Η έλευση της δόσης χαιρετίζεται ως αρχή του τέλους της βαβυλώνειας
αιχμαλωσίας. Ο πονεμένος λαός επιστρέφει πάλι στη γη Χαναάν, του δίδεται
η χάρις της ευρωπαϊκής του οικογένειας. Μακάρι να είναι έτσι. Μακάρι να
πλησιάζουμε σε ένα ορατό πέρας. Η δύσκολη χρονιά που ανοίγεται μπροστά
μας θα είναι κρίσιμη από κάθε άποψη, θα δοκιμάσει τις υλικές και ψυχικές
αντοχές μας, και ....
δεδομένης της πλούσιας ήδη εμπειρίας βασάνων και δοκιμασιών, θα έχουμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε αν φτάνουμε σε ένα ανακουφιστικό τέλος.
Εν τω μεταξύ, η συνολική πολιτική κίνηση εντός της Ευρώπης και εντός του κόσμου μάς δείχνει ότι η επιστροφή στην προτέρα κατάσταση, προ κρίσεως, δεν είναι απλή ούτε κοντινή. Η μείζων ιστορική κίνηση που ξεκίνησε το 1989-90, με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, ακολουθήθηκε από σκληρούς περιφερειακούς πολέμους και αναστατώσεις. Η μείζων χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 κορύφωσε την αστάθεια σε όλο τον κόσμο, και αρχής γενομένης με την ελληνική πτώχευση, μεταφέρθηκε σφοδρή και μεταμορφωμένη στο εσωτερικό του ευρωπαϊκού σχηματισμού ως κρίση χρέους και ως κρίση κυριαρχίας. Για πολλούς λόγους, αυτή η ευρωπαϊκή κρίση μπορεί να θεωρηθεί όχι παροδική και επιλυόμενη με τεχνικά-οικονομικά εργαλεία, αλλά δομική, στάδιο ενός μείζονος ιστορικού μετασχηματισμού, κατά τον οποίο η Ευρωπαϊκή Ενωση και τα έθνη που την απαρτίζουν καλούνται να επαναπροσδιορίσουν ριζικά τη θέση τους στον κόσμο, τις σχέσεις μεταξύ τους, τις εθνικές ταυτότητες, την ταυτότητα της ομοσπονδίας, και πάνω απ’ όλα τις σχέσεις ηγεμονίας και εξουσίας εντός του όποιου ομοσπονδιακού μορφώματος.
Στην Ελλάδα έχουμε το τραγικό προνόμιο να ζούμε αυτόν τον μετασχηματισμό πρώτοι και με μοναδική σφοδρότητα. Είμαστε ένα είδος πειραματόζωου, πάνω στο οποίο δοκιμάζονται λύσεις και μη λύσεις, αποφάσεις και αναβολές, αν η κοινωνία αντέχει και για πόσο καιρό, αν η κοινωνία και η κρατική δομή μπορούν να μετασχηματιστούν με άνωθεν εντολές και έξωθεν βούληση, αν η δημοκρατία αντέχει να λειτουργεί με παρακάμψεις και δολιχοδρομίες.
Αντέχουμε; Πόσο θα αντέξουμε; Από τη διαπίστωση της πτώχευσης, την άνοιξη του 2010, έως σήμερα, το ερώτημα της κατάρρευσης επανέρχεται διαρκώς, και μαζί του η πιθανολόγηση μιας κοινωνικής έκρηξης. Το ερώτημα περιέχει την υπαρξιακή αγωνία ημών των αυτοχθόνων, που ζούμε την κρίση, που είμαστε η κρίση· αλλά και την ειλικρινή διερώτηση των ετεροχθόνων, πλησιέστερων ή πιο απομακρυσμένων από τα δικά μας πάθη, στο μέτρο που η ελληνική εμπειρία προδιαγράφει εξελίξεις για όλη την Ευρώπη. Εξ ου και η Ελλάδα βρίσκεται σταθερά στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος.
Τι διαισθάνεται λοιπόν ένας αυτόχθων που βιώνει την κρίση αδιαλείπτως επί τριετία; Κατά την προσωπική μας άποψη, η κατάρρευση είναι πάντα πιθανή, αν και λιγότερο πιθανή όσο περνά ο καιρός και εφόσον η Ευρώπη συνεχίσει να δρά και όχι να αναβάλλει. Ωστόσο γνωρίζουμε ότι έτσι ενεργεί η Ευρώπη, με αναβολές και ημίμετρα, συχνά και με εσκεμμένα λάθη. Ο κίνδυνος ενός ατυχήματος λοιπόν, η εμφάνιση ενός μαύρου κύκνου δεν μπορεί να αποκλειστεί κατ’ ουδένα τρόπο· πολύ περισσότερο, που η παρελθούσα τετραετία είναι γεμάτη από μαύρους κύκνους του Ταλέμπ.
Κατά τον ίδιο τρόπο, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο μιας ανεξέλεγκτης κοινωνικής έκρηξης. Κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει τις αντοχές μιας κοινωνίας που χάνει το 25% του ΑΕΠ και οδεύει προς το 30% ανεργίας, με εκτενή τμήματά της να πληβειοποιούνται, που μέσα σε μια διετία χάνει όρους διαβίωσης κερδισμένους στη διάρκεια τουλάχιστον μιας γενιάς. Η βία αυτής της υλικής αλλαγής, μια πολεμική απώλεια σχεδόν, διαμορφώνει αναλόγως βίαια το συλλογικό φαντασιακό, και δοκιμάζει την κοινωνική συνοχή.
Ολα τούτα όμως δεν συνεπάγονται γραμμικά μια κοινωνική έκρηξη, τουλάχιστον όχι όπως τη προεικονίζουμε νοερά, με όσα γνωρίζουμε από την ιστορία. Διότι η ιστορία παρέχει και άλλα αντιδιαμετρικά παραδείγματα, το παράδειγμα της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ λ.χ.: Η καταστροφική διακυβέρνηση του Γέλτσιν, η ακραία φτώχεια, η μαζική μετανάστευση και η πειρατεία των ολιγαρχών επί του εθνικού πλούτου δεν οδήγησαν τον ρωσικό λαό σε έκρηξη, αλλά σε παράλυση. Χωρίς παράδοση πολιτικών αγώνων επί μακρόν, χωρίς δημοκρατική παιδεία, οι Ρώσοι, ένας μεγάλος ιστορικός λαός, υπέμειναν παθητικά και τον Γέλτσιν, τους ολιγάρχες και τις μαφίες και την ταπείνωση, έως την εμφάνιση του νεοτσάρου Πούτιν.
Οι διαφορές της ελληνικής περίπτωσης από τη ρωσική είναι ίσως περισσότερες από τις ομοιότητες. Στην Ελλάδα η δημοκρατική παράδοση είναι ζωντανή και με ρίζες, η πολιτική αγωνιστικότητα υψηλή, το επίπεδο διαβίωσης υψηλό· οι άνθρωποι δεν δέχονται να τα χάσουν όλα χωρίς αντίδραση. Από την άλλη, η υπερδιογκωμένη μεσαία τάξη, τυπικό χαρακτηριστικό της Ελλάδας, δεν μπορεί να διατηρήσει την ευημερία της χωρίς σύστοιχη ανάπτυξη της πρωτογενούς και δευτερογενούς παραγωγής, ιδίως της βιομηχανικής. Οι υπηρεσίες, η οικοδομή, το χρηματιστήριο, τα δανεικά, μπορούν να παρατείνουν την ευημερία, αλλά όχι για πολύ. Οι φούσκες της ισχυρής Ελλάδος έσκασαν όλες ― και έσκασαν και σε άλλες χώρες. Η διαρκής και άφρων πιστωτική επέκταση του ’90 και η έκρηξη δημόσιου χρέους στα χρόνια του ευρώ, επέτρεψαν μεν στη μεσαία τάξη να ευημερεί, αλλά πάνω σε πήλινα πόδια, διότι δεν συνοδεύτηκε από κανενός είδους παραγωγική αναδιάρθρωση. Ούτε ο τουρισμός ούτε οι αλυσίδες λιανικής με γκάτζετ και σάντουιτς μπορούν να θεωρηθούν βιομηχανία με υψηλή προστιθέμενη αξία και δυνατότητες απασχόλησης.
Πάνω σε αυτή την υλική βάση πρέπει να δούμε τα ψυχοκοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά της κρίσης, άρα και την αγωνιώδη διερώτηση περί έκρηξης και κατάρρευσης. Πλάι σε όλα τα ενδεχόμενα λοιπόν, της ανάσχεσης της πτώσης, της ανάκαμψης, του μετασχηματισμού, της έκρηξης, ας έχουμε κατά νου και το ενδεχόμενο της ενδόρρηξης, μιας κατάρρευσης προς τα έσω, με χαρακτήρες παθητικότητας, παράλυσης, μοιρολατρικής υποταγής και αυτοεγκατάλειψης. Ενα ενδεχόμενο ετερόνομης δυστοπίας, ανάμεσα σε άλλα. Το οποίο όμως προϋποθέτει ότι θα έχουν εν τω μεταξύ χαθεί η πολιτική βούληση, η πίστη στη ζωή, η εθνική μνήμη, η δημοκρατική παράδοση ― αυτό κανείς δεν μπορεί να το πιστέψει. βλέμμα
δεδομένης της πλούσιας ήδη εμπειρίας βασάνων και δοκιμασιών, θα έχουμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε αν φτάνουμε σε ένα ανακουφιστικό τέλος.
Εν τω μεταξύ, η συνολική πολιτική κίνηση εντός της Ευρώπης και εντός του κόσμου μάς δείχνει ότι η επιστροφή στην προτέρα κατάσταση, προ κρίσεως, δεν είναι απλή ούτε κοντινή. Η μείζων ιστορική κίνηση που ξεκίνησε το 1989-90, με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, ακολουθήθηκε από σκληρούς περιφερειακούς πολέμους και αναστατώσεις. Η μείζων χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 κορύφωσε την αστάθεια σε όλο τον κόσμο, και αρχής γενομένης με την ελληνική πτώχευση, μεταφέρθηκε σφοδρή και μεταμορφωμένη στο εσωτερικό του ευρωπαϊκού σχηματισμού ως κρίση χρέους και ως κρίση κυριαρχίας. Για πολλούς λόγους, αυτή η ευρωπαϊκή κρίση μπορεί να θεωρηθεί όχι παροδική και επιλυόμενη με τεχνικά-οικονομικά εργαλεία, αλλά δομική, στάδιο ενός μείζονος ιστορικού μετασχηματισμού, κατά τον οποίο η Ευρωπαϊκή Ενωση και τα έθνη που την απαρτίζουν καλούνται να επαναπροσδιορίσουν ριζικά τη θέση τους στον κόσμο, τις σχέσεις μεταξύ τους, τις εθνικές ταυτότητες, την ταυτότητα της ομοσπονδίας, και πάνω απ’ όλα τις σχέσεις ηγεμονίας και εξουσίας εντός του όποιου ομοσπονδιακού μορφώματος.
Στην Ελλάδα έχουμε το τραγικό προνόμιο να ζούμε αυτόν τον μετασχηματισμό πρώτοι και με μοναδική σφοδρότητα. Είμαστε ένα είδος πειραματόζωου, πάνω στο οποίο δοκιμάζονται λύσεις και μη λύσεις, αποφάσεις και αναβολές, αν η κοινωνία αντέχει και για πόσο καιρό, αν η κοινωνία και η κρατική δομή μπορούν να μετασχηματιστούν με άνωθεν εντολές και έξωθεν βούληση, αν η δημοκρατία αντέχει να λειτουργεί με παρακάμψεις και δολιχοδρομίες.
Αντέχουμε; Πόσο θα αντέξουμε; Από τη διαπίστωση της πτώχευσης, την άνοιξη του 2010, έως σήμερα, το ερώτημα της κατάρρευσης επανέρχεται διαρκώς, και μαζί του η πιθανολόγηση μιας κοινωνικής έκρηξης. Το ερώτημα περιέχει την υπαρξιακή αγωνία ημών των αυτοχθόνων, που ζούμε την κρίση, που είμαστε η κρίση· αλλά και την ειλικρινή διερώτηση των ετεροχθόνων, πλησιέστερων ή πιο απομακρυσμένων από τα δικά μας πάθη, στο μέτρο που η ελληνική εμπειρία προδιαγράφει εξελίξεις για όλη την Ευρώπη. Εξ ου και η Ελλάδα βρίσκεται σταθερά στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος.
Τι διαισθάνεται λοιπόν ένας αυτόχθων που βιώνει την κρίση αδιαλείπτως επί τριετία; Κατά την προσωπική μας άποψη, η κατάρρευση είναι πάντα πιθανή, αν και λιγότερο πιθανή όσο περνά ο καιρός και εφόσον η Ευρώπη συνεχίσει να δρά και όχι να αναβάλλει. Ωστόσο γνωρίζουμε ότι έτσι ενεργεί η Ευρώπη, με αναβολές και ημίμετρα, συχνά και με εσκεμμένα λάθη. Ο κίνδυνος ενός ατυχήματος λοιπόν, η εμφάνιση ενός μαύρου κύκνου δεν μπορεί να αποκλειστεί κατ’ ουδένα τρόπο· πολύ περισσότερο, που η παρελθούσα τετραετία είναι γεμάτη από μαύρους κύκνους του Ταλέμπ.
Κατά τον ίδιο τρόπο, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο μιας ανεξέλεγκτης κοινωνικής έκρηξης. Κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει τις αντοχές μιας κοινωνίας που χάνει το 25% του ΑΕΠ και οδεύει προς το 30% ανεργίας, με εκτενή τμήματά της να πληβειοποιούνται, που μέσα σε μια διετία χάνει όρους διαβίωσης κερδισμένους στη διάρκεια τουλάχιστον μιας γενιάς. Η βία αυτής της υλικής αλλαγής, μια πολεμική απώλεια σχεδόν, διαμορφώνει αναλόγως βίαια το συλλογικό φαντασιακό, και δοκιμάζει την κοινωνική συνοχή.
Ολα τούτα όμως δεν συνεπάγονται γραμμικά μια κοινωνική έκρηξη, τουλάχιστον όχι όπως τη προεικονίζουμε νοερά, με όσα γνωρίζουμε από την ιστορία. Διότι η ιστορία παρέχει και άλλα αντιδιαμετρικά παραδείγματα, το παράδειγμα της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ λ.χ.: Η καταστροφική διακυβέρνηση του Γέλτσιν, η ακραία φτώχεια, η μαζική μετανάστευση και η πειρατεία των ολιγαρχών επί του εθνικού πλούτου δεν οδήγησαν τον ρωσικό λαό σε έκρηξη, αλλά σε παράλυση. Χωρίς παράδοση πολιτικών αγώνων επί μακρόν, χωρίς δημοκρατική παιδεία, οι Ρώσοι, ένας μεγάλος ιστορικός λαός, υπέμειναν παθητικά και τον Γέλτσιν, τους ολιγάρχες και τις μαφίες και την ταπείνωση, έως την εμφάνιση του νεοτσάρου Πούτιν.
Οι διαφορές της ελληνικής περίπτωσης από τη ρωσική είναι ίσως περισσότερες από τις ομοιότητες. Στην Ελλάδα η δημοκρατική παράδοση είναι ζωντανή και με ρίζες, η πολιτική αγωνιστικότητα υψηλή, το επίπεδο διαβίωσης υψηλό· οι άνθρωποι δεν δέχονται να τα χάσουν όλα χωρίς αντίδραση. Από την άλλη, η υπερδιογκωμένη μεσαία τάξη, τυπικό χαρακτηριστικό της Ελλάδας, δεν μπορεί να διατηρήσει την ευημερία της χωρίς σύστοιχη ανάπτυξη της πρωτογενούς και δευτερογενούς παραγωγής, ιδίως της βιομηχανικής. Οι υπηρεσίες, η οικοδομή, το χρηματιστήριο, τα δανεικά, μπορούν να παρατείνουν την ευημερία, αλλά όχι για πολύ. Οι φούσκες της ισχυρής Ελλάδος έσκασαν όλες ― και έσκασαν και σε άλλες χώρες. Η διαρκής και άφρων πιστωτική επέκταση του ’90 και η έκρηξη δημόσιου χρέους στα χρόνια του ευρώ, επέτρεψαν μεν στη μεσαία τάξη να ευημερεί, αλλά πάνω σε πήλινα πόδια, διότι δεν συνοδεύτηκε από κανενός είδους παραγωγική αναδιάρθρωση. Ούτε ο τουρισμός ούτε οι αλυσίδες λιανικής με γκάτζετ και σάντουιτς μπορούν να θεωρηθούν βιομηχανία με υψηλή προστιθέμενη αξία και δυνατότητες απασχόλησης.
Πάνω σε αυτή την υλική βάση πρέπει να δούμε τα ψυχοκοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά της κρίσης, άρα και την αγωνιώδη διερώτηση περί έκρηξης και κατάρρευσης. Πλάι σε όλα τα ενδεχόμενα λοιπόν, της ανάσχεσης της πτώσης, της ανάκαμψης, του μετασχηματισμού, της έκρηξης, ας έχουμε κατά νου και το ενδεχόμενο της ενδόρρηξης, μιας κατάρρευσης προς τα έσω, με χαρακτήρες παθητικότητας, παράλυσης, μοιρολατρικής υποταγής και αυτοεγκατάλειψης. Ενα ενδεχόμενο ετερόνομης δυστοπίας, ανάμεσα σε άλλα. Το οποίο όμως προϋποθέτει ότι θα έχουν εν τω μεταξύ χαθεί η πολιτική βούληση, η πίστη στη ζωή, η εθνική μνήμη, η δημοκρατική παράδοση ― αυτό κανείς δεν μπορεί να το πιστέψει. βλέμμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου