγών , πέρα από την απληστία της κάθε κατανάλωσης. Έχει την μοναδική δύναμη να σε κάνει να νιώσεις μια ξένη πόλη σπίτι σου, έστω και για λίγο. Να σε κάνει να περπατάς ανέμελος κοιτάζοντας κλεφτά κάθε τόσο δίπλα σου. Να μετράς χαρτονόμισμα , χαρτονόμισμα το αντίτιμο του ενός δωματίου σε όλες τις Κάτω Χώρες των νησιών.
Που χαθήκατε σήμερα ερωτευμένοι ; Που είσαστε όλοι εσείς οι Ρωμαίοι και οι Ιουλιέτες ; Όλοι εσείς που βάζατε το κεφάλι σας στο μαξιλάρι αποσβολωμένοι γιατί μόλις είχατε ανακαλύψει πως τελικά ολόκληρος ο κόσμος χωράει στο βλέμμα μιας Μόνα Λίζας. Που ξεχνάγατε σε ένα φτεράκι μιας νεράιδας , όλα αυτά που γνωρίζατε μέχρι πριν ακριβώς ένα λεπτό ;
Υποθέτω πως κάποιους θα τους κατάπιαν οι γάμοι τους. Κάποιους άλλους θα τους εκκαθάρισαν τα εκκαθαριστικά. Κάποιοι θα γλυστρούν στις φλυαρίες για τις συνέπειες τις κρίσης. Που καλύτερα από τα τείχη μιας κρίσης να χτιστούν οι σιωπές; Απαγορευμένα σώματα. Άνεργες καρδιές. Μονόφθαλμοι περίπολοι, τριγυρνούν στα καθιστικά , αποφεύγοντας να ξεμακρίνουν από τους καναπέδες.μήπως και πέσουν καταπρόσωπο μ΄ένα ξεχασμένο '' σ΄αγαπώ '' τους. Χωρίς έρωτα η ζωή το καταφέρνει και αυτό , κάνει το χρόνο χρήμα. Εγκαταλείπεις τότε την πίστα της αυταπάτης σου, νικήμένος όμως.
Σε είχα δει τότε που έσβησες την μηχανή , να μην σηκώσει στο πόδι την γειτονιά το καρδιοκτύπι σου , μέχρι ν΄ανοίξει η κουρτίνα της. Τώρα πήρες τα ρέστα σου και έφυγες.
Ξέχασες τον τρόπο που πλησιάζει ένα χέρι ένα άλλο. Αν καταφέρεις και θυμηθείς , θα δεις πως στον έρωτα δεν φθάσαμε ποτέ από το περίσσευμα μας. Με το έλλειμα μας φθάναμε. Την έχουν αυτή την αρετή τα ελλείματα και χωρίς να σε ρωτούν , σε στελνουν ατσαλάκωτο εκεί στο μεγάλωμα του χρόνου, στο άνοιγμα του χώρου, στην υγρασία του σχήματος σου.
Γυρνάς λίγο μπατίρης τώρα. Φοβάσαι τον φόβο σου. Κλειδαμπαρώνεις να μην σου βγει ο χρόνος σου. Ξέχασες τι θα κάνεις χωρίς τις αποδείξεις σου.
Να μην σε βρει η επιθυμία εκτεθειμένο και σου επιβάλλει την νεότητα, την απειρία , την αδεξιότητα. Δεν αφήνεσαι , να σε τραβήξει ο έρωτας. Φοβάσαι μήπως και ερωτευθείς το ανεύφικτο και φανερωθεί η ανιστόριτη νέα γη. Εκεί που θα ερωτευθείς την πιο μικρή ελίτσα του ώμου του. Εκεί που θα ξαναερωτευθείς από την αρχή το κορίτσι σου , αυτό που πίνει χρόνια τώρα από το ίδιο φλυτζάνι τις ίδιες μνήμες. Χωρίς βεβαιότητες.
Κάποτε είχα διαβάσει πως ο Νίκος Καρούζος πλήρωνε τα ποτά του με αυτοσχέδια ποιήματα σε χαρτοπετσέτες . Μου θυμίζει τους ξυπόλυτους άντρες και τις ξυπόλυτες γυναίκες με τ άλλατισμένα μαλλιά και τις κόκκινες μύτες. Τους άντρες και τις γυναίκες του Αύγουστου. Μου θυμίζει την παρέα που κλαίει γελώντας και την βουβαμάρα του καταστρώματoς της επιστροφής. Μου θυμίζει την διανόηση που φτύνει τον κόρφο της όταν την αποκαλείς διανόηση και αυτούς που τραγουδούν τραγούδια χωρίς στίχους μόνο λα λα λα. Μου θυμίζει τους αδύναμους. Αυτούς που τους αρέσει να προσέχουν παιδιά που παίζουν μπάλα πάνω κάτω σε παιδικές χαρές και σε τεράστια γήπεδα. Και ο έρωτας ; Αυτά δεν είναι ο έρωτας ;
Κολάζ Οδυσσέας Ελύτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου