Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

Πες μου ρε !

Έχω ανάψει τσιγάρο και το γυροφέρνω στο τασάκι εδώ και ώρα πριν γράψω αυτές τις λέξεις. Δεν το άναβα από πείσμα μη τύχει και χάσω μια στιγμή από τη ρουφηξιά του. Βλέπεις με τόσο θάνατο τριγύρω τάχα φοβόμουν ν’ αφαιρέσω κάποια λεπτά από τα πνευμόνια μου. Έτσι λοιπόν προσπάθησα να βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις μου, ν’ αρθρώσω λόγο πολιτικό και κοινωνικό, μιας κι αυτό το κείμενο ως τέτοιο ξεκίνησε..... Δεν τα κατάφερα όμως ! Δεν θα είναι μια ανάλυση free press ή κάποιου που ψυχαναλύει  μια κοινωνία νεκροζώντανων. Να κοινωνήσω μονάχα τα συναισθήματα μου σε αυτούς που τύχει και διαβάσουν αυτές τις αράδες . Μήπως την επόμενη
φορά δεν αποστρέψουμε βιαστικά το βλέμμα μας μπροστά σε μια αυτοκτονία, στη φτώχεια του διπλανού, στη ξεφτίλα του γείτονα που θαυμάζει τη Χρυσή Αυγή και στα παιδιά που βλέπουν τη πόρτα των ιδρυμάτων ολοένα και πιο συχνά.
Σήμερα αυτοκτόνησε άλλος ένας άνθρωπος. Τουλάχιστον γι αυτόν άκουσα. Σίγουρα θα είναι κι άλλοι στο διάβα του. Τριάντα τρία χρόνια αποφάσισε να είναι το μερτικό του σε αυτόν τον τόπο. Πήδηξε από τον τέταρτο όροφο. Λένε χαιρέτησε τους δικούς του ανθρώπους χωρίς ν αφήσει καμιά υποψία για την απόφασή του. Πήγε σπίτι του το βράδυ , ποιος ξέρει τί σκεφτόταν, πώς ή γιατί  και την επομένη ο Βαγγέλης έκανε το δικό του ‘’salto mortale’’ . Φίλοι και γνωστοί, που τον ήξεραν καλά, ήταν άνθρωπος που είχε ενεργό ρόλο στη κοινωνία εκεί του Αιγάλεω και επανασυνέδεε το ρεύμα σε όσους δεν είχαν να το πληρώσουν, κατέβαινε  στις πορείες κι έδινε ότι μπορούσε . Είχε ακόμα και μια σύλληψη στη πλάτη του στην απεργιακή κινητοποίηση της 23ης Φεβρουαρίου 2011. Χειροπέδες, ξύλο και κατηγορίες σκληρές, όπως μας έχει συνηθίσει η δικαιοσύνη που είναι μεν τυφλή αλλά τη ζυγαριά τη κρατούν κάτι χαρτογιακάδες στη Βουλή και κάτι δικαστές πουλημένοι. Αυτός λοιπόν, μην αντέχοντας τις κατηγορίες, τα χρέη, όλα όσα κάνουν έναν άνθρωπο ν’ αφαιρέσει στις μέρες μας τη ζωή του, ανέβηκε, έπεσε, τέλος! Δεν ξέρω αν άφησε κάποιο γράμμα ή τί ψέλλισε τη τελευταία του στιγμή. Ξέρω μονάχα πως πλέον δεν ζει.
Κάποιες μέρες πίσω ένα παιδάκι 11 χρονών έπεφτε νεκρό μπροστά από ένα λεωφορείο. Ήταν από εκείνα τα παιδιά που βλέπουμε στα φανάρια, που κουβαλάνε σκέρτσο και σπιρτάδα και προσπαθούν να σε πείσουν ν’ αγοράσεις ένα χαρτομάντιλο, ένα στυλό ή έναν αναπτήρα. Πολλές φορές δεν πουλάνε τίποτα παρά έχουν ένα χαμόγελο και σου ζητούν ψιλά. Κανείς δεν την αναζητεί τώρα κι έχει μείνει σε κάποιο νεκροτομείο να περιμένει τη ταφή του. Εμπόριο και το παιδικό χαμόγελο.
Θα πιαστώ από αυτά λοιπόν! Ακούω πολλούς να λένε πώς ήταν μια άτυχη στιγμή, ένα κακό αστείο στη καθημερινότητά μας,  ένας ακόμα που δεν άντεξε, ούτε καν για το «γαμώτο», κι είπε τη ζωή του να την αφήσει. Είναι όντως όλα αυτά ; Ρωτάω κι ας βρεθεί ένας να μου απαντήσει αν όντως είναι όλα τα παραπάνω . Είναι ; Ειλικρινά ψάξε μέσα σου και απάντησε. Είναι άτυχη στιγμή το αποτέλεσμα αυτού που βιώνουμε σαν κοινωνία ; Θα σου πω μονάχα αυτό που πιστεύω. Δεν είναι άτυχη στιγμή ούτε κακό αστείο ούτε τίποτα. Είναι η πραγματικότητα μιας κοινωνίας σε κρίση , το αποτέλεσμα μιας καλά σχεδιασμένης πολιτικής από την αρχή μέχρι το τέλος. Μια κρίση που χτυπά τις τσέπες μας κι αυτό αρκεί για να μας ξεπαστρέψει. Τόσο απλά! Χαρτιά φτιαγμένα με χρώματα και κάποια αξία είναι αρκετά για ν’ αφαιρέσουν ζωές, παιδιά να μη γεύονται το γάλα κάθε πρωί και να λιποθυμούν στα σχολεία ή ζητιανεύοντας να πεθαίνουν μπροστά σε κάποιου λεωφορείου τις ρόδες.
Η τηλεόραση παίζει κολλημένη και στις ειδήσεις ακούς τις αναλύσεις, τους αριθμούς, οι εκπρόσωποι  των κομμάτων ψελλίζουν ευχολόγια ή διασταυρώνουν τα ξίφη τους και με έντονες λογομαχίες προσπαθούν να σε πείσουν πως κόπτονται για το δικό σου καλό , για να έχεις μια καλύτερη ζωή , αποδοκιμάζοντας  πάντα τη βία από όπου κι αν προέρχεται. Αυτή τη βία ; Ποιος θα τη καταδικάσει ; Τη βία να σε παίρνουν τηλέφωνο κάθε μεσημέρι οι τράπεζες και να σου ζητούν λεφτά ή τη ΔΕΗ που στέλνει αυτούς που «κάνουν απλώς τη δουλειά τους» και κόβουν το ρεύμα ; Τη βία που πάει πακέτο με το φόβο της απόλυσης και δουλικά σκύβεις το κεφάλι, δεν λες τίποτα, γυρίζεις σπίτι σου , γιατί έχεις ένα ή δυο παιδιά να μεγαλώσεις . Τη βία που ωθεί ανθρώπους να πηδάνε από τα μπαλκόνια ή να βάζουν ένα περίστροφο στο κεφάλι και να αφήνουν τη ζωή τους , γιατί οι νόμοι που φτιάξανε και που εσύ κι εγώ δεχόμαστε, αφήνουν το περιθώριο στα μεγάλα ευαγή ιδρύματα να παίρνουν σπίτια, ζωές κι ότι άλλο θες. Τη βία των κυβερνήσεων που ξαμολάνε τα σκυλιά τους και μαζεύουν ανθρώπους που δίνουν κάποιον αγώνα, και τους σέρνουν στα δικαστήρια για να καταδικαστεί η βία με μαυρισμένα μάτια και καρπούς μελανιασμένους από τις χειροπέδες . Για τη Δημοκρατία που πρέπει να μείνει ως έχει, να προστατευτεί από βίλες ανομίας, να κόψει τον αέρα όσων κατεβαίνουν στο δρόμο, όσων απεργούν ζητώντας το αυτονόητο. Κατεβασμένα  παντελόνια και κασμιρένιες γραβάτες. Αυτή είναι η δημοκρατία.  Και το χειρότερο ; Εσύ κι εγώ τους ακούμε. Δίνουμε τη ψήφο μας έτσι απλόχερα δεξιά κι αριστερά , ψάχνουμε σωτήρες εν μέσω της ερήμου κι αφηνόμαστε στις αποφάσεις τους. Πες μου ρε ! Κοιτάξου στον καθρέφτη και πες μου. Το ανέχεσαι ; Ο Βαγγέλης που πήδηξε και η Στέφκα που πέθανε αύριο μπορεί να πάρουν το δικό σου πρόσωπο στο καθρέφτη , του αδελφού σου ή του παιδιού σου. Πες μου ρε ! Θα σηκωθείς αύριο το πρωί για να πας στη δουλειά σου ( αν την έχεις ακόμα ) , θα κοιτάξεις τις αλυσίδες σου σε κάποιο γραφείο ή σε κάποιο εργοτάξιο, θα τις φορέσεις υπάκουα και θα συνεχίσεις τη μέρα σου ; Θα τους ακούσεις στη τηλεόραση να μιλούν και δεν θα τη κλείσεις να μαζευτείς με άλλους από τα διπλανά μπαλκόνια, να κατέβεις στο δρόμο και να καταδικάσεις τη βία τους ;  Ως πότε θα λέμε ευχαριστώ για το θάνατο που μας σερβίρουν ;  Δεν είναι ένα χτύπημα απλό, δεν είναι μια εικόνα στις ειδήσεις. Είναι ο θάνατος που βάζουν στις ζωές μας . Άσε τα χαράτσια , τους φόρους και όλα όσα πάνε μαζί μ’ ένα κράτος. Μικρό το κακό μπορείς να πεις.  Αλλά τον θάνατο ; Δέχεσαι τον θάνατο σαν αποτέλεσμα όλων αυτών ; Πες μου ρε και σου υπόσχομαι θα το βουλώσω , θα σιωπήσω μια και καλή αλλά θέλω να μου πεις . Δέχεσαι τον θάνατο ; Καθημερινά! στη γειτονιά σου, στη πόλη σου, στο τόπο που ζεις .
Πες μου ρε ! Γράφω στον υπολογιστή και η εικόνα που έχω στο μυαλό μου είναι κάποιου που πεθαίνει. Πες μου εσύ που έχεις ακόμα το σπίτι σου , που μπορείς να πληρώνεις έστω στριμωγμένα, τους λογαριασμούς τους φόρους και τα χαράτσια. Νομίζεις θα σταματήσουν εδώ ; Κανέναν από μας δεν θ’ αφήσουν . Θα κρατήσουν τα πάντα γι αυτούς , κι εμείς θα ξεχρεώνουμε – με τι άλλο – με θάνατο. Δεν έχει σημασία τι χρώμα είναι ή με ποια μάσκα θα σου μιλήσουν. Όλοι λύκοι είναι όταν έχουν την εξουσία.
Πες μου ρε αν σε όλα αυτά που αραδιάζω δεν σε πιάνει αυτό το σφίξιμο μέσα σου, πες μου. Αν σκέφτηκες έστω λίγο κι αν ένιωσες πως δεν πάει άλλο , πως η ζωή μας περιτριγυρίζεται από θάνατο και αυτό δεν μπορείς να το ανεχτείς . Θέλω να μάθω αν έχεις έστω σφίξει τη γροθιά σου και κοπάνισες μια φορά το γραφείο σου γιατί σκέφτηκες το παιδί σου που παίζει στο διπλανό δωμάτιο και  σε ρωτάει γιατί δεν άναψες απόψε το καλοριφέρ.
Πες μου ρε ! Δεν θέλω άλλο να σιωπώ αλλά να φωνάξω μαζί σου , να μπω πίσω από κάποιο οδόφραγμα, να κερδίσουμε το θάνατο γι άλλη μια φορά . Είναι σειρά μας , τ’ ακούς ; Σ’ εμάς έλαχε να ζούμε τώρα και ξέρω καλά πως μέσα σου δεν θες άλλο θάνατο , δεν τον αντέχεις . Κανείς άνθρωπος δεν τον αντέχει !
Την επόμενη φορά να είσαι εκεί. Να είσαι κι εσύ συνεπής. Στην ανθρωπιά σου και τη ζωή σου .
«Θα είμαι συνεπής» … Πες το μου ρε ! Δεν θέλω να νιώθω μόνος !      MANIER                                         πηγη:Νίκος Ζιάκας 

Δεν υπάρχουν σχόλια: