Дмитрй Хохлов |
αυτές που θάλλουν στις οπωροφόρες λέξεις και στην ποιητικότητα των δρόμων, όπου κατοικούν εξόριστοι οι νέοι και ο νέος λόγος. Τα γράφω αυτά γιατί ναι, χρειαζόμαστε «κουράγιο», χρειαζόμαστε ελπίδα, αλλά «η ποίηση δεν είναι μόνο για χορτάτους», όπως δήλωσε η γνωστή ποιήτρια στο Μέγαρο Μουσικής. Αντιθέτως, την έχουν περισσότερο ανάγκη οι δυσανεκτούντες, αυτοί που έχουν χρεία του λόγου για να χορτάσουν, κατά το «ο λόγος σου με χόρτασε». Γιατί η λογοτεχνία είναι ένας τρόπος να ουρλιάζει κανείς βουβά, χωρίς δηλαδή να ξεπερνά τα σύνορα που χωρίζουν το ανθρώπινο από το ζωώδες. Γιατί η τέχνη, γενικά, δεν είναι μόνο για τους χορτάτους, είναι και για τους πεινασμένους και τους ανήμπορους, τους αδικημένους, τους μετανάστες, τους κολασμένους. Εξαρτάται για ποιους γράφει και ποιους εκφράζει κάποιος. «Το ερώτημα που πρέπει να θέσουμε, έλεγε ο μακαρίτης Έντουαρντ Σαΐντ είναι γιατί τόσο λίγοι ‘’μεγάλοι’’ καλλιτέχνες αντιμετωπίζουν ευθέως τα μεγαλύτερα κοινωνικά και οικονομικά εξωτερικά γεγονότα της ύπαρξής τους», όπως είναι η αποικιοκρατία και η κοινωνική αδικία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, επίσης, ότι «κάποιος μπορεί να διαβάζει υψηλή λογοτεχνία και ταυτόχρονα να σκοτώνει και να ακρωτηριάζει, επειδή ο πολιτιστικός κόσμος χρησιμεύει γι’ αυτό το είδος μεταμφίεσης…». Έχει σημασία, λοιπόν, για ποιον και γιατί γράφουμε. Εξάλλου και «οι λέξεις έχουν αφεντικά». Αυτοί που κατέχουν τις λέξεις, την πνευματική εξουσία, δηλαδή οι «ιδιοκτήτες» της γλώσσας επιβάλλουν και τον χαρακτήρα των κοινωνικών σχέσεων, μας υποβάλλουν τον τρόπο να αγαπάμε, να μισούμε, να σκεφτόμαστε και να ονειρευόμαστε. Αυτός που κατέχει την εξουσία των λέξεων κατέχει όχι μόνο την πολιτική ηγεμονία αλλά και την ηγεμονία των αισθημάτων. Γι’ αυτό η σημερινή λογοτεχνία δεν περνάει ούτε από τη σκέψη ούτε από τη μνήμη ούτε από την καρδιά, είναι απλώς μια λογοτεχνία του εφησυχασμού, της διατήρησης του status quo. Η λογο-τεχνία στις μέρες μας, όπως και πάντοτε, είναι μια τεχνο-λογία, μία από τις τεχνολογίες της εξουσίας. Στην καλύτερη και πιο απαιτητική περίπτωση περιορίζεται σε μια στείρα λογοτεχνικότητα που τσιμπολογάει οκνηρά από Εγώ σε Εγώ, από μικρόκοσμο σε μικρόκοσμο, χάνοντας τον κόσμο και τον άνθρωπο, δηλαδή την ανθρωπιά. Και για να το θέσουμε διαφορετικά, στη νεωτερική Ευρώπη το Εγώ αντιστοιχεί στην «ποίηση» και το Εμείς στο «έλεος»: «Ποίηση και Έλεος. Ποίηση: απόλαυση προσωπική, σπάνια, μυστική. Έλεος: εγκατάλειψη του εγώ σε όλους τους άλλους υποφέροντες...». Αυτά τα δύο σε κανέναν μεγάλο ποιητή δεν πάνε χώρια επισημαίνει ο Σ. Μπωντλαίρ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου