των Κ.Παλούκη, Ν.Βασιλόπουλου Αυτό το κείμενο αφορμάται από την πραγματικότητα αρχικά των συντακτών
του, αφετέρου από εκεί που φαίνεται να οδηγείται ο κόσμος που, με στενή ή
πλατύτερη έννοια, αναφέρεται στην οργανωμένη πάλη στα πλαίσια της
εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς....
Εδώ πρέπει να κάνουμε μια επεξήγηση: Μια κακόβουλη κριτική που γίνεται συνήθως είναι οτι αφήνουμε τον «υποκειμενισμό» μας να μιλήσει για μας μην μπορώντας να δούμε καθοδηγητικά ή να ψηλαφίσουμε τη μεγάλη εικόνα. Αντιστρέφουμε αυτή την εύκολη αφαίρεση παραφράζοντας τον υλισμό που διατύπωσε η αριστοτελική σκέψη: «κάθε κλαδί δέντρου είναι εξίσου δάσος με το σύνολο του, αν μπορείς να γνωρίζεις και να παραδέχεσαι οτι υπάρχει ένα σύνολο από δέντρα και άλλα φυτά που καλείται δάσος».
Με απλά λόγια τώρα: Η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά (που αυτή ξέρουμε ως στρατευμένα μέλη της την τρέχουσα δεκαετία, γι αυτή θα μιλήσουμε) δεν στέκεται στο ύψος των περιστάσεων. Δεν έχει καταφέρει να απαντήσει σε μια σειρά από ζητήματα και να προκαλέσει στο μέτρο που μπορεί μια αλλαγή στην τρέχουσα κατάσταση. Εμείς το τοποθετούμε αυτό σε μια βασική έλλειψη της. Αυτή του ενιαίου αντικαπιταλιστικού επαναστατικού κόμματος/οργάνωσης. Μιας δηλαδή ανώτερης μορφής συλλογικότητας που τις επιμέρους υποκειμενικές εμπειρίες θα τις μετασχηματίζει σε συλλογική καθοδήγηση και δράση. Θα λειτουργεί σαν «συλλογικός οργανικός διανοούμενος», για να θυμηθούμε και τον Γκράμσι, για τις υποτελείς τάξεις στον αγώνα τους ενάντια στο κεφάλαιο. Αυτή η έλλειψη γίνεται προφανής κάθε φορά που προσπαθούμε, από τις επιμέρους οργανωσεις του ο καθένας, να δώσει μια απάντηση στο τί πρέπει να γίνει σήμερα. Η συνήθης πρακτική είναι μια διακήρυξη εν είδη τσιτάτων ή συνθημάτων, που από πίσω τους δεν έχουν καμιά δυναμική υλοποίησης παρά μόνο το φαντασιακό της «σωστής γραμμής πάνω στη λάθος». Η τελευταία διαμάχη γύρω από το ζήτημα της «Αριστερής Κυβέρνησης» στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και η οχύρωση γύρω από επιμέρους λειψές απαντήσεις εκατέρωθεν είναι απόδειξη του παραπάνω. Όμως η απόδειξη οτι κάτι υπάρχει είναι όταν συμβαίνει κι όχι όταν κανείς το επικαλείται ως τέτοιο, άρα καμιά γραμμή δεν είναι εκ προοιμίου σωστή ή και επαναστατική μέχρι να αποδειχτεί από την ίδια την πραγματικότητα.
Η εμπειρική μας παρατήρηση λοιπόν μας δίνει την εξής ένδειξη: οτι οι στρατηγικές και φυσιογνωμικές διαφορές του χώρου της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, κυρίως των δυνάμεων που δραστηριοποιούνται μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ (εκτός συγκεκριμένων εξαιρέσεων), που στα μάτια όσων είμαστε οργανωμένοι μπορεί να φαίνονται κεφαλαιώδεις αλλά στην πραγματικότητα είναι αμελητέες. Είναι αμελητέες καθώς μια σειρά από ομαδοποιήσεις και ακούσιες ή εκούσιες ζυμώσεις την τελευταία εικοσαετία και βάλε, μας έχουν φέρει σε εξαιρετική γειτνίαση που στο μη πεπειραμένο μάτι δεν ξεχωρίζουμε. Ταυτόχρονα η δραστηριοποίηση μας στην επιστήμη της Ιστορίας μας έχει διδάξει οτι όσο πιο μακριά χρονικά απέχουμε από τα κοινωνικά πλαίσια στα οποία στήθηκαν κάποιες ιδεολογικές διαφορές στην Αριστερά τόσο αμβλύνονται οι διαφοροποιήσεις, καθώς δεν μπορούν να σταθούν στο νέο ιστορικό πλαίσιο με την αρχική τους σημασία. Σε αυτό το σημείο μπορεί ελεύθερα όποιος έχει ενστάσεις να μας βρίσει αλλά θα παραδεχτεί με τη σειρά του οτι είνα στο πρώτο στάδιο του πένθους κατά την ψυχανάλυση, την άρνηση…
Κι εδώ ερχόμαστε στη δεύτερη ένδειξη που είναι λίγο σκληρότερη από την πρώτη: δεν υπάρχει κανείς προφανής λόγος, όχι κάποιος που να απαντά σε μια πραγματική υλική ανάγκη έστω, να αναπαράγονται, το 2012, οι πολιτικές οργανώσεις με τον τρόπο που αναπαράγονταν το ‘80 ή στις δεκαετίες του ‘90 και των αρχών του 2000, δεκαετίες συνώνυμες με την ήττα σε ιδεολογικό και τακτικό επίπεδο για την Αριστερά και το λαϊκό κίνημα. Ο μόνος λόγος που εμείς βρίσκουμε είναι αυτός της μικροαστικής αντίληψης της αξίας της ιδιοκτησίας, μια ευθεία προσβολή της αστικής ιδεολογίας στο σώμα της επαναστατικής Αριστεράς.
Η «μικροαστική σύνθεση» των επαναστατικών οργανώσεων στην Ελλάδα δεν εκφράζεται μόνο στο που παρεμβαίνουν και που έχουν δυνάμεις (πανεπιστήμια και κυρίως σχολές με υψηλή βάση όπως ιατρικές, πολυτεχνεία κλπ αλλά και μηχανικοί, εκπαιδευτικοί, δημόσιος τομέας κλπ) αλλά κυρίως στο οτι διαπνέονται από το πνεύμα της ιδιοκτησίας και των μικροανταγωνισμών μεταξύ τους, γι αυτό και ο λεγόμενος «κομματικός πατριωτισμός» έχει την ακραία έκφραση του κυρίως εκεί που βρίσκει να ριζώσει, στη φοιτητική νεολαία, με την προβληματική κατάσταση των ΕΑΑΚ να αποτελεί την πιο φωτεινή ένδειξη γι αυτό.
Δεν θα θέλαμε να σταχυολογήσουμε με τη σειρά μας ατάκες από τη μαρξιστική παράδοση για να δικαιολογήσουμε τις ενδείξεις μας καθώς δεν μας αντιστοιχεί η «επίκληση στην αυθεντία» αλλά θα δώσουμε ένα μόνο παράδειγμα, δηλωτικό κατά τη γνώμη μας, από την ιστορία του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος (πάντα με σεβασμό και γνώση οτι δεν υπάρχουν ευθύγραμμες αναλογίες). Όταν ο Λένιν και οι γύρω από αυτόν είδαν οτι η ταξική πάλη στη Ρωσία ανεβαίνει επίπεδο, αποφάσισαν οτι οι μέχρι πρότινος όμιλοι μαρξιστικής προπαγάνδας δεν ωφελούσαν πλέον την υπόθεση του ρώσικου προλεταριάτου και με σκληρή προσπάθεια ίδρυσαν το ΣΔΕΚΡ (Σοσιαλδημοκρατικό Επαναστατικό Κόμμα Ρωσίας). Δε νομίζουμε οτι χρειάζεται να επεκτείνουμε το παράδειγμα μας στον ιστορικό χρόνο για να εξηγήσουμε αυτό που για εμάς είναι αυτονόητο: Σήμερα οι επιμέρους «όμιλοι μαρξιστικής προπαγάνδας» που ονομάζονται ΝΑΡ, ΑΡΑΝ, ΟΚΔΕ-Σπάρτακος κ.ο.κ μπορούν να μετέχουν στον ίδιο ενιαίο πολιτικό σχηματισμό σαν φυσικά ιδεολογικά ρεύματα ή και οργανωμένες φράξιες, μετασχηματίζοντας την ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε ενιαίο πολιτικό φορέα. Σε αυτή τη διαδικασία χωράνε αντικειμενικά και οργανωμένες τάσεις εκτός ΑΝΤΑΡΣΥΑ (βλ. Κομμάτι του ΜΑΑ, χώρος υπόλοιπης εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, αποχωρήσαντες ΕΠΑΜ, πρώην μέλη του ΚΚΕ κ.ο.κ) αλλά και μεμονωμένοι αγωνιστές.
Φυσικά μια τέτοια διαδικασία δεν είναι πανάκεια και δεν γίνεται με ευχολόγια. Υπάρχουν αρκετές αρτηριοσκληρωτικές λογικές βαθιά χαραγμένες στο σώμα της δικιάς μας Αριστεράς που κάνουν αναμενόμενες κάποιες αντιδράσεις. Δεν μπορεί δηλαδή η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να προχωρήσει και να μετασχηματιστεί άμεσα σε αυτό που θα λεγόταν νέο κομμουνιστικό κόμμα ή όπως αλλιώς θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε, αν και η ιστορική περίοδος που διανύουμε είναι εξαιρετικά πρόσφορη γι αυτό.
Το πρώτο όμως άμεσο πολιτικό βήμα το οποίο πρέπει να γίνει είναι οι οργανώσεις-συνιστώσες που βρίσκονται εγγύτερα να προχωρήσουν σε ενοποίηση, αυτο-υπέρβαση μέσα στα πλαίσια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, δημιουργώντας έναν νέο κομμουνιστικό επαναστατικό φορέα. Αυτή είναι μια διαδικασία που υπάρχει διακηρυκτικά σε παραπάνω από μία οργανώσεις αλλά κωλυσιεργεί καθώς όλο και περισσότερο δίνεται βάρος σε προσπάθειες μετωπικών συγκλίσεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ χωρίς προϋποθέσεις αρχικά ενίσχυσης της, ενώ (δυστυχώς) κυριαρχούν λογικές αυτο-υπέρβασης μέσω της αυτόκεντρης ανάπτυξης στο εσωτερικό των οργανώσεων, λογικές ηττημένες από την ίδια την ιστορική πραγματικότητα, καθώς για τη δημιουργία ενός σύγχρονου φορέα της κομμουνιστικής απελευθέρωσης απαιτούνται ευρύτερες συνθέσεις κι όχι αυτόκεντρη ανάπτυξη. Το επιχείρημα οτι η μία ή η άλλη οργάνωση αν ενισχυθούν, αυτόματα ενισχύεται η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι τελείως έωλο και λογικοφανές, όσο αντίστοιχα η ψευδοδιαλεκτική «αυτο-υπέρβαση μέσω της οργανωτικής ανάπτυξης», η οποία στην πραγματικότητα είναι μια λογική υπέρβαση και λεκτικό σόφισμα. Σε αυτή λοιπόν την κατάσταση οφείλουν όσοι μπορούν και θέλουν άμεσα, να προχωρήσουν φτιάχνοντας κομμουνιστικό φορέα μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ πιέζοντας για τον τελικό μετασχηματισμό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Για να γίνει αυτό επιβάλεται να ασκηθεί πίεση στις ηγεσίες των οργανώσεων γιατί, ως οφείλουν, πρέπει άμεσα να ανοίξουν ένα πλατύ συγκροτημένο δημόσιο διάλογο με θάρρος, αξιοποιώντας την κληρονομιά των βημάτων και διαύλων διαλόγου των τελευταίων χρόνων και με έμφαση στην προγραμματική επεξεργασία γύρω από το ερώτημα του εναλλακτικού δρόμου, όπως το έχει κωδικοποιήσει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Παράλληλα πρέπει να αναμετρηθούμε με το τριπλό ερώτημα «ποιο κίνημα - ποιο μέτωπο - ποια κομμουνιστική οργάνωση», εξετάζοντας το στην διαπλοκή του κι όχι σαν να εξετάζουμε τρία επιμέρους επίπεδα, ενώ τόσο οι ιστορικές διαφορές και οι επιμέρους διαφωνίες που θεωρούνται στρατηγικές (το ζήτημα της επανάστασης σε μια μόνο χώρα ας πούμε) μπορούν να τεθούν ανοιχτά στη δημοκρατική διαδικασία αλλά ταυτόχρονα με γνώμονα την απλή λογική (και όχι υπεκφυγή) οτι τέτοιες απαντήσεις δεν μπορούν να δοθούν οριστικά, πριν αναμετρηθούμε πραγματικά με τα αντίστοιχα ερωτήματα, αλλά μπορούν να περιγράφονται.
Επίσης σαν πρώτο άμεσο πρακτικό βήμα γι αυτόν τον μετασχηματισμό, πρέπει να γίνει μία καθημερινή πολιτική, ενημερωτική εφημερίδα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ένας δημοσιογραφικός ιντερνετικός κόμβος με την ευθύνη του Γραφείου Τύπου και της ΚΣΕ, ο οποίος μεταξύ άλλων θα πρεσβεύει μια τελείως διαφορετική λειτουργία στην ενημέρωση και τη λογική της είδησης καθεαυτής. Για τη δημιουργία της εφημερίδας, εφόσον υπάρχει συσσωρευμένη τεχνογνωσία, μπορεί να υποστηριχθεί άμεσα από την αυτοδιάλυση όλων των «κομματικών» εντύπων και η κάθε οργάνωση-συνιστώσα να διατηρεί το δικό της περιοδικό, εφόσον θεωρεί οτι της είναι αναγκαίο να έχει μια αυτοτελή έκφραση. Δεν υπάρχει πρόθεση να λογοκριθούν οι οργανώσεις, αλλά να μπουν σε μια «πολιτική και προγραμματική πειθαρχία», όπως θα έλεγε κι ο Γκράμσι, η οποία θα μετουσιώνεται σε ενίσχυση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Όπως αναφέραμε και παραπάνω δεν υπάρχει συνάρτηση της εκτατικής ανάπτυξης μιας οργάνωσης με την ενίσχυση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το αντίθετο, αν αρχίσουμε να «εκχωρούμε» διαδικασίες και πολιτικό χρόνο περισσότερο στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ απ’ ότι στις επιμέρους οργανώσεις μας τόσο θα κερδίζει και θα ενισχύεται η ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Ένα δεύτερο πρακτικό βήμα είναι η δημιουργία γραφείων και Πολιτικής-Πολιτιστικής Λέσχης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τουλάχιστον στις μεγάλες πόλεις Αθήνα και Θεσσαλονίκη, που θα λειτουργούν σαν χώροι ενιαίας και πολύμορφης πολιτικής έκφρασης και δράσης και στον πολιτιστικό τομέα, εκτός των άλλων, αλλά και δημιουργίας καλύτερης φυσιογνωμίας.
Εδώ πρέπει να αντιμετωπίσουμε μια ένσταση. Δεν ζηλέψαμε τον ΣΥΡΙΖΑ που έγινε ενιαίο κόμμα και η συγκεκριμένη πρόταση δεν έρχεται στον απόηχο αυτής της διαδικασίας, απλά τυγχάνει να συμπίπτει χρονικά. Αλλά σε κάθε περίπτωση απέναντι στην σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία που οικοδομεί ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται εμείς να αντιτάξουμε μέσα στην κοινωνία το σύγχρονο νέο κομμουνιστικό κόμμα. Για την ακρίβεια η προσπάθεια που δίνουμε σαν άτομα μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με αυταπάρνηση και προσωπικό κόστος σε χρόνο και χρήματα, για να υπάρχει η «Ομάδα Ιστορικού Προβληματισμού ΑΝΤΑΡΣΥΑ» και να βοηθάει τον χώρο μας να είναι πρωτοπόρος αυτή τη στιγμή στη δημιουργία ιδεολογίας και επαναστατικής συνείδησης με ιστορικό βάθος μας δίνει αυτό το ερέθισμα. Μετέχοντας ισότιμα και διαμορφώνοντας κοινή άποψη δηλαδή σε έναν κατεξοχήν χώρο ιδεολογικής ζύμωσης που εγγράφει και παράγει εικόνα για τον Εαυτό, όπως αυτός της αντιμετώπισης ιστορικών ζητημάτων από την πλευρά ενός πολιτικού χώρου (κι όχι μιας συνιστώσας μόνο) και τα θετικά αποτελέσματα που έχει παράγει, μας οδήγησε στις προτάσεις που τώρα καταθέτουμε.
Μια επίσης αφορμή, η οποία φαίνεται τελείως δευτερεύουσα αλλά αποτελεί για εμάς ουσία του ζητήματος, είναι οτι η ανεπάρκεια του πολιτικού μας χώρου σε μαζική γραμμή και έμπρακτη αλληλεγγύη είναι τέτοια που δεν μπορεί να σταματήσει την αιμοραγία σε επαναστατικό δυναμικό που στην πιο παραγωγική του ηλικία διαλέγει τον δρόμο της μετανάστευσης. Εδώ μια επεξήγηση: δεν αναφερόμαστε σε όσους πήραν την επιλογή να συνεχίσουν τις σπουδές τους στο εξωτερικό. Αυτό δεν είναι μετανάστευση. Μιλάμε για συντρόφους και συντρόφισσες νεαρούς και νεαρές που οδηγήθηκαν στη έσχατη λύση της οικονομικής μετανάστευσης για βιοπορισμό. Αυτό το δυναμικό, μόνο από τον χώρο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που εμείς γνωρίζουμε, ίσως ξεπερνάει τον διψήφιο αριθμό ατόμων πάνω από την πρώτη δεκάδα. Για τα δικά μας μεγέθη είναι τεράστιος αριθμός και μας ανησυχεί που ωριμάζει και σε εμάς η αντίστοιχη σκέψη, μια και δεν έχουμε αμφότεροι κάποιο στήριγμα άμεσο για το επόμενο διάστημα όντας άνεργοι. Αυτή η έλλειψη προεκτεινόμενη απαντά και στο γιατί κάνουμε δειλά βήματα στην κοινωνική αλληλεγγύη γενικά. Γιατί δεν έχουμε καταφέρει κυρίαρχα να είμαστε αλληλέγγυοι στο εσωτερικό μας.
Εδώ πρέπει να ανοίξουμε μια παρένθεση και να πούμε κάτι για να υπερασπιστούμε τον εαυτό μας. Παρότι είναι εύκολο να χαρακτηρίσει κανείς την τοποθέτηση και τη στάση μας sui generis σε σχέση με την πολιτική προέλευση μας, εμμένουμε στην άποψη οτι αποτελούμε μέρος αυτού που αποκαλείται, συνήθως υποτιμητικά, «μέσο μέλος» των οργανώσεων μας κι όχι μια ιδιαίτερη έκφραση τους και κατά συνέπεια μια τέτοια (αναμενόμενη) κριτική την απορρίπτουμε και τη θεωρούμε και φτηνή υπεκφυγή από το πραγματικό ερώτημα που βάζουμε. Αυτή η παρένθεση γίνεται εκτός των άλλων, γιατί τον τελευταίο καιρό είναι του συρμού η λογική των «Πρωτοβουλιών» που όμως σκοπό έχουν να πλήξουν στην πραγματικότητα την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και να καναλιζάρουν την επαναστατική γραμμή σε λογικές realpolitik (ρεαλιστικής πολιτικής ανάγνωσης της πραγματικότητας) περισσότερο εφορμούμενες από την μικροπερίοδο που χαρακτηρίζεται από την εκλογική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ και εδραίωση του σε κυρίαρχη πολιτική δύναμη και το άγχος που προκύπτει για «να σωθεί ο λαός». Για εμάς η επαναστατική γραμμή είναι το διακύβευμα και ως εκ τούτου ο αγώνας για την ελευθερία και τη χειραφέτηση των καταπιεσμένων και όχι γενικά η «σωτηρία του Λαού», που παρεμπιπτόντως αποτελεί μια μεσσιανική αντίληψη, επίσης μια ευθεία προσβολή της αστικής ιδεολογίας στο σώμα της επαναστατικής Αριστεράς, που αντί να μιλάει για την «τάξη που δρά για τον εαυτό της» φαντασιώνεται Σωτήρες και Υπερήρωες που δρουν στο όνομα της.
Ξαναγυρνώντας στο κύριο ζήτημα της τοποθέτησης μας, είναι αναγκαίο λοιπόν η Β’ Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να μην έχει τον χαρακτήρα διεκπαιρέωσης ή τροποποίησης των εσωτερικών συσχετισμών των οργανώσεων εντός της. Ακόμα και το καλύτερο σενάριο μιας πιο δημοκρατικής ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην οποία όμως ακόμα θα συνυπάρχουν δυο και τρεις γραμμές και πρωτοβουλίες για το εργατικό κίνημα, για το φοιτητικό κίνημα, για το μαθητικό κίνημα κ.ο.κ θα είναι μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ άχρηστη και δυσκίνητη, που στο όνομα της ενότητας θα χάνει σε αποτελεσματικότητα. Επίσης ακόμα κι αν γίνει το ευκταίο σενάριο, να αρθεί ο περσινός παραλογισμός και η δίκη προθέσεων που έγινε και δεν οδήγησε σε συνεργασία με το ΜΑΑ και άλλες δυνάμεις, θα μιλάμε στην καλύτερη, για μια κατάσταση χαμηλότερης δυναμικής από αυτή που νομίζουμε. Για να εξηγηθούμε λίγο εδώ, δεν υποτιμούμε την συνεργασία με κανέναν, απλά όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ήταν υπέρβαση δυο προηγούμενων μετωπικών σχημάτων και όχι γενικά σύμπλευση τους, νομίζουμε οτι αυτό μπορεί να γίνει ξανά, βάζοντας τάσεις και αγωνιστές να συμβάλλουν ενεργητικά στην εμβάθυνση του πολιτικού λόγου και της γραμμής της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, των εκπροσωπήσεων κ.ο.κ., χωρίς να σημαίνει πλήρη αρχική ενσωμάτωση τους στο υπάρχον πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (το οποίο μάλιστα δεν το λέει κανείς και Ευαγγέλιο, το αντίθετο χρήζει εμβάθυνσης και βελτίωσης και είναι κάτι γενικά αναγνωρίσιμο).
Αυτονόητο λοιπόν για να υλοποιηθεί ο στόχος του Αγωνιστικού Μετώπου Ρήξης κι Ανατροπής που έχει θέσει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι να μην μιλάμε μόνο για κοινωνικό μέτωπο. Οι κοινωνικοί αγώνες και οι επιμέρους πρωτοβουλίες που παίρνονται στο κοινωνικό επίπεδο, δεν γεννιούνται πάντα με τη δική μας καθοριστική συμβολή, αλλά χρειάζονται οργάνωση. Αν μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ υπάρξει κομμουνιστικός φορέας και εξελιχθεί η πολιτική ενότητα στο εσωτερικό της, θα είναι πιο εύκολο να προχωρήσει στη δημιουργία πολιτικών μετωπικών σχηματισμών, καθώς θα πάψει ο παραλογισμός ένα αντικαπιταλιστικό μέτωπο ομογενών δυνάμεων να εγκαλεί σε αντικαπιταλιστικό μέτωπο άλλες ομογενείς δυνάμεις και θα περάσουμε στην ενιαία μετωπική πολιτική όπως εμείς την καταλαβαίνουμε και όπως ορίστηκε από τα πρώτα συνέδρια της Γ’ Διεθνούς: επαναστάτες και ρεφορμιστές ενάντια στο κεφάλαιο με σκληρή εσωτερική διαπάλη για την ηγεμονία, ενώ όπως είπαμε και στην αρχή στρατηγικός στόχος αυτής της πορείας που περιγράφουμε είναι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να γίνει ένα ενιαίο αντικαπιταλιστικό, επαναστατικό, πολυτασικό, κόμμα με εργατικά δημοκρατικά χαρακτηριστικά και σεβασμό στην κομμουνιστική παράδοση.
Σε ενστάσεις για τον κομμουνιστικό φορέα που αφορούν τις φημολογούμενες διαφορές σε μεγέθη οργανώσεων, θεωρούμε πως το πραγματικό στελεχιακό δυναμικό που κάνει όλες τις πολιτικές δουλειές και συμμετέχει σε όλα τα μέτωπα δεν έχει μεγάλες αποκλίσεις σε μεγέθη. Άρα δεν υπάρχει εκείνος ο αριθμητικός μεγάλος πόλος που θα σαρώσει τους υπόλοιπους σε διαδικασίες ψηφοφορίας κλπ, όπως έχει κάνει στο ΣΥΡΙΖΑ η συμμαχία Τσιπρικών-Πασοκογενών.
Επίσης μια διαδικασία αυτοδιάλυσης και ενοποίησης (όχι χωρίς απώλειες) στην ουσία του κεντρικού ερωτήματος «πώς γίνεται επαναστατική πολιτική στην Ελλάδα του 2012;» είναι μια αντικειμενικά θετική διαδικασία που θα προσελκύσει κόσμο έξω από τον συνήθη των οργανώσεων. Όποιος νομίζει οτι αφορά το άθροισμα των οργανώσεων απλά δεν κατανοεί την πραγματική δυναμική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Όπου για παράδειγμα έχουμε αντιπαραβάλει στενά «κομματικές εκδηλώσεις» με εκδηλώσεις ΑΝΤΑΡΣΥΑ ο κόσμος είναι πολλαπλάσιος και η ανταπόκριση του κόσμου είναι τέτοια που κάνει την ΑΝΤΑΡΣΥΑ σήμερα πιο αναγνωρίσιμη και δυναμική από τις τάσεις στο εσωτερικό της.
Επιπλέον τα ζητήματα διαπάλης για τη στρατηγική και την τακτική δεν μπορούν να επιλυθούν όταν δοκιμάζονται παράλληλα κάτω από μια ομπρέλα. Η κίνηση τους θα είναι, όπως σήμερα, περιορισμένη και θα οδηγεί σε εσφαλμένη ανάγνωση της πραγματικότητας. Η πλέρια δημοκρατία η οποία θα λήξει στην πράξη τί θέλουμε να κάνουμε στα επιμέρους μέτωπα θα μας φέρει και σε μια διαδικασία να αποτιμάμε το σωστό από το λάθος και όχι να επιβεβαιώνουμε κατά τον συνήθη τρόπο την προαποφασισμένη εικόνα που έχουμε για τα πράγματα.
Χαιρετίζουμε συντροφικά με την απαισιοδοξία της γνώσης και με την αισιοδοξία της θέλησης...
Παλούκης Κώστας – Νέο Αριστερό Ρεύμα, ΤΕ ΑΝΤΑΡΣΥΑ Ζωγράφου
Βασιλόπουλος Νίκος – Αριστερή Ανασύνθεση, ΤΕ ΑΝΤΑΡΣΥΑ 4ου Διαμερίσματος ΑΝΤΑΡΣΥΑ - antarsya.gr
Εδώ πρέπει να κάνουμε μια επεξήγηση: Μια κακόβουλη κριτική που γίνεται συνήθως είναι οτι αφήνουμε τον «υποκειμενισμό» μας να μιλήσει για μας μην μπορώντας να δούμε καθοδηγητικά ή να ψηλαφίσουμε τη μεγάλη εικόνα. Αντιστρέφουμε αυτή την εύκολη αφαίρεση παραφράζοντας τον υλισμό που διατύπωσε η αριστοτελική σκέψη: «κάθε κλαδί δέντρου είναι εξίσου δάσος με το σύνολο του, αν μπορείς να γνωρίζεις και να παραδέχεσαι οτι υπάρχει ένα σύνολο από δέντρα και άλλα φυτά που καλείται δάσος».
Με απλά λόγια τώρα: Η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά (που αυτή ξέρουμε ως στρατευμένα μέλη της την τρέχουσα δεκαετία, γι αυτή θα μιλήσουμε) δεν στέκεται στο ύψος των περιστάσεων. Δεν έχει καταφέρει να απαντήσει σε μια σειρά από ζητήματα και να προκαλέσει στο μέτρο που μπορεί μια αλλαγή στην τρέχουσα κατάσταση. Εμείς το τοποθετούμε αυτό σε μια βασική έλλειψη της. Αυτή του ενιαίου αντικαπιταλιστικού επαναστατικού κόμματος/οργάνωσης. Μιας δηλαδή ανώτερης μορφής συλλογικότητας που τις επιμέρους υποκειμενικές εμπειρίες θα τις μετασχηματίζει σε συλλογική καθοδήγηση και δράση. Θα λειτουργεί σαν «συλλογικός οργανικός διανοούμενος», για να θυμηθούμε και τον Γκράμσι, για τις υποτελείς τάξεις στον αγώνα τους ενάντια στο κεφάλαιο. Αυτή η έλλειψη γίνεται προφανής κάθε φορά που προσπαθούμε, από τις επιμέρους οργανωσεις του ο καθένας, να δώσει μια απάντηση στο τί πρέπει να γίνει σήμερα. Η συνήθης πρακτική είναι μια διακήρυξη εν είδη τσιτάτων ή συνθημάτων, που από πίσω τους δεν έχουν καμιά δυναμική υλοποίησης παρά μόνο το φαντασιακό της «σωστής γραμμής πάνω στη λάθος». Η τελευταία διαμάχη γύρω από το ζήτημα της «Αριστερής Κυβέρνησης» στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και η οχύρωση γύρω από επιμέρους λειψές απαντήσεις εκατέρωθεν είναι απόδειξη του παραπάνω. Όμως η απόδειξη οτι κάτι υπάρχει είναι όταν συμβαίνει κι όχι όταν κανείς το επικαλείται ως τέτοιο, άρα καμιά γραμμή δεν είναι εκ προοιμίου σωστή ή και επαναστατική μέχρι να αποδειχτεί από την ίδια την πραγματικότητα.
Η εμπειρική μας παρατήρηση λοιπόν μας δίνει την εξής ένδειξη: οτι οι στρατηγικές και φυσιογνωμικές διαφορές του χώρου της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, κυρίως των δυνάμεων που δραστηριοποιούνται μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ (εκτός συγκεκριμένων εξαιρέσεων), που στα μάτια όσων είμαστε οργανωμένοι μπορεί να φαίνονται κεφαλαιώδεις αλλά στην πραγματικότητα είναι αμελητέες. Είναι αμελητέες καθώς μια σειρά από ομαδοποιήσεις και ακούσιες ή εκούσιες ζυμώσεις την τελευταία εικοσαετία και βάλε, μας έχουν φέρει σε εξαιρετική γειτνίαση που στο μη πεπειραμένο μάτι δεν ξεχωρίζουμε. Ταυτόχρονα η δραστηριοποίηση μας στην επιστήμη της Ιστορίας μας έχει διδάξει οτι όσο πιο μακριά χρονικά απέχουμε από τα κοινωνικά πλαίσια στα οποία στήθηκαν κάποιες ιδεολογικές διαφορές στην Αριστερά τόσο αμβλύνονται οι διαφοροποιήσεις, καθώς δεν μπορούν να σταθούν στο νέο ιστορικό πλαίσιο με την αρχική τους σημασία. Σε αυτό το σημείο μπορεί ελεύθερα όποιος έχει ενστάσεις να μας βρίσει αλλά θα παραδεχτεί με τη σειρά του οτι είνα στο πρώτο στάδιο του πένθους κατά την ψυχανάλυση, την άρνηση…
Κι εδώ ερχόμαστε στη δεύτερη ένδειξη που είναι λίγο σκληρότερη από την πρώτη: δεν υπάρχει κανείς προφανής λόγος, όχι κάποιος που να απαντά σε μια πραγματική υλική ανάγκη έστω, να αναπαράγονται, το 2012, οι πολιτικές οργανώσεις με τον τρόπο που αναπαράγονταν το ‘80 ή στις δεκαετίες του ‘90 και των αρχών του 2000, δεκαετίες συνώνυμες με την ήττα σε ιδεολογικό και τακτικό επίπεδο για την Αριστερά και το λαϊκό κίνημα. Ο μόνος λόγος που εμείς βρίσκουμε είναι αυτός της μικροαστικής αντίληψης της αξίας της ιδιοκτησίας, μια ευθεία προσβολή της αστικής ιδεολογίας στο σώμα της επαναστατικής Αριστεράς.
Η «μικροαστική σύνθεση» των επαναστατικών οργανώσεων στην Ελλάδα δεν εκφράζεται μόνο στο που παρεμβαίνουν και που έχουν δυνάμεις (πανεπιστήμια και κυρίως σχολές με υψηλή βάση όπως ιατρικές, πολυτεχνεία κλπ αλλά και μηχανικοί, εκπαιδευτικοί, δημόσιος τομέας κλπ) αλλά κυρίως στο οτι διαπνέονται από το πνεύμα της ιδιοκτησίας και των μικροανταγωνισμών μεταξύ τους, γι αυτό και ο λεγόμενος «κομματικός πατριωτισμός» έχει την ακραία έκφραση του κυρίως εκεί που βρίσκει να ριζώσει, στη φοιτητική νεολαία, με την προβληματική κατάσταση των ΕΑΑΚ να αποτελεί την πιο φωτεινή ένδειξη γι αυτό.
Δεν θα θέλαμε να σταχυολογήσουμε με τη σειρά μας ατάκες από τη μαρξιστική παράδοση για να δικαιολογήσουμε τις ενδείξεις μας καθώς δεν μας αντιστοιχεί η «επίκληση στην αυθεντία» αλλά θα δώσουμε ένα μόνο παράδειγμα, δηλωτικό κατά τη γνώμη μας, από την ιστορία του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος (πάντα με σεβασμό και γνώση οτι δεν υπάρχουν ευθύγραμμες αναλογίες). Όταν ο Λένιν και οι γύρω από αυτόν είδαν οτι η ταξική πάλη στη Ρωσία ανεβαίνει επίπεδο, αποφάσισαν οτι οι μέχρι πρότινος όμιλοι μαρξιστικής προπαγάνδας δεν ωφελούσαν πλέον την υπόθεση του ρώσικου προλεταριάτου και με σκληρή προσπάθεια ίδρυσαν το ΣΔΕΚΡ (Σοσιαλδημοκρατικό Επαναστατικό Κόμμα Ρωσίας). Δε νομίζουμε οτι χρειάζεται να επεκτείνουμε το παράδειγμα μας στον ιστορικό χρόνο για να εξηγήσουμε αυτό που για εμάς είναι αυτονόητο: Σήμερα οι επιμέρους «όμιλοι μαρξιστικής προπαγάνδας» που ονομάζονται ΝΑΡ, ΑΡΑΝ, ΟΚΔΕ-Σπάρτακος κ.ο.κ μπορούν να μετέχουν στον ίδιο ενιαίο πολιτικό σχηματισμό σαν φυσικά ιδεολογικά ρεύματα ή και οργανωμένες φράξιες, μετασχηματίζοντας την ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε ενιαίο πολιτικό φορέα. Σε αυτή τη διαδικασία χωράνε αντικειμενικά και οργανωμένες τάσεις εκτός ΑΝΤΑΡΣΥΑ (βλ. Κομμάτι του ΜΑΑ, χώρος υπόλοιπης εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, αποχωρήσαντες ΕΠΑΜ, πρώην μέλη του ΚΚΕ κ.ο.κ) αλλά και μεμονωμένοι αγωνιστές.
Φυσικά μια τέτοια διαδικασία δεν είναι πανάκεια και δεν γίνεται με ευχολόγια. Υπάρχουν αρκετές αρτηριοσκληρωτικές λογικές βαθιά χαραγμένες στο σώμα της δικιάς μας Αριστεράς που κάνουν αναμενόμενες κάποιες αντιδράσεις. Δεν μπορεί δηλαδή η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να προχωρήσει και να μετασχηματιστεί άμεσα σε αυτό που θα λεγόταν νέο κομμουνιστικό κόμμα ή όπως αλλιώς θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε, αν και η ιστορική περίοδος που διανύουμε είναι εξαιρετικά πρόσφορη γι αυτό.
Το πρώτο όμως άμεσο πολιτικό βήμα το οποίο πρέπει να γίνει είναι οι οργανώσεις-συνιστώσες που βρίσκονται εγγύτερα να προχωρήσουν σε ενοποίηση, αυτο-υπέρβαση μέσα στα πλαίσια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, δημιουργώντας έναν νέο κομμουνιστικό επαναστατικό φορέα. Αυτή είναι μια διαδικασία που υπάρχει διακηρυκτικά σε παραπάνω από μία οργανώσεις αλλά κωλυσιεργεί καθώς όλο και περισσότερο δίνεται βάρος σε προσπάθειες μετωπικών συγκλίσεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ χωρίς προϋποθέσεις αρχικά ενίσχυσης της, ενώ (δυστυχώς) κυριαρχούν λογικές αυτο-υπέρβασης μέσω της αυτόκεντρης ανάπτυξης στο εσωτερικό των οργανώσεων, λογικές ηττημένες από την ίδια την ιστορική πραγματικότητα, καθώς για τη δημιουργία ενός σύγχρονου φορέα της κομμουνιστικής απελευθέρωσης απαιτούνται ευρύτερες συνθέσεις κι όχι αυτόκεντρη ανάπτυξη. Το επιχείρημα οτι η μία ή η άλλη οργάνωση αν ενισχυθούν, αυτόματα ενισχύεται η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι τελείως έωλο και λογικοφανές, όσο αντίστοιχα η ψευδοδιαλεκτική «αυτο-υπέρβαση μέσω της οργανωτικής ανάπτυξης», η οποία στην πραγματικότητα είναι μια λογική υπέρβαση και λεκτικό σόφισμα. Σε αυτή λοιπόν την κατάσταση οφείλουν όσοι μπορούν και θέλουν άμεσα, να προχωρήσουν φτιάχνοντας κομμουνιστικό φορέα μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ πιέζοντας για τον τελικό μετασχηματισμό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Για να γίνει αυτό επιβάλεται να ασκηθεί πίεση στις ηγεσίες των οργανώσεων γιατί, ως οφείλουν, πρέπει άμεσα να ανοίξουν ένα πλατύ συγκροτημένο δημόσιο διάλογο με θάρρος, αξιοποιώντας την κληρονομιά των βημάτων και διαύλων διαλόγου των τελευταίων χρόνων και με έμφαση στην προγραμματική επεξεργασία γύρω από το ερώτημα του εναλλακτικού δρόμου, όπως το έχει κωδικοποιήσει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Παράλληλα πρέπει να αναμετρηθούμε με το τριπλό ερώτημα «ποιο κίνημα - ποιο μέτωπο - ποια κομμουνιστική οργάνωση», εξετάζοντας το στην διαπλοκή του κι όχι σαν να εξετάζουμε τρία επιμέρους επίπεδα, ενώ τόσο οι ιστορικές διαφορές και οι επιμέρους διαφωνίες που θεωρούνται στρατηγικές (το ζήτημα της επανάστασης σε μια μόνο χώρα ας πούμε) μπορούν να τεθούν ανοιχτά στη δημοκρατική διαδικασία αλλά ταυτόχρονα με γνώμονα την απλή λογική (και όχι υπεκφυγή) οτι τέτοιες απαντήσεις δεν μπορούν να δοθούν οριστικά, πριν αναμετρηθούμε πραγματικά με τα αντίστοιχα ερωτήματα, αλλά μπορούν να περιγράφονται.
Επίσης σαν πρώτο άμεσο πρακτικό βήμα γι αυτόν τον μετασχηματισμό, πρέπει να γίνει μία καθημερινή πολιτική, ενημερωτική εφημερίδα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ένας δημοσιογραφικός ιντερνετικός κόμβος με την ευθύνη του Γραφείου Τύπου και της ΚΣΕ, ο οποίος μεταξύ άλλων θα πρεσβεύει μια τελείως διαφορετική λειτουργία στην ενημέρωση και τη λογική της είδησης καθεαυτής. Για τη δημιουργία της εφημερίδας, εφόσον υπάρχει συσσωρευμένη τεχνογνωσία, μπορεί να υποστηριχθεί άμεσα από την αυτοδιάλυση όλων των «κομματικών» εντύπων και η κάθε οργάνωση-συνιστώσα να διατηρεί το δικό της περιοδικό, εφόσον θεωρεί οτι της είναι αναγκαίο να έχει μια αυτοτελή έκφραση. Δεν υπάρχει πρόθεση να λογοκριθούν οι οργανώσεις, αλλά να μπουν σε μια «πολιτική και προγραμματική πειθαρχία», όπως θα έλεγε κι ο Γκράμσι, η οποία θα μετουσιώνεται σε ενίσχυση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Όπως αναφέραμε και παραπάνω δεν υπάρχει συνάρτηση της εκτατικής ανάπτυξης μιας οργάνωσης με την ενίσχυση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το αντίθετο, αν αρχίσουμε να «εκχωρούμε» διαδικασίες και πολιτικό χρόνο περισσότερο στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ απ’ ότι στις επιμέρους οργανώσεις μας τόσο θα κερδίζει και θα ενισχύεται η ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Ένα δεύτερο πρακτικό βήμα είναι η δημιουργία γραφείων και Πολιτικής-Πολιτιστικής Λέσχης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τουλάχιστον στις μεγάλες πόλεις Αθήνα και Θεσσαλονίκη, που θα λειτουργούν σαν χώροι ενιαίας και πολύμορφης πολιτικής έκφρασης και δράσης και στον πολιτιστικό τομέα, εκτός των άλλων, αλλά και δημιουργίας καλύτερης φυσιογνωμίας.
Εδώ πρέπει να αντιμετωπίσουμε μια ένσταση. Δεν ζηλέψαμε τον ΣΥΡΙΖΑ που έγινε ενιαίο κόμμα και η συγκεκριμένη πρόταση δεν έρχεται στον απόηχο αυτής της διαδικασίας, απλά τυγχάνει να συμπίπτει χρονικά. Αλλά σε κάθε περίπτωση απέναντι στην σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία που οικοδομεί ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται εμείς να αντιτάξουμε μέσα στην κοινωνία το σύγχρονο νέο κομμουνιστικό κόμμα. Για την ακρίβεια η προσπάθεια που δίνουμε σαν άτομα μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με αυταπάρνηση και προσωπικό κόστος σε χρόνο και χρήματα, για να υπάρχει η «Ομάδα Ιστορικού Προβληματισμού ΑΝΤΑΡΣΥΑ» και να βοηθάει τον χώρο μας να είναι πρωτοπόρος αυτή τη στιγμή στη δημιουργία ιδεολογίας και επαναστατικής συνείδησης με ιστορικό βάθος μας δίνει αυτό το ερέθισμα. Μετέχοντας ισότιμα και διαμορφώνοντας κοινή άποψη δηλαδή σε έναν κατεξοχήν χώρο ιδεολογικής ζύμωσης που εγγράφει και παράγει εικόνα για τον Εαυτό, όπως αυτός της αντιμετώπισης ιστορικών ζητημάτων από την πλευρά ενός πολιτικού χώρου (κι όχι μιας συνιστώσας μόνο) και τα θετικά αποτελέσματα που έχει παράγει, μας οδήγησε στις προτάσεις που τώρα καταθέτουμε.
Μια επίσης αφορμή, η οποία φαίνεται τελείως δευτερεύουσα αλλά αποτελεί για εμάς ουσία του ζητήματος, είναι οτι η ανεπάρκεια του πολιτικού μας χώρου σε μαζική γραμμή και έμπρακτη αλληλεγγύη είναι τέτοια που δεν μπορεί να σταματήσει την αιμοραγία σε επαναστατικό δυναμικό που στην πιο παραγωγική του ηλικία διαλέγει τον δρόμο της μετανάστευσης. Εδώ μια επεξήγηση: δεν αναφερόμαστε σε όσους πήραν την επιλογή να συνεχίσουν τις σπουδές τους στο εξωτερικό. Αυτό δεν είναι μετανάστευση. Μιλάμε για συντρόφους και συντρόφισσες νεαρούς και νεαρές που οδηγήθηκαν στη έσχατη λύση της οικονομικής μετανάστευσης για βιοπορισμό. Αυτό το δυναμικό, μόνο από τον χώρο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που εμείς γνωρίζουμε, ίσως ξεπερνάει τον διψήφιο αριθμό ατόμων πάνω από την πρώτη δεκάδα. Για τα δικά μας μεγέθη είναι τεράστιος αριθμός και μας ανησυχεί που ωριμάζει και σε εμάς η αντίστοιχη σκέψη, μια και δεν έχουμε αμφότεροι κάποιο στήριγμα άμεσο για το επόμενο διάστημα όντας άνεργοι. Αυτή η έλλειψη προεκτεινόμενη απαντά και στο γιατί κάνουμε δειλά βήματα στην κοινωνική αλληλεγγύη γενικά. Γιατί δεν έχουμε καταφέρει κυρίαρχα να είμαστε αλληλέγγυοι στο εσωτερικό μας.
Εδώ πρέπει να ανοίξουμε μια παρένθεση και να πούμε κάτι για να υπερασπιστούμε τον εαυτό μας. Παρότι είναι εύκολο να χαρακτηρίσει κανείς την τοποθέτηση και τη στάση μας sui generis σε σχέση με την πολιτική προέλευση μας, εμμένουμε στην άποψη οτι αποτελούμε μέρος αυτού που αποκαλείται, συνήθως υποτιμητικά, «μέσο μέλος» των οργανώσεων μας κι όχι μια ιδιαίτερη έκφραση τους και κατά συνέπεια μια τέτοια (αναμενόμενη) κριτική την απορρίπτουμε και τη θεωρούμε και φτηνή υπεκφυγή από το πραγματικό ερώτημα που βάζουμε. Αυτή η παρένθεση γίνεται εκτός των άλλων, γιατί τον τελευταίο καιρό είναι του συρμού η λογική των «Πρωτοβουλιών» που όμως σκοπό έχουν να πλήξουν στην πραγματικότητα την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και να καναλιζάρουν την επαναστατική γραμμή σε λογικές realpolitik (ρεαλιστικής πολιτικής ανάγνωσης της πραγματικότητας) περισσότερο εφορμούμενες από την μικροπερίοδο που χαρακτηρίζεται από την εκλογική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ και εδραίωση του σε κυρίαρχη πολιτική δύναμη και το άγχος που προκύπτει για «να σωθεί ο λαός». Για εμάς η επαναστατική γραμμή είναι το διακύβευμα και ως εκ τούτου ο αγώνας για την ελευθερία και τη χειραφέτηση των καταπιεσμένων και όχι γενικά η «σωτηρία του Λαού», που παρεμπιπτόντως αποτελεί μια μεσσιανική αντίληψη, επίσης μια ευθεία προσβολή της αστικής ιδεολογίας στο σώμα της επαναστατικής Αριστεράς, που αντί να μιλάει για την «τάξη που δρά για τον εαυτό της» φαντασιώνεται Σωτήρες και Υπερήρωες που δρουν στο όνομα της.
Ξαναγυρνώντας στο κύριο ζήτημα της τοποθέτησης μας, είναι αναγκαίο λοιπόν η Β’ Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να μην έχει τον χαρακτήρα διεκπαιρέωσης ή τροποποίησης των εσωτερικών συσχετισμών των οργανώσεων εντός της. Ακόμα και το καλύτερο σενάριο μιας πιο δημοκρατικής ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην οποία όμως ακόμα θα συνυπάρχουν δυο και τρεις γραμμές και πρωτοβουλίες για το εργατικό κίνημα, για το φοιτητικό κίνημα, για το μαθητικό κίνημα κ.ο.κ θα είναι μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ άχρηστη και δυσκίνητη, που στο όνομα της ενότητας θα χάνει σε αποτελεσματικότητα. Επίσης ακόμα κι αν γίνει το ευκταίο σενάριο, να αρθεί ο περσινός παραλογισμός και η δίκη προθέσεων που έγινε και δεν οδήγησε σε συνεργασία με το ΜΑΑ και άλλες δυνάμεις, θα μιλάμε στην καλύτερη, για μια κατάσταση χαμηλότερης δυναμικής από αυτή που νομίζουμε. Για να εξηγηθούμε λίγο εδώ, δεν υποτιμούμε την συνεργασία με κανέναν, απλά όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ήταν υπέρβαση δυο προηγούμενων μετωπικών σχημάτων και όχι γενικά σύμπλευση τους, νομίζουμε οτι αυτό μπορεί να γίνει ξανά, βάζοντας τάσεις και αγωνιστές να συμβάλλουν ενεργητικά στην εμβάθυνση του πολιτικού λόγου και της γραμμής της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, των εκπροσωπήσεων κ.ο.κ., χωρίς να σημαίνει πλήρη αρχική ενσωμάτωση τους στο υπάρχον πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (το οποίο μάλιστα δεν το λέει κανείς και Ευαγγέλιο, το αντίθετο χρήζει εμβάθυνσης και βελτίωσης και είναι κάτι γενικά αναγνωρίσιμο).
Αυτονόητο λοιπόν για να υλοποιηθεί ο στόχος του Αγωνιστικού Μετώπου Ρήξης κι Ανατροπής που έχει θέσει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι να μην μιλάμε μόνο για κοινωνικό μέτωπο. Οι κοινωνικοί αγώνες και οι επιμέρους πρωτοβουλίες που παίρνονται στο κοινωνικό επίπεδο, δεν γεννιούνται πάντα με τη δική μας καθοριστική συμβολή, αλλά χρειάζονται οργάνωση. Αν μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ υπάρξει κομμουνιστικός φορέας και εξελιχθεί η πολιτική ενότητα στο εσωτερικό της, θα είναι πιο εύκολο να προχωρήσει στη δημιουργία πολιτικών μετωπικών σχηματισμών, καθώς θα πάψει ο παραλογισμός ένα αντικαπιταλιστικό μέτωπο ομογενών δυνάμεων να εγκαλεί σε αντικαπιταλιστικό μέτωπο άλλες ομογενείς δυνάμεις και θα περάσουμε στην ενιαία μετωπική πολιτική όπως εμείς την καταλαβαίνουμε και όπως ορίστηκε από τα πρώτα συνέδρια της Γ’ Διεθνούς: επαναστάτες και ρεφορμιστές ενάντια στο κεφάλαιο με σκληρή εσωτερική διαπάλη για την ηγεμονία, ενώ όπως είπαμε και στην αρχή στρατηγικός στόχος αυτής της πορείας που περιγράφουμε είναι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να γίνει ένα ενιαίο αντικαπιταλιστικό, επαναστατικό, πολυτασικό, κόμμα με εργατικά δημοκρατικά χαρακτηριστικά και σεβασμό στην κομμουνιστική παράδοση.
Σε ενστάσεις για τον κομμουνιστικό φορέα που αφορούν τις φημολογούμενες διαφορές σε μεγέθη οργανώσεων, θεωρούμε πως το πραγματικό στελεχιακό δυναμικό που κάνει όλες τις πολιτικές δουλειές και συμμετέχει σε όλα τα μέτωπα δεν έχει μεγάλες αποκλίσεις σε μεγέθη. Άρα δεν υπάρχει εκείνος ο αριθμητικός μεγάλος πόλος που θα σαρώσει τους υπόλοιπους σε διαδικασίες ψηφοφορίας κλπ, όπως έχει κάνει στο ΣΥΡΙΖΑ η συμμαχία Τσιπρικών-Πασοκογενών.
Επίσης μια διαδικασία αυτοδιάλυσης και ενοποίησης (όχι χωρίς απώλειες) στην ουσία του κεντρικού ερωτήματος «πώς γίνεται επαναστατική πολιτική στην Ελλάδα του 2012;» είναι μια αντικειμενικά θετική διαδικασία που θα προσελκύσει κόσμο έξω από τον συνήθη των οργανώσεων. Όποιος νομίζει οτι αφορά το άθροισμα των οργανώσεων απλά δεν κατανοεί την πραγματική δυναμική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Όπου για παράδειγμα έχουμε αντιπαραβάλει στενά «κομματικές εκδηλώσεις» με εκδηλώσεις ΑΝΤΑΡΣΥΑ ο κόσμος είναι πολλαπλάσιος και η ανταπόκριση του κόσμου είναι τέτοια που κάνει την ΑΝΤΑΡΣΥΑ σήμερα πιο αναγνωρίσιμη και δυναμική από τις τάσεις στο εσωτερικό της.
Επιπλέον τα ζητήματα διαπάλης για τη στρατηγική και την τακτική δεν μπορούν να επιλυθούν όταν δοκιμάζονται παράλληλα κάτω από μια ομπρέλα. Η κίνηση τους θα είναι, όπως σήμερα, περιορισμένη και θα οδηγεί σε εσφαλμένη ανάγνωση της πραγματικότητας. Η πλέρια δημοκρατία η οποία θα λήξει στην πράξη τί θέλουμε να κάνουμε στα επιμέρους μέτωπα θα μας φέρει και σε μια διαδικασία να αποτιμάμε το σωστό από το λάθος και όχι να επιβεβαιώνουμε κατά τον συνήθη τρόπο την προαποφασισμένη εικόνα που έχουμε για τα πράγματα.
Χαιρετίζουμε συντροφικά με την απαισιοδοξία της γνώσης και με την αισιοδοξία της θέλησης...
Παλούκης Κώστας – Νέο Αριστερό Ρεύμα, ΤΕ ΑΝΤΑΡΣΥΑ Ζωγράφου
Βασιλόπουλος Νίκος – Αριστερή Ανασύνθεση, ΤΕ ΑΝΤΑΡΣΥΑ 4ου Διαμερίσματος ΑΝΤΑΡΣΥΑ - antarsya.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου