Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2012

Όλα μια ιδέα είναι

Алексей Пучков
Tου Γιάννη Μακριδάκη  Κάθε απόγευμα, κατά τις 4, περνάει ένα κοπάδι αίγες. Έρχονται από κάπου μακριά, φτάνουν κοντά στο χωράφι που δουλεύω κι απομακρύνονται ξανά προς την άλλη κατεύθυνση. Ακούω τα κουδούνια τους να λαλούνε όλα μαζί κι ο ήχος τους να δυναμώνει όσο πλησιάζουν κι ύστερα πάλι να αδυνατίζει όσο φεύγουνε.....
Στην αρχή διακρίνω ξεκάθαρα πως είναι πολλοί ήχοι κουδουνιών αλλά σαν περάσει λίγη ώρα, γίνονται μες στ’ αυτιά μου όλοι οι ήχοι ένας, ανακατεύονται τόσο όμορφα και μοιάζει όλο αυτό το άκουσμα σαν ένα νερό που κυλάει, σαν να έβαλε κάποιος μικρόφωνο και ηχεία στο ρυάκι. Με συνεπαίρνει το μεγαλείο, κλείνω τα μάτια και νιώθω πως βρίσκομαι δίπλα σε ποτάμι γάργαρο.
Αυτό κάνω κάθε απόγευμα τις τελευταίες μέρες. Κάθομαι στο χώμα για όσο διαρκεί το πέρασμα του κοπαδιού και γίνομαι ένα με τον ήχο του, ξεφεύγω από την πραγματικότητα, ακόμα κι απ’ αυτήν του χωριού και της φύσης που έχει όμως στο βάθος της πάντα μια γεύση από την αδικία, την αναλγησία, την αναξιοπρέπεια της σύγχρονης Ελλάδας και μεταφέρομαι αλλού, σαν πουλί αισθάνομαι, ελεύθερο, που πετάει πάνω από ένα ανοιξιάτικο ρυάκι λίγο πριν φτάσει στη θάλασσα κι όλα τα θωρώ απόμακρα, τίποτα κακό δεν μ’ αγγίζει.
Όλα μια ιδέα είναι αγαπητοί. Όλα μια ιδέα.
Έτσι έκανα και σήμερα κι ύστερα, νύχτα πια, πήγα και βρήκα τον μαστρο Γιώργη, που δεν είναι πια άξιος, έτσι λέει κάθε τόσο για τον εαυτό του, και γι αυτό μου δίνει το περιβολάκι του το ονειρεμένο, να το πάω παρακάτω εγώ ο άξιος, τρομάρα μου, πήγα και τον βρήκα λοιπόν για να συνεννοηθούμε κι έκατσε να μου πει τον βίο του. Από το ’37 που πήγε στην Αθήνα βρήκε δουλειά εμποροϋπάλληλος. Στην Κατοχή ξαναγύρισε στο χωριό και δούλευε στον νερόμυλο και στην τράτα κι έτσι περάσανε τα χρόνια τα δύσκολα. Δίχως την πείνα της πόλης. Ύστερα από τη μαύρη αυτή περίοδο ξαναγύρισε στην Αθήνα κι άνοιξε δικό του μαγαζί, μπακάλικο. Μα το εξηντατόσο έκανε μια πλημμύρα και καταστράφηκα, έτσι μου είπε. Τόσο απλά και κοφτά, δίχως πίκρα το ‘πε, δίχως περιγραφές, δίχως άλλες λέξεις, μόνο με μία, “καταστράφηκα”, δίχως κακό συναίσθημα κανένα, ίσως και με ένα αχνό γελάκι που πρόδινε γλυκιά νοσταλγία για τα χρόνια που πέρασαν. Και πήρα αποζημίωση τότες από το κράτος μια κουβέρτα όλη κι όλη, έτσι μου πε μετά και γέλασε σ’ αυτή τη φράση εμφανώς, κουνώντας το κεφάλι.
Και συνειδητοποίησα ξανά πως όλα μια ιδέα είναι, όλα μια ιδέα. Όλα όσα νομίζεις πως σε καταστρέφουν, δεν φτουράνε το παραμικρό μπροστά στη ζωή που περνά και δεν ξανάρχεται πίσω. Ακόμα και τις πιο μεγάλες “καταστροφές”, όλες σε μια φράση τις κλείνεις σαν νιώσεις την απόλυτη, πως δεν είσαι άξιος, σαν νιώσεις πως θωρείς πια τη ζωή από ξέμακρα, όλα μια ιδέα καταλαβαίνεις πως ήτανε, όλα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: