Του Γιάννη Μακριδάκη Πριν από 5 χρόνια, τέτοιες μέρες ήτανε, στο έμπα της άνοιξης,
ξυπνούσα το πρωί και το πρώτο που ένιωθα ήταν ο ήχος που έκανε καθώς
ανέπνεε ήρεμα ο Μαχμούτ, που κοιμόταν στο πάνω κρεβάτι της κουκέτας.
Αμέσως τότε κατέρρεε μέσα μου όλη η θεωρία που μου ‘χανε διδάξει από
μικρό, σχολεία και κοινωνία, περί της έννοιας “Τούρκος στρατιώτης του
Αττίλα” και σηκωνόμουνα από το κρεβάτι κατεδαφισμένος, πατούσα όμως στις
μύτες μην τυχόν ξυπνήσω τον Μαχμούτ, που ήρθε επιτέλους σπίτι να
ξεκουραστεί λίγες μέρες....
Στο Ντιγιάρμπακιρ του Κουρδιστάν συμβαίνανε όλα αυτά, τέρμα ανατολή, στην Μεσοποταμία, στις όχθες του Τίγρη, εκεί που τέτοια εποχή ξημερώνει πριν τις 5 το πρωί. Φιλοξενούμενος ήμουνα στο σπίτι του Μαχμούτ και είχα φτάσει από πολύ μακριά, δυο ώρες πτήση από Σμύρνη, γι αυτό είχα τιμητικά δικό μου ένα κρεβάτι, όπως και ο Μαχμούτ βέβαια, που είχε μόλις πάρει άδεια ορκωμοσίας, το ίδιο και ο φίλος μου ο Καχραμάν, ο αδελφός του, είχε κι αυτός κρεβάτι, διότι έκανε κι αυτός μακρύ ταξίδι από την Ελλάδα για να τον δει και πήρε κι εμένα μαζί του. Όλοι οι άλλοι συγγενείς που είχανε καταφτάσει από Ιστάμπουλ, από Μπατμάν αλλά και όσοι μένανε εκεί, στο Ντιγιάρμπακιρ, κοιμόντουσαν στρωματσάδα, μια οικογένεια όλοι μας, μια ομορφιά.
Είχαμε μαζευτεί λοιπόν εκεί άνθρωποι από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα για να γιορτάσουμε. Από τη μια το Νεουρόζ των Κούρδων, τη Νέα Μέρα δηλαδή, την έλευση της Άνοιξης, από την άλλη τις πρώτες μετά από οχτώ μήνες ελεύθερες μέρες του Μαχμούτ, που ορκίστηκε τελικά στρατιώτης του τουρκικού στρατού και πήρε την άδειά του μαζί με το χαρτί της δυσμενούς μετάθεσης για Κύπρο. Διότι ο Μαχμούτ ήτανε επί χρόνια ανυπότακτος. Δεν το ‘λεγε η ψυχή του να παρουσιαστεί στον στρατό της Τουρκίας κι έκανε χίλια δυο τερτίπια για να το αποφύγει. Ώσπου έσκασε το σκάνδαλο και φυλακίστηκαν οι στρατιωτικοί γιατροί και μεγαλοπαράγοντες, που δίνανε απαλλακτικά στράτευσης. Και αναψηλαφίστηκαν όλες οι υποθέσεις σε βάθος δεκαετίας. Ανάμεσα σ’ αυτές και του Μαχμούτ. Και βρέθηκε ένοχος και ανυπότακτος. Συνελήφθη και καταδικάστηκε σε έξι μήνες φυλακή στην Άγκυρα. Τον κλείσανε στα κάγκελα για ένα πεντάμηνο, τον στείλανε κατόπιν στρατιώτη και του ‘πανε ότι χρωστάει ένα μήνα φυλακή, που ή θα του χαριστεί ή θα τον κάνει μετά τη θητεία του, ανάλογα την διαγωγή που θα δείξει.
Είχε λοιπόν λίγες ελεύθερες μέρες να ζήσει ο Μαχμούτ, μαζί με τα αδέρφια και τους γονείς του μετά από τόσους μήνες, τύχαινε και το Νεουρόζ, 21 του Μάρτη, μαζευτήκανε σαν τις μέλισσες συγγενείς και φίλοι στο σπίτι, μαζί κι εγώ ο άσχετος, να κοιμάμαι κάθε βράδυ στην από κάτω κουκέτα και να σκέφτομαι πόσο μεγάλο θύμα της προπαγάνδας είμαι, τι ήξερα για την έννοια Τούρκος στρατιώτης στην Κύπρο και τι βλέπω μπρος στα μάτια μου να ισχύει, ακόμα κι αν ο Μαχμούτ δεν είχε προλάβει να πάρει την μετάθεσή του, είχε όμως το χαρτί στην τσέπη του.
Περάσαμε μέρες όμορφες όλοι μαζί εκεί στο Ντιγιάρμπακιρ. Άνθρωποι απίθανοι, ευγενικοί, με έντονο το αίσθημα της αλληλεγγύης και της συλλογικότητας. Η μητέρα, Αμάλθεια την έλεγα, συνέχεια άνοιγε ζύμη κι έφτιαχνε πίτες, οι άντρες πίνανε ρακή και βλέπανε τηλεόραση, μονάχα το κουρδικό κανάλι που εκπέμπει από την Δανία, συζητούσανε πολιτικά, για την απελευθέρωση και την αυτονόμηση της πατρίδας τους, τα παιδιά χαιρόντουσαν με τα παιχνίδια τους και περιεργάζονταν εμένα και τα λίγα τουρκικά μου, τα μωρά μεγάλωναν μες στις φασκιές και την αγάπη όλων. Ήμασταν μια οικογενειακή ατμόσφαιρα που όμοιά της υπήρχε κάποτε και στην Ελλάδα, κάποιες δεκαετίες πριν, προτού κάνει την επέλασή του καπιταλισμός και τα ισοπεδώσει όλα.
Ένα εκατομμύριο Κούρδοι γιόρτασαν το Νεουρόζ εκείνη την 21η Μάρτη στο απέραντο, όσο ο θεσσαλικός κάμπος, πάρκο έξω από το Ντιγιάρμπακιρ. Λαοθάλασσα άπειρη. Μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι μου, έβλεπε ανθρώπους, που έκαναν πικ νικ και χόρευαν με τις μουσικές της γιορτής. Οι Κούρδοι τρώνε και χορεύουν σαν Κρητικοί, αυτό θυμάμαι πως είχα νιώσει. Με λύρες και χορούς δυναμικούς, με αρνιά και ρακή. Ο πόθος για αυτονόμηση του κράτους τους κυρίαρχος. Η επιθυμία για ανεξαρτησία και απελευθέρωση από την καταπίεση του τουρκικού κράτους ξεχείλιζε στα λόγια και τις εκδηλώσεις τους. Ένας λαός που γιόρταζε σαν να κανε επανάσταση.
Κι ανάμεσά τους ο Μαχμούτ, που μόλις είχε ορκιστεί Τούρκος στρατιώτης και δεν μπορούσε καθόλου να το χωνέψει η ψυχή του. Κι ανάμεσά τους εγώ, ο άσχετος περιηγητής με τη φωτογραφική μηχανή, που η ζωή τον έστειλε εκεί που θα παιχτεί το δράμα, για να το ζήσει από πρώτο χέρι, για να τραβήξει την τελευταία πλήρη οικογενειακή φωτογραφία και να την έχει για μήνες μετά μέσα στη μηχανή του διότι δεν είχε την ψυχή και το κουράγιο να την ξαναδεί και να την στείλει σ’ αυτούς που την δικαιούνταν.
Περάσαμε λοιπόν πρωτόγνωρα όμορφα εκείνες τις μέρες στο σπίτι του Καχραμάν και του Μαχμούτ στο Ντιγιάρμπακιρ, κάναμε και εκδρομές στο Μάρντιν και αλλού, πήγαμε στο Χασάν Κεϋφ, όπου το ανάλγητο κράτος μαζί με εταιρίες της Ευρώπης σχεδιάζουν τεράστιο φράγμα που θα πνίξει μια αρχαία πόλη λαξεμένη στους βράχους, ανώτερα και από της Καππαδοκίας τα τοπία της περιοχής εκεί, επισκεφθήκαμε συγγενείς και φίλους σε άλλες πόλεις, φάγαμε και ήπιαμε όλοι μαζί στο πάτωμα, κοιμηθήκαμε στρωματσάδα, μιλήσαμε, γνωριστήκαμε, αγαπηθήκαμε και μόλις νιώσαμε να μας γεμίζει η ομορφιά της ανθρώπινης συνύπαρξης, ήρθε η μέρα του τέλους. Εγώ κι ο Καχραμάν πετούσαμε πίσω για Σμύρνη το πρωί, ο Μαχμούτ έφευγε την επομένη οδικώς για Άδανα, απ’ όπου θα πετούσε κι αυτός για Κύπρο, να παρουσιαστεί στη μονάδα του. Οι λοιποί συγγενείς σκορπίστηκαν κι αυτοί στις πόλεις τους και στα σπιτικά τους. Και η Άνοιξη είχε μόλις μπει.
Στο αεροδρόμιο μάς πήγαν όλοι η στενή οικογένεια, μαζί και ο Μαχμούτ. Μου κουβαλούσε και τον σάκο μου μέχρι τον έλεγχο και δεν τον άφηνε, δεν άκουγε κουβέντα. Αν μπορούσε θα τον έφερνε και μέχρι μέσα στο αεροπλάνο, να μην τον σηκώσω ούτε βήμα. Φιληθήκαμε όλοι σταυρωτά και αποχαιρετιστήκαμε με δάκρυα στα μάτια. Πότε θα ξαναβλεπόντουσαν όλοι μαζί, πότε θα ξαναβγάζανε οικογενειακή φωτογραφία πλήρη κανείς δεν ήξερε, αλλά όλοι ήταν βέβαιοι πως αυτό θα αργούσε κάμποσο να γίνει. Ο τελευταίος που φίλησα κι αποχαιρέτησα ήταν ο Μαχμούτ, ο συγκάτοικός μου στην κουκέτα, κεντινέ ιγί μπακ, να προσέχεις τον εαυτό σου, του είπα στα τουρκικά και χαμογέλασε. Είχα μια παράξενη αίσθηση και όλο γύριζαν στον νου μου τα λόγια που είπε σε ένα στενά οικογενειακό δείπνο, όταν καθόμασταν όλοι σταυροπόδι γύρω από τον στρωμένο σοφρά και εκείνος εξιστορούσε τα της φυλακής και του στρατού, με δάκρυα στα μάτια ευχαριστούσε την οικογένειά του που του συμπαραστέκεται και του δίνει δύναμη να συνεχίσει να ζει, έκλαιγα κι εγώ κι ας μην τα καταλάβαινα όλα, αφού ο διερμηνέας μου, ο Καχραμάν, δεν ήτανε σε θέση να μου τα μεταφράζει όλα και στην ώρα τους μέσα από την συγκίνηση και τα δάκρυά του. Ήξερα λοιπόν και είχα νιώσει από πρώτο χέρι ότι η ψυχή του Μαχμούτ ήτανε ακόμα αδούλωτη. Μπορεί να είχε αναγκαστεί το κορμί του να ντυθεί στο χακί του τουρκικού στρατού αλλά μέσα του δεν το είχε αποδεχτεί, ούτε θα το αποδεχόταν ποτέ, ήτανε βέβαιο αυτό. Γι’ αυτό μάλλον μου βγήκε αυτός ο ύστατος αποχαιρετισμός εκεί στο αεροδρόμιο. Κεντινέ ιγι μπακ.
Την επομένη, έπειτα από μια νύχτα παραμονή στη Σμύρνη λόγω απαγορευτικού απόπλου από Τσεσμέ, έφτασα στη Χίο. Και πάνω που σκεφτόμουνα όλα όσα είχα ζήσει αλλά και ότι ταξιδέψαμε από τα βάθη της Ανατολής μέχρι τα παράλια, όπου μας σταμάτησε για μια ολόκληρη μέρα το κύμα μιας τόσο δα στενής λωρίδας θάλασσας, χτύπησε το τηλέφωνο και άκουσα λυγμούς από την άλλη μεριά της γραμμής. Θυμάμαι τον φίλο μου τον Καχραμάν να κλαίει και με πολύ προσπάθεια να αρθρώνει τελικά δυο μονάχα λέξεις: Μαχμούτ πέθανε.
Έπαθα σοκ. Θυμάμαι ότι έψαχνα πάρα πολύ ώρα για να βρω την πόρτα του σπιτιού μου και να βγω έξω, να πάω τον συναντήσω.
Ο Μαχμούτ πράγματι ήταν νεκρός. Σκοτώθηκε σε τροχαίο πηγαίνοντας για το αεροδρόμιο των Αδάνων, με το χαρτί της μετάθεσης στην τσέπη. Μαζί του σκοτώθηκαν ακόμα δυο παλικάρια, φίλοι του που τον συνόδευαν για να τον ξεπροβοδίσουν. Δεν οδηγούσε εκείνος.
Η ψυχή του Μαχμούτ ποτέ δεν συμβιβάστηκε με την στράτευση στον τουρκικό στρατό, σε κανέναν στρατό. Πέταξε ελεύθερη πάνω από τα Άδανα και την Κύπρο προτού την φυλακίσουν. Ήρθε στο σπίτι του, γλέντησε με τα αδέρφια και τους γονείς του, με τους συγγενείς και τους φίλους του, τους αποχαιρέτισε όλους έναν προς έναν, τους ευχαρίστησε σ’ εκείνο το δείπνο κι έφυγε, πέταξε ικανοποιημένος και λεύτερος.
Μας άφησε εμάς από κάτω σύξυλους και θλιμμένους να τον θυμόμαστε και να περάσουμε τον ανείπωτο πόνο της απώλειας, του θανάτου. Μα τώρα που τον ξανασκέφτομαι με του χρόνου την απόσταση, είμαι βέβαιος πως ο Μαχμούτ αυτό ήθελε, να μην υποταχθεί, να παραμείνει η ψυχή του αδούλωτη. Κι αν μας βλέπει από κει πάνω, αναρωτιέμαι πώς θα νιώθει με την δουλοφροσύνη μας.
Πρώτη φορά έγραψα κάτι για τον Μαχμούτ. Έχουν περάσει πέντε χρόνια. Έστω κι αυτό το λίγο και μικρό, το αφιερώνω στη Μνήμη του.
Στο Ντιγιάρμπακιρ του Κουρδιστάν συμβαίνανε όλα αυτά, τέρμα ανατολή, στην Μεσοποταμία, στις όχθες του Τίγρη, εκεί που τέτοια εποχή ξημερώνει πριν τις 5 το πρωί. Φιλοξενούμενος ήμουνα στο σπίτι του Μαχμούτ και είχα φτάσει από πολύ μακριά, δυο ώρες πτήση από Σμύρνη, γι αυτό είχα τιμητικά δικό μου ένα κρεβάτι, όπως και ο Μαχμούτ βέβαια, που είχε μόλις πάρει άδεια ορκωμοσίας, το ίδιο και ο φίλος μου ο Καχραμάν, ο αδελφός του, είχε κι αυτός κρεβάτι, διότι έκανε κι αυτός μακρύ ταξίδι από την Ελλάδα για να τον δει και πήρε κι εμένα μαζί του. Όλοι οι άλλοι συγγενείς που είχανε καταφτάσει από Ιστάμπουλ, από Μπατμάν αλλά και όσοι μένανε εκεί, στο Ντιγιάρμπακιρ, κοιμόντουσαν στρωματσάδα, μια οικογένεια όλοι μας, μια ομορφιά.
Είχαμε μαζευτεί λοιπόν εκεί άνθρωποι από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα για να γιορτάσουμε. Από τη μια το Νεουρόζ των Κούρδων, τη Νέα Μέρα δηλαδή, την έλευση της Άνοιξης, από την άλλη τις πρώτες μετά από οχτώ μήνες ελεύθερες μέρες του Μαχμούτ, που ορκίστηκε τελικά στρατιώτης του τουρκικού στρατού και πήρε την άδειά του μαζί με το χαρτί της δυσμενούς μετάθεσης για Κύπρο. Διότι ο Μαχμούτ ήτανε επί χρόνια ανυπότακτος. Δεν το ‘λεγε η ψυχή του να παρουσιαστεί στον στρατό της Τουρκίας κι έκανε χίλια δυο τερτίπια για να το αποφύγει. Ώσπου έσκασε το σκάνδαλο και φυλακίστηκαν οι στρατιωτικοί γιατροί και μεγαλοπαράγοντες, που δίνανε απαλλακτικά στράτευσης. Και αναψηλαφίστηκαν όλες οι υποθέσεις σε βάθος δεκαετίας. Ανάμεσα σ’ αυτές και του Μαχμούτ. Και βρέθηκε ένοχος και ανυπότακτος. Συνελήφθη και καταδικάστηκε σε έξι μήνες φυλακή στην Άγκυρα. Τον κλείσανε στα κάγκελα για ένα πεντάμηνο, τον στείλανε κατόπιν στρατιώτη και του ‘πανε ότι χρωστάει ένα μήνα φυλακή, που ή θα του χαριστεί ή θα τον κάνει μετά τη θητεία του, ανάλογα την διαγωγή που θα δείξει.
Είχε λοιπόν λίγες ελεύθερες μέρες να ζήσει ο Μαχμούτ, μαζί με τα αδέρφια και τους γονείς του μετά από τόσους μήνες, τύχαινε και το Νεουρόζ, 21 του Μάρτη, μαζευτήκανε σαν τις μέλισσες συγγενείς και φίλοι στο σπίτι, μαζί κι εγώ ο άσχετος, να κοιμάμαι κάθε βράδυ στην από κάτω κουκέτα και να σκέφτομαι πόσο μεγάλο θύμα της προπαγάνδας είμαι, τι ήξερα για την έννοια Τούρκος στρατιώτης στην Κύπρο και τι βλέπω μπρος στα μάτια μου να ισχύει, ακόμα κι αν ο Μαχμούτ δεν είχε προλάβει να πάρει την μετάθεσή του, είχε όμως το χαρτί στην τσέπη του.
Περάσαμε μέρες όμορφες όλοι μαζί εκεί στο Ντιγιάρμπακιρ. Άνθρωποι απίθανοι, ευγενικοί, με έντονο το αίσθημα της αλληλεγγύης και της συλλογικότητας. Η μητέρα, Αμάλθεια την έλεγα, συνέχεια άνοιγε ζύμη κι έφτιαχνε πίτες, οι άντρες πίνανε ρακή και βλέπανε τηλεόραση, μονάχα το κουρδικό κανάλι που εκπέμπει από την Δανία, συζητούσανε πολιτικά, για την απελευθέρωση και την αυτονόμηση της πατρίδας τους, τα παιδιά χαιρόντουσαν με τα παιχνίδια τους και περιεργάζονταν εμένα και τα λίγα τουρκικά μου, τα μωρά μεγάλωναν μες στις φασκιές και την αγάπη όλων. Ήμασταν μια οικογενειακή ατμόσφαιρα που όμοιά της υπήρχε κάποτε και στην Ελλάδα, κάποιες δεκαετίες πριν, προτού κάνει την επέλασή του καπιταλισμός και τα ισοπεδώσει όλα.
Ένα εκατομμύριο Κούρδοι γιόρτασαν το Νεουρόζ εκείνη την 21η Μάρτη στο απέραντο, όσο ο θεσσαλικός κάμπος, πάρκο έξω από το Ντιγιάρμπακιρ. Λαοθάλασσα άπειρη. Μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι μου, έβλεπε ανθρώπους, που έκαναν πικ νικ και χόρευαν με τις μουσικές της γιορτής. Οι Κούρδοι τρώνε και χορεύουν σαν Κρητικοί, αυτό θυμάμαι πως είχα νιώσει. Με λύρες και χορούς δυναμικούς, με αρνιά και ρακή. Ο πόθος για αυτονόμηση του κράτους τους κυρίαρχος. Η επιθυμία για ανεξαρτησία και απελευθέρωση από την καταπίεση του τουρκικού κράτους ξεχείλιζε στα λόγια και τις εκδηλώσεις τους. Ένας λαός που γιόρταζε σαν να κανε επανάσταση.
Κι ανάμεσά τους ο Μαχμούτ, που μόλις είχε ορκιστεί Τούρκος στρατιώτης και δεν μπορούσε καθόλου να το χωνέψει η ψυχή του. Κι ανάμεσά τους εγώ, ο άσχετος περιηγητής με τη φωτογραφική μηχανή, που η ζωή τον έστειλε εκεί που θα παιχτεί το δράμα, για να το ζήσει από πρώτο χέρι, για να τραβήξει την τελευταία πλήρη οικογενειακή φωτογραφία και να την έχει για μήνες μετά μέσα στη μηχανή του διότι δεν είχε την ψυχή και το κουράγιο να την ξαναδεί και να την στείλει σ’ αυτούς που την δικαιούνταν.
Περάσαμε λοιπόν πρωτόγνωρα όμορφα εκείνες τις μέρες στο σπίτι του Καχραμάν και του Μαχμούτ στο Ντιγιάρμπακιρ, κάναμε και εκδρομές στο Μάρντιν και αλλού, πήγαμε στο Χασάν Κεϋφ, όπου το ανάλγητο κράτος μαζί με εταιρίες της Ευρώπης σχεδιάζουν τεράστιο φράγμα που θα πνίξει μια αρχαία πόλη λαξεμένη στους βράχους, ανώτερα και από της Καππαδοκίας τα τοπία της περιοχής εκεί, επισκεφθήκαμε συγγενείς και φίλους σε άλλες πόλεις, φάγαμε και ήπιαμε όλοι μαζί στο πάτωμα, κοιμηθήκαμε στρωματσάδα, μιλήσαμε, γνωριστήκαμε, αγαπηθήκαμε και μόλις νιώσαμε να μας γεμίζει η ομορφιά της ανθρώπινης συνύπαρξης, ήρθε η μέρα του τέλους. Εγώ κι ο Καχραμάν πετούσαμε πίσω για Σμύρνη το πρωί, ο Μαχμούτ έφευγε την επομένη οδικώς για Άδανα, απ’ όπου θα πετούσε κι αυτός για Κύπρο, να παρουσιαστεί στη μονάδα του. Οι λοιποί συγγενείς σκορπίστηκαν κι αυτοί στις πόλεις τους και στα σπιτικά τους. Και η Άνοιξη είχε μόλις μπει.
Στο αεροδρόμιο μάς πήγαν όλοι η στενή οικογένεια, μαζί και ο Μαχμούτ. Μου κουβαλούσε και τον σάκο μου μέχρι τον έλεγχο και δεν τον άφηνε, δεν άκουγε κουβέντα. Αν μπορούσε θα τον έφερνε και μέχρι μέσα στο αεροπλάνο, να μην τον σηκώσω ούτε βήμα. Φιληθήκαμε όλοι σταυρωτά και αποχαιρετιστήκαμε με δάκρυα στα μάτια. Πότε θα ξαναβλεπόντουσαν όλοι μαζί, πότε θα ξαναβγάζανε οικογενειακή φωτογραφία πλήρη κανείς δεν ήξερε, αλλά όλοι ήταν βέβαιοι πως αυτό θα αργούσε κάμποσο να γίνει. Ο τελευταίος που φίλησα κι αποχαιρέτησα ήταν ο Μαχμούτ, ο συγκάτοικός μου στην κουκέτα, κεντινέ ιγί μπακ, να προσέχεις τον εαυτό σου, του είπα στα τουρκικά και χαμογέλασε. Είχα μια παράξενη αίσθηση και όλο γύριζαν στον νου μου τα λόγια που είπε σε ένα στενά οικογενειακό δείπνο, όταν καθόμασταν όλοι σταυροπόδι γύρω από τον στρωμένο σοφρά και εκείνος εξιστορούσε τα της φυλακής και του στρατού, με δάκρυα στα μάτια ευχαριστούσε την οικογένειά του που του συμπαραστέκεται και του δίνει δύναμη να συνεχίσει να ζει, έκλαιγα κι εγώ κι ας μην τα καταλάβαινα όλα, αφού ο διερμηνέας μου, ο Καχραμάν, δεν ήτανε σε θέση να μου τα μεταφράζει όλα και στην ώρα τους μέσα από την συγκίνηση και τα δάκρυά του. Ήξερα λοιπόν και είχα νιώσει από πρώτο χέρι ότι η ψυχή του Μαχμούτ ήτανε ακόμα αδούλωτη. Μπορεί να είχε αναγκαστεί το κορμί του να ντυθεί στο χακί του τουρκικού στρατού αλλά μέσα του δεν το είχε αποδεχτεί, ούτε θα το αποδεχόταν ποτέ, ήτανε βέβαιο αυτό. Γι’ αυτό μάλλον μου βγήκε αυτός ο ύστατος αποχαιρετισμός εκεί στο αεροδρόμιο. Κεντινέ ιγι μπακ.
Την επομένη, έπειτα από μια νύχτα παραμονή στη Σμύρνη λόγω απαγορευτικού απόπλου από Τσεσμέ, έφτασα στη Χίο. Και πάνω που σκεφτόμουνα όλα όσα είχα ζήσει αλλά και ότι ταξιδέψαμε από τα βάθη της Ανατολής μέχρι τα παράλια, όπου μας σταμάτησε για μια ολόκληρη μέρα το κύμα μιας τόσο δα στενής λωρίδας θάλασσας, χτύπησε το τηλέφωνο και άκουσα λυγμούς από την άλλη μεριά της γραμμής. Θυμάμαι τον φίλο μου τον Καχραμάν να κλαίει και με πολύ προσπάθεια να αρθρώνει τελικά δυο μονάχα λέξεις: Μαχμούτ πέθανε.
Έπαθα σοκ. Θυμάμαι ότι έψαχνα πάρα πολύ ώρα για να βρω την πόρτα του σπιτιού μου και να βγω έξω, να πάω τον συναντήσω.
Ο Μαχμούτ πράγματι ήταν νεκρός. Σκοτώθηκε σε τροχαίο πηγαίνοντας για το αεροδρόμιο των Αδάνων, με το χαρτί της μετάθεσης στην τσέπη. Μαζί του σκοτώθηκαν ακόμα δυο παλικάρια, φίλοι του που τον συνόδευαν για να τον ξεπροβοδίσουν. Δεν οδηγούσε εκείνος.
Η ψυχή του Μαχμούτ ποτέ δεν συμβιβάστηκε με την στράτευση στον τουρκικό στρατό, σε κανέναν στρατό. Πέταξε ελεύθερη πάνω από τα Άδανα και την Κύπρο προτού την φυλακίσουν. Ήρθε στο σπίτι του, γλέντησε με τα αδέρφια και τους γονείς του, με τους συγγενείς και τους φίλους του, τους αποχαιρέτισε όλους έναν προς έναν, τους ευχαρίστησε σ’ εκείνο το δείπνο κι έφυγε, πέταξε ικανοποιημένος και λεύτερος.
Μας άφησε εμάς από κάτω σύξυλους και θλιμμένους να τον θυμόμαστε και να περάσουμε τον ανείπωτο πόνο της απώλειας, του θανάτου. Μα τώρα που τον ξανασκέφτομαι με του χρόνου την απόσταση, είμαι βέβαιος πως ο Μαχμούτ αυτό ήθελε, να μην υποταχθεί, να παραμείνει η ψυχή του αδούλωτη. Κι αν μας βλέπει από κει πάνω, αναρωτιέμαι πώς θα νιώθει με την δουλοφροσύνη μας.
Πρώτη φορά έγραψα κάτι για τον Μαχμούτ. Έχουν περάσει πέντε χρόνια. Έστω κι αυτό το λίγο και μικρό, το αφιερώνω στη Μνήμη του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου