Οι σφαίρες βρήκαν το στόχο τους |
να μπαίνει στα πνευμόνια σου, όχι, δεν ήταν πόνος από θάνατο τούτος ο αέρας που ανέμιζε τις δεκάδες παρατεταγμένες σημαίες. Θα’ λεγες ότι στα δάκρυα διέκρινες κάμποσες σταγόνες υπερηφάνειας να κυλάνε πάνω στα ροζιασμένα μάγουλα των τεθλιμμένων. Δεν είχα ξαναπετύχει ποτές μου τέτοια περίεργη κηδεία. Έβλεπες παντού χρώματα γαλανόλευκα, απλωμένα ανάμεσα σε κεριά κι ανθρώπους, μηνύματα με κεφαλαία, αρχαιοπρεπή γράμματα, που σχημάτιζαν λέξεις εμφατικές. ΗΡΩΑΣ και ΑΘΑΝΑΤΟΣ και ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ. Και αντί για μνήμη αιώνια του αξιομακάριστου, άκουγες στα ψιθυριστά κατάρες και αναθέματα για την πεθαμένη Ελλάδα. Ήτανε, στ’ αλήθεια, σα να μη θάβανε άνθρωπο εκείνη την ημέρα. Ήταν σαν να θάβανε Δημοκρατία ολόκληρη.
Όσο κι αν ήθελες να μείνεις αδιάφορος, δεν μπορούσες παρά να νιώσεις την περιέργειά σου να εξάπτεται κι αναρωτιόσουν να μάθεις ποιος κηδεύεται κι έχει προκαλέσει τέτοια έξαρση συναισθημάτων. Έκανα να πλησιάσω αλλά δεν ήταν δυνατόν να δω το πρόσωπό του, έτσι όπως είχαν σκεπάσει όλο το φέρετρο με μιαν απαστράπτουσα, σημαία ελληνική. Πάνω της είχαν ξαπλώσει ένα ξίφος με μια λαμπερή, ανέπαφη λαβή, αλλά και μερικά διάσκορπα παράσημα που τα ‘χαν ξεκαρφιτσώσει από το πέτο του νεκρού. Αναρωτήθηκα με όλα αυτά μήπως ήταν κάποιος σπουδαίος στρατηγός αλλά, να δεις πώς μου το ‘παν, ήτανε λέει στρατιωτικός, όχι, ήτανε στρατιώτης, ναι, στρατιώτης που υπηρέτησε με αρετή και τόλμη και αυταπάρνηση για την ελευθερία της Πατρίδος. Ότι αυτή η ίδια η Πατρίδα τον πλήγωσε και μάλιστα περίμενε μέχρι το τέλος μιαν ελάχιστη συγγνώμη της προς εκείνον. Ότι, αν και αθώος, τον έστειλαν ισόβια στη στενή και ότι αυτό αποτέλεσε “την μεγαλυτέραν ηθικήν, νομικήν και πολιτικήν ατιμίαν όλων των εποχών”. Αλλά αυτός, πιστός στις αρχές του, προτίμησε να μην αποφυλακιστεί και ν’ αποθάνει μέσα στο κελί του. Ακόμα και στην κηδεία τού αδικοχαμένου γιου του δεν επήγε, λέει. Δεν άντεχε να βγει απ’ τη φυλακή και να δει τη χώρα του φυλακισμένη.
Σκότωσε, είπανε, παλικάρι είκοσι χρονών, έναν φοιτητή με σώμα λεπτό κι ατημέλητη κώμη, κάποιο μεσημέρι, πριν σαράντα χρόνια, τότε που ο παραμορφωτικός φακός της ιστορίας έμπλεξε την αλήθεια με το ψέμα, τότε που η ανομία έμελλε να παρουσιαστεί ως δήθεν εξέγερση για το καλό του τόπου. Και το παιδί που έφαγε ήτανε ψηλό σαν τα κυπαρίσσια, τόσο που ούτε χώραγε στο φέρετρό του, όταν έκαμαν να τον εθάψουν. Κι ο πατέρας του δεν είχε λεφτά να πάρει άλλο, μεγαλύτερο, κι έτσι αναγκαστικά τον στρίμωξαν μέσα, κάπως πρόχειρα, μαζεύοντάς του τα πόδια, όπως-όπως. Τι να γίνει, ήταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος. Σήμερα τέτοια προβλήματα δεν υπήρξαν. Το φέρετρο ήταν ευρύχωρο κι ωραίο, καθώς ταιριάζει στο μέγεθος του ανδρός. Γιατί ήταν αρσενικό αμείλικτο, λέει, ο μακαρίτης, της εννόμου τάξεως σκληρός κι άτεγκτος μαχητής, τόσο που, όταν συνέβησαν όλα αυτά τα φαιδρά γεγονότα, παρότρυνε με σθένος τους συμπολεμιστές του με τις φράσεις “βαράτε στο ψαχνό!” και “όταν βλέπετε τέσσερα άτομα, τον έναν να τον σκοτώνετε και τους τρεις να τους βάζετε στο καμιόνι”. Κι έτσι έμεινε μέχρι το τέλος. “Εμένα το αποφυλακιστήριο θα μου το καρφώσουν στη κάσα”, είχε πει. Έτσι κι έγινε.
Μετά από μερικές εκκλησιαστικές αράδες και παρακλήσεις για τους τελευταίους ασπασμούς, ακουστήκανε τα πρώτα τα συνθήματα. “Δεν είμαστε δυο, είμαστε χιλιάδες”. Κι ύστερα, απλώθηκε μιαν αλλόκοτη μουσική στο χώρο. Ήταν μελωδίες από αργόσυρτα, μανιάτικα μοιρολόγια που αγκάλιασαν την ατμόσφαιρα, την ώρα που ο ήλιος ανέβαινε ψηλά στον ουρανό, καθώς πουλιά ίδια με φοίνικες καιγόντουσαν και βγαίνανε ξανά μέσα απ’ τις στάχτες τους. Και κάπως έτσι, μαζεύτηκαν όλοι μπροστά στο ιερό της εκκλησιάς ν’ ακούσουν λόγο βαρύ, λόγο σπουδαίο που είχε ετοιμάσει κοτζάμ Μητροπολίτης. “Σήμερα αποχαιρετάμε έναν γενναίο άνθρωπο, έναν άνθρωπο που θ’ αποτελεί πρότυπο γενεών, που με αυτοθυσία επαλήθευσε ότι και ο θάνατος φοβάται τους γενναίους”. Κι ένιωσα ρίγη δέους να με χτυπούν όπως το μαστίγιο σε χουντικό βασανιστήριο αλλά και απορία μαζί για αυτές τις επικές περιγραφές που έφερναν στο νου τουλάχιστον κάτι από τον Κολοκοτρώνη. Δεν πέρασαν ούτε δευτερόλεπτα από αυτόν μου το συνειρμό και ο ρασοφόρος άρχων ήρθε να με επιβεβαιώσει. “Ας μην ξεχνάμε ότι και ο Κολοκοτρώνης κατέληξε στη φυλακή, ο Σωκράτης για χάρη της πατρίδας ήπιε το κώνειο”. Φτάνει πια. Στο τέλος από τον πολύ πατριωτισμό ήθελα να δοκιμάσω κι εγώ λίγο κώνειο.
Κι όπως το λιβάνι ήρθε και κατακάθισε στα ξυρισμένα κεφάλια που εξείχαν στο πλήθος, τέσσερις σήκωσαν στους ώμους τον τραγικό ετούτο ήρωα των ημερών μας. Σφίξανε όλοι τις γροθιές τους και φώναξαν με θαρραλέα, βροντερή φωνή “Αλήτες, Προδότες, Πολιτικοί”, ταρακουνώντας σαν βροντή την πλάση γύρω. Ένας παιδί αμούστακο έβγαλε με χάρη τ’ όπλο του κι έριξε μπαλοθιές απανωτές, σαν να πρόκειται για άγημα φαντάρων που τιμούν τον ένδοξο αρχηγό τους. Κι ήταν τέτοιοι οι κρότοι και οι αλαλαγμοί που νόμιζες ότι στ’ αλήθεια έσταξε αίμα από το σώμα του ελεύθερου, απέραντου ουρανού. Κι όπως οι χούφτες ρίχνανε χώμα στο λάκκο που ‘χαν σκάψει για τούτο τον λέοντα, ήρθαν και καρφώθηκαν το ένα μετά το άλλο πάνω του δεκάδες στεφάνια με λόγια σπουδαία στα βελούδινα φτερά τους. “Μετά τη Χώρα, σήμερα επτώχευσε και η Ιστορία”, “Στο μέγιστο Στρατηγό του Ελληνικού Στρατού, Οι Φίλοι της 21ης Απριλίου 1967″, “Πιστός μέχρι θανάτου”, “Ο ελληνισμός σ’ ευγνωμονεί, με τη στάση ζωής σου φωτοδότησες το δρόμο της τιμής”, “Ξεπέρασες τα ανθρώπινα γιατί ήσουν ο Κορυφαίος”. Κι από κάτω, μερικά ονοματεπώνυμα να υπογράφουν τους διθυράμβους. Οικογένεια Στυλιανού Παττακού. Οικογένεια Καματερού, Χαρίκλεια Μακαρέζου, Κώστας Πλεύρης, Δέσποινα Παπαδοπούλου, σύζυγος του μεγάλου Γεωργίου Παπαδόπουλου. Τότε ήταν που άρχισα να συνειδητοποιώ που είχα βρεθεί. Τότε ήταν που κατάλαβα ποιοι ήταν όλοι αυτοί και σε ποιανού κηδεία είχα έρθει.
Τα καθάρματα στην κηδεία του καθάρματος. TA KAKΩΣ KEIMENA
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου