Της Μαρίας Μαυρογεωργίου Σε βλέπω να με κοιτάς επίμονα. Με φέρνεις σε αμηχανία. Στρέφω το βλέμμα μου αλλού και περιμένω να μιλήσεις. ''Γύρω από τα μάτια σου έχεις ρυτίδες. Τον τελευταίο καιρό και χωρίς να χαμογελάς'' ....το σώμα μου κάνει θόρυβο όταν συναντά το πάτωμα, σαν σακί έπεσα, ίσως και το κεφάλι μου να βρήκε σε κάποια γωνία....
Ανάβω ένα τσιγάρο, πάλι από αμηχανία, κρυφογελάω με την φανταστική πιθανή μου αντίδραση και σε ρωτάω δήθεν αδιάφορα ''Τι είπες?'', όχι δεν είμαι κουφή, αλλά δίνω τον χρόνο στον επεξεργαστή του εγκεφάλου μου να τον κηρύξει σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Δέχομαι επίθεση. Συνεχίζεις ψύχραιμος ''Νομίζω ότι έχεις αρχίσει να γερνάς''.
Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου αισθάνομαι πληγωμένη, αδικημένη και νευριασμένη ταυτόχρονα, ο εγωισμός μου βγάζει τα νύχια του και γίνομαι ειρωνική ''Και σε ξεγέλασα έτσι? Άλλα περίμενες από μένα.'' και ρίχνω κλεφτές ματιές στο λιποθυμισμένο μου σώμα στο πάτωμα....
Και κάτι που σου είπα εγώ, κάτι που μου είπες εσύ, χαλάσαμε εκείνον τον κυριακάτικο πρωινό καφέ στο αγαπημένο μας στέκι. Βρήκα μια δικαιολογία που είχε σχέση με πονοκέφαλο, για να μη σε ακολουθήσω στο ραντεβού με φίλους στον Μαραθώνα. Θα τα λέγαμε μετά στο σπίτι. Βγαίνω στο δρόμο, κρύος αέρας με χτυπά και με μουδιάζει.
Περνάνε δυο ώρες και χαζεύω βιτρίνες, συχνά κοιτάζω το είδωλο μου στο τζάμι τους, για να σιγουρευτώ ότι το είδωλο μου είναι νεανικό. Αγανακτώ. Αλίμονο αν κάποιος έχει την φαντασίωση ότι θα μείνει για πάντα νέος. Πονάει το κεφάλι μου στ'αλήθεια τώρα. Ρε σίγουρα δεν έπαθα συμφόρηση και δεν σωριάστηκα και δεν χτύπησα και το κεφάλι μου?
Άλλωστε βλέπεις την ομορφιά σε όλες τις ηλικίες.
Εντάξει παραλογίστηκα πριν. Τι δεν είπε το στόμα μου, ότι δεν με κάνει να νιώθω όμορφα, ότι προσέχει μόνο τα αρνητικά μου, κάπου προς το τέλος πρέπει να είπα ότι δεν με θέλει ευτυχισμένη, μπλα μπλα μπλα, πολύ μπλα μπλα αδερφάκι μου.... Προσπαθώ να καταλάβω τον λόγο που με πείραξε τόσο πολύ. Η γυναικεία μου φιλαρέσκεια? Η αίσθηση ότι είμαι ακόμα μία αφράτη παιδούλα? Γιατί μήπως εγώ δεν είχα προσέξει τις ρυτίδες για τις οποίες έλεγε, ένα σκασμό χρήματα είχα ξοδέψει σε κρέμες. Κάθομαι σε ένα παγκάκι και παρατηρώ τον κόσμο που περνάει. Η αλήθεια είναι ότι στέκομαι περισσότερο στα πρόσωπα γυναικών μικρότερων από μένα για να εντοπίσω φθορά.
Όχι από κακία. Για συμπαράσταση ψάχνω.
Το ξέρω, είχα απαράδεκτη αντίδραση αλλά και εκείνος άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου. Χτυπάει το κινητό, μου λέει πως έχασα, τα ψάρια που είχαν ψαρέψει τα παιδιά την προηγούμενη, ήταν καταπληκτικά. Παίρνω το δρόμο για το σπίτι. Σιχαίνομαι τα ψάρια. Τα ακαθάριστα ψάρια. Για την ακρίβεια όμως, τα τελευταία έξι χρόνια ποτέ δεν χρειάστηκε να καθαρίσω το δικό μου ψάρι. Ενοχές.
Φτάνω στο σπίτι πολύ θυμωμένη. Μαζί μου. Τα είπα όλα. Ότι μπούρδα και παράπονο μάζευα καιρό, τα πέταξα μέσα στα μούτρα του για να τον κάνω να νιώσει λίγος. Ψάχνω στη βιβλιοθήκη ένα άλμπουμ με φωτογραφίες από τις πρώτες μας διακοπές. Το ξεφυλλίζω ώρα, αλλά αντί να παρατηρώ εμένα, στέκομαι πιο πολύ σ' εκείνον. Έχει αλλάξει. Τότε κατάλαβα.
Δεν χρειαζόταν να δω παλιές φωτογραφίες για να καταλάβω ότι είχε αλλάξει και εκείνος. Τότε κατάλαβα τι ήταν αυτό που με έκανε να πρασινίσω από το κακό μου. Το ότι εγώ ένιωθα να αγαπώ αυτές τις αλλαγές. Τις ρυτίδες γύρω από τα μάτια του, τις γκρίζες τρίχες στα γένια του, τα ανεπαίσθητα παχάκια στη μέση του. Όλα τα αγαπούσα. Ήταν δικά του. Το πραγματικό μου πρόβλημα λοιπόν, δεν ήταν ότι δεν είχε πάθει μερική τύφλωση, αλλά το γεγονός ότι δεν είπε ''Αγαπώ τις ρυτίδες σου όταν χαμογελάς''.
Άλλωστε βλέπεις την ομορφιά σε ότι αγαπάς.
Όταν γύρισε στο σπίτι είχε βραδιάσει, ήρθε κοντά μου και έβαλε το πρόσωπο του μέσα στα μαλλιά μου. Με έκανε να γελάσω. Αντί για συγνώμη.
Με ξάπλωσε και φίλησε τις ρυτίδες μου μία προς μία. Το ίδιο κι εγώ.
Άλλωστε, για κάποιες ρυτίδες του ευθυνόμουν εγώ. Ίσως και για κάποιες άσπρες τρίχες. 33 και βλέπουμε...:
Ανάβω ένα τσιγάρο, πάλι από αμηχανία, κρυφογελάω με την φανταστική πιθανή μου αντίδραση και σε ρωτάω δήθεν αδιάφορα ''Τι είπες?'', όχι δεν είμαι κουφή, αλλά δίνω τον χρόνο στον επεξεργαστή του εγκεφάλου μου να τον κηρύξει σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Δέχομαι επίθεση. Συνεχίζεις ψύχραιμος ''Νομίζω ότι έχεις αρχίσει να γερνάς''.
Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου αισθάνομαι πληγωμένη, αδικημένη και νευριασμένη ταυτόχρονα, ο εγωισμός μου βγάζει τα νύχια του και γίνομαι ειρωνική ''Και σε ξεγέλασα έτσι? Άλλα περίμενες από μένα.'' και ρίχνω κλεφτές ματιές στο λιποθυμισμένο μου σώμα στο πάτωμα....
Και κάτι που σου είπα εγώ, κάτι που μου είπες εσύ, χαλάσαμε εκείνον τον κυριακάτικο πρωινό καφέ στο αγαπημένο μας στέκι. Βρήκα μια δικαιολογία που είχε σχέση με πονοκέφαλο, για να μη σε ακολουθήσω στο ραντεβού με φίλους στον Μαραθώνα. Θα τα λέγαμε μετά στο σπίτι. Βγαίνω στο δρόμο, κρύος αέρας με χτυπά και με μουδιάζει.
Περνάνε δυο ώρες και χαζεύω βιτρίνες, συχνά κοιτάζω το είδωλο μου στο τζάμι τους, για να σιγουρευτώ ότι το είδωλο μου είναι νεανικό. Αγανακτώ. Αλίμονο αν κάποιος έχει την φαντασίωση ότι θα μείνει για πάντα νέος. Πονάει το κεφάλι μου στ'αλήθεια τώρα. Ρε σίγουρα δεν έπαθα συμφόρηση και δεν σωριάστηκα και δεν χτύπησα και το κεφάλι μου?
Άλλωστε βλέπεις την ομορφιά σε όλες τις ηλικίες.
Εντάξει παραλογίστηκα πριν. Τι δεν είπε το στόμα μου, ότι δεν με κάνει να νιώθω όμορφα, ότι προσέχει μόνο τα αρνητικά μου, κάπου προς το τέλος πρέπει να είπα ότι δεν με θέλει ευτυχισμένη, μπλα μπλα μπλα, πολύ μπλα μπλα αδερφάκι μου.... Προσπαθώ να καταλάβω τον λόγο που με πείραξε τόσο πολύ. Η γυναικεία μου φιλαρέσκεια? Η αίσθηση ότι είμαι ακόμα μία αφράτη παιδούλα? Γιατί μήπως εγώ δεν είχα προσέξει τις ρυτίδες για τις οποίες έλεγε, ένα σκασμό χρήματα είχα ξοδέψει σε κρέμες. Κάθομαι σε ένα παγκάκι και παρατηρώ τον κόσμο που περνάει. Η αλήθεια είναι ότι στέκομαι περισσότερο στα πρόσωπα γυναικών μικρότερων από μένα για να εντοπίσω φθορά.
Όχι από κακία. Για συμπαράσταση ψάχνω.
Το ξέρω, είχα απαράδεκτη αντίδραση αλλά και εκείνος άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου. Χτυπάει το κινητό, μου λέει πως έχασα, τα ψάρια που είχαν ψαρέψει τα παιδιά την προηγούμενη, ήταν καταπληκτικά. Παίρνω το δρόμο για το σπίτι. Σιχαίνομαι τα ψάρια. Τα ακαθάριστα ψάρια. Για την ακρίβεια όμως, τα τελευταία έξι χρόνια ποτέ δεν χρειάστηκε να καθαρίσω το δικό μου ψάρι. Ενοχές.
Φτάνω στο σπίτι πολύ θυμωμένη. Μαζί μου. Τα είπα όλα. Ότι μπούρδα και παράπονο μάζευα καιρό, τα πέταξα μέσα στα μούτρα του για να τον κάνω να νιώσει λίγος. Ψάχνω στη βιβλιοθήκη ένα άλμπουμ με φωτογραφίες από τις πρώτες μας διακοπές. Το ξεφυλλίζω ώρα, αλλά αντί να παρατηρώ εμένα, στέκομαι πιο πολύ σ' εκείνον. Έχει αλλάξει. Τότε κατάλαβα.
Δεν χρειαζόταν να δω παλιές φωτογραφίες για να καταλάβω ότι είχε αλλάξει και εκείνος. Τότε κατάλαβα τι ήταν αυτό που με έκανε να πρασινίσω από το κακό μου. Το ότι εγώ ένιωθα να αγαπώ αυτές τις αλλαγές. Τις ρυτίδες γύρω από τα μάτια του, τις γκρίζες τρίχες στα γένια του, τα ανεπαίσθητα παχάκια στη μέση του. Όλα τα αγαπούσα. Ήταν δικά του. Το πραγματικό μου πρόβλημα λοιπόν, δεν ήταν ότι δεν είχε πάθει μερική τύφλωση, αλλά το γεγονός ότι δεν είπε ''Αγαπώ τις ρυτίδες σου όταν χαμογελάς''.
Άλλωστε βλέπεις την ομορφιά σε ότι αγαπάς.
Όταν γύρισε στο σπίτι είχε βραδιάσει, ήρθε κοντά μου και έβαλε το πρόσωπο του μέσα στα μαλλιά μου. Με έκανε να γελάσω. Αντί για συγνώμη.
Με ξάπλωσε και φίλησε τις ρυτίδες μου μία προς μία. Το ίδιο κι εγώ.
Άλλωστε, για κάποιες ρυτίδες του ευθυνόμουν εγώ. Ίσως και για κάποιες άσπρες τρίχες. 33 και βλέπουμε...:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου