Το Κέρδος που καθορίζει τη ζωή και το θάνατο εκατομμυρίων ανθρώπων, η
σκληρότητα... εν ονόματι της ανάπτυξης, ο κοινωνικός μιθριδατισμός που
θεωρεί την αγριότητα φυσιολογική, βρίσκονται στο επίκεντρο του νέου
μυθιστορήματος του Θανάση Καρτερού, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις
Καστανιώτη.
Ένα άκρως επίκαιρο βιβλίο, όπου ...
πρωταγωνιστούν όσοι ονειρεύονται ένα διαφορετικό «αύριο», οι αρνητές ενός συστήματος που τους προορίζει για τον Καιάδα. Ένα μυθιστόρημα πολιτικής φαντασίας για μια κοινωνία που μοιάζει τόσο πολύ με τη δική μας, καθώς τα μνημόνια των ζώντων φτάνουν μέχρι τα μνήματα των νεκρών. Ένας ύμνος στην ελευθερία και ταυτόχρονα μια παρωδία της.
Ο συγγραφέας
Ο Θανάσης Καρτερός γεννήθηκε το 1947 στη Θεσσαλονίκη. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα ως δημοσιογράφος. Διετέλεσε διευθυντής του Ριζοσπάστη, όπως επίσης στέλεχος και συνεργάτης αρκετών εφημερίδων και ραδιοφωνικών σταθμών. Σήμερα διατηρεί τη στήλη «Της ώρας» στην εφημερίδα Αυγή. Η εξέγερση των νεκρών είναι το δεύτερο μυθιστόρημά του, μετά το Tελευταίο τραμ, που κυκλοφόρησε το 2011 από τις Eκδόσεις Καστανιώτη. Από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφόρησε το 2010 και το πρώτο του βιβλίο, Ο σύντροφος Πολύφημος και η μισή αλήθεια – Ιστορίες τσέπης για όσους επιμένουν.
Απόσπασμα από το βιβλίο
Η ρουτίνα προσφέρει ασφάλεια ακόμα και τις Κυριακές, αλλά δυστυχώς το κυριακάτικο πρωινό της εικοστής πέμπτης Απριλίου εκείνης της μοιραίας χρονιάς η ρουτίνα θα απέσυρε την ασπίδα της από την απολύτως τακτοποιημένη ζωή του κυρίου με το άσπιλο λευκό μπουρνούζι, ο οποίος απολάμβανε ανυποψίαστος μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου τη μικρή γαργαλιστική ευτυχία του καθαρισμού των δοντιών του με το ειδικό νήμα και τον οποίο δυστυχώς είμαστε υποχρεωμένοι να αναφέρουμε μόνο με τα αρχικά του, Τ το μικρό, Α το πατρώνυμο και Φ το επώνυμο, ΤΑΦ δηλαδή, καθώς ισχύει το προεδρικό διάταγμα που απαγορεύει ακόμα και την αναφορά του ονόματός του με οποιονδήποτε τρόπο, αν και πέρασαν ήδη δέκα χρόνια από τα γεγονότα στα οποία παρά τη θέλησή του ενεπλάκη και τα οποία συγκλόνισαν, και δυστυχώς δυσάρεστα, όχι μόνο την ιεραρχία και το σύστημα αξιών της κοινωνίας, αλλά και ολόκληρη τη χώρα.
Υπόδειγμα ανθρώπου και κρατικού λειτουργού που δεν ζει απλώς από τη δουλειά του, αλλά ζει για τη δουλειά του και είναι ψυχή τε και σώματι αφοσιωμένος σ’ αυτή, φορέας ας προτρέξουμε να πούμε των αξιών της εργατικότητας, της νομιμοφροσύνης και της πειθαρχημένης δημιουργικότητας, των αξιών δηλαδή της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας που κάποιοι επιμένουν εντελώς ανιστόρητα να αποκαλούν σιωπηλή, ή σιωπηρή, επειδή δεν είναι εις θέσιν να ακούσουν τον καθοριστικό για την πορεία κάθε κοινωνίας ψίθυρό της, ο κύριος ΤΑΦ διέσχιζε ήδη την πέμπτη δεκαετία μιας δημιουργικής και κοινωνικά ωφέλιμης ζωής, που την κοσμούσαν όχι μόνο η πείρα και η σοφία, αλλά και δύο δημοτικά μετάλλια τιμής, ένας γραπτός έπαινος από το νομάρχη, ένα μετάλλιο εξαιρέτων πράξεων από τον ίδιο τον αρχηγό του Κράτους, καθώς και ο έξοχος συνδυασμός φαλάκρας και κοιλίτσας που πάντα υποδηλώνει την επιτυχία του κατόχου του.
Την εύλογη αν και σε καμιά περίπτωση επιδεικτική ικανοποίησή του για την επιτυχία αυτή θα αρκούσε να δικαιώσει και μόνο το γεγονός ότι από απλός γραφέας στο Δημοτικό Νεκροταφείο, στο οποίο προσελήφθη από τα νεανικά του χρόνια καταλαμβάνοντας την πρώτη θέση στο σχετικό διαγωνισμό, κατάφερε να φτάσει στη θέση του γενικού διευθυντή με άοκνη προσπάθεια, ανοίγοντας, κλείνοντας και καταγράφοντας τάφους, αρχειοθετώντας στρατιές νεκρών, ρυθμίζοντας τη μετά θάνατο τύχη όσων απεβίωναν, συνδυάζοντας στην πράξη την πιστή τήρηση των κανόνων και την απόλυτη υπακοή στους ανωτέρους του με την ευρηματική εξυπηρέτηση των κρατικών, συνεπώς και των κοινωνικών, συμφερόντων, αφού αυτά τα δύο για λειτουργούς της ποιότητάς του ταυτίζονται. Το νεκροταφείο του αναβαθμίστηκε από απλό Δημοτικό σε Πρότυπο με απόφαση του αρμόδιου υπουργού, όταν ο άνεμος των μεταρρυθμίσεων που αναζωογόνησε όλη τη χώρα έφτασε με δική του αποκλειστικά πρωτοβουλία στο απίστευτο σημείο να αναζωογονήσει και την τελευταία κατοικία των νεκρών και να παράγει ζωή και κέρδη εκεί που από αιώνες βασίλευε ο θάνατος και η φθορά, ενώ αποκορύφωμα της επιτυχίας του ήταν η εφαρμογή της πρωτοφανούς στο ριζοσπαστισμό της και από κάθε άποψη κερδοφόρας κοινωνικής μεταρρύθμισης, που έμελλε να γίνει γνωστή με την ονομασία Πρόγραμμα Αντιγόνη και να έχει σεισμικές συνέπειες τόσο στη ζωή της χώρας όσο και στη ζωή του κυρίου ΤΑΦ.
Αυτά όμως θα αναφερθούν διά μακρών παρακάτω. Αυτό που έχει σημασία να ειπωθεί, καθώς παρακολουθούμε τον κύριο ΤΑΦ να περιποιείται τον εαυτό του μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου, είναι ότι στον κόσμο της κρατικής ιεραρχίας, όπως και στον παράλληλο και εφαπτόμενο μ’ αυτόν κόσμο της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, που ο ένας στηρίζει τον άλλο και οι δυο μαζί το εύθραυστο οικοδόμημα της κοινωνίας, γνώριζαν και αναγνώριζαν το ρόλο του και προέβλεπαν γι’ αυτόν ένα σίγουρο υπουργικό μέλλον ακόμα και όσοι δημοσίως απέδιδαν το Πρόγραμμα Αντιγόνη στον Πρόεδρο και ΔΣ (Διευθύνοντα Σύμβουλο) της χώρας, ο οποίος βεβαίως και προς αποφυγή παρεξηγήσεων ήταν εκείνος που μετέτρεψε την αρχική ιδέα σε υλική δύναμη, σε θεσμό του Κράτους δηλαδή. Και επειδή είναι γνωστό πόσες καλές ιδέες εξαερώθηκαν, θρυμματίστηκαν, πετάχτηκαν στον κάλαθο των αχρήστων από τη δειλία ή το συντηρητισμό όχι εκείνων που τις συνέλαβαν, αλλά εκείνων που κατείχαν την εξουσία και κλήθηκαν από την Ιστορία να τις εφαρμόσουν, o Πρόεδρος και ΔΣ θα είχε το δικαίωμα να θεωρεί το Πρόγραμμα Αντιγόνη δικό του δημιούργημα, πράγμα που εντούτοις δεν έκανε, αφού όσο μεγαλύτερη εξουσία κατέχει κανείς, τόσο πιο σεμνός έχει την υποχρέωση και τη δυνατότητα να φαίνεται, δεν μπορούσε όμως και να απαγορεύσει να το κάνουν οι άλλοι για λογαριασμό του. Το μετάλλιο πάντως εξαιρέτων πράξεων το απένειμε στον κύριο ΤΑΦ την εποχή που το όνομά του αναφερόταν ολογράφως «για τον ανθρωπισμό, την ανιδιοτέλεια και τη δημιουργικότητα στην άσκηση του λειτουργήματός του, αποτέλεσμα των οποίων υπήρξε και η συμβολή του στην επεξεργασία και εφαρμογή του Προγράμματος Αντιγόνη», και για τον κύριο ΤΑΦ αυτό ήταν παραπάνω από αρκετό, αφού ο σεβασμός του προς τους θεσμούς και όσους τους εκπροσωπούσαν ήταν την εποχή εκείνη τουλάχιστον στεγανός και απόλυτος, όχι από κάποια δουλικότητα προς την ιεραρχία, στην οποία άλλωστε και ο ίδιος είχε πλήρη επίγνωση ότι συμμετείχε, αλλά από τη στέρεη πεποίθηση ότι χωρίς αυτό το στοιχείο συνοχής, ενίοτε και συνενοχής, η κοινωνία μετατρέπεται σε ζούγκλα επικίνδυνη για το σύνολο και για κάθε μέλος της.
Την εικοστή πέμπτη Απριλίου εκείνη λοιπόν, ημέρα Κυριακή, ο κύριος ΤΑΦ, του οποίου την προσωπικότητα εν συντομία σκιαγραφήσαμε, ολοκλήρωσε χωρίς να βιάζεται την τουαλέτα του, φόρεσε το χειμωνιάτικο κοστούμι του, αφού ακόμα ο καιρός δεν είχε ζεστάνει αρκετά, το μαλακό γκρίζο καπέλο και τα μαύρα γυαλιστερά σκαρπίνια του και ξεκίνησε για τον καθιερωμένο περίπατό του μέχρι το Πρότυπο Δημοτικό Νεκροταφείο, που δεν βρισκόταν εξάλλου και πολύ μακριά από το μέγαρο στον τρίτο όροφο του οποίου κατοικούσε με τη σύζυγό του, το έβλεπε μάλιστα κάθε πρωί από ψηλά, από το παράθυρο της κρεβατοκάμαράς του και αισθανόταν υπερήφανος για τη ζώσα γεωμετρία αυτής της πόλης των νεκρών, τους ορθογώνιους τάφους που σχημάτιζαν άψογα τετράγωνα, τα λιθόστρωτα μονοπάτια ανάμεσά τους και φυσικά τα κυπαρίσσια σε σχηματισμούς και παρατάξεις που θα ζήλευε ακόμα και ένας επαγγελματίας στρατιωτικός, ειδικός των σχηματισμών και των παρατάξεων. Πιο πολύ όμως καμάρωνε, από μέσα του πάντα, για το ανάλαφρο λευκό διώροφο κτήριο στην ανατολική άκρη της απέραντης επικράτειας των τάφων, που έφερε στο δεξιό παραστάτη της εισόδου την επιγραφή ΑΝΤΙΓΟΝΗ – ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΚΥΡΩΣΕΩΝ διακοσμημένη με τη μορφή της μυθικής κόρης του Οιδίποδα και της Ιοκάστης και ήταν ο τελικός προορισμός όχι μόνο χιλιάδων συμπολιτών του, αλλά και του περιπάτου του.
Ο κυριακάτικος αυτός περίπατος, αν και ψυχαγωγικός από μια άποψη, είχε εντούτοις τον προγραμματισμό του, χωρίς τον οποίο δεν ήταν νοητή για τον κύριο ΤΑΦ ούτε η απλούστερη δραστηριότητα. Ενώ οι περισσότεροι, συμπεριλαμβανομένης της συζύγου του, ήταν ακόμα στα κρεβάτια τους, αυτός διέσχιζε με σταθερό, όχι πολύ αργό αλλά ούτε και πολύ γρήγορο, με κυριακάτικο θα μπορούσαμε να πούμε, βήμα, την καλοβαλμένη γειτονιά του με τις τετράγωνες πολυκατοικίες, στις οποίες κατοικούσαν ως επί το πλείστον δημόσιοι λειτουργοί, έκοβε δρόμο μέσα από το πάρκο με τα πράσινα παγκάκια, προσπαθώντας να μη δίνει σημασία στα παρατημένα αποβραδίς κουτιά μπίρας και στα πεταμένα χρυσόχαρτα, που γι’ αυτόν ήταν αναμφισβήτητες και ενοχλητικές αποδείξεις μειωμένης κοινωνικής ευθύνης, έβγαινε στην οδό Αναπαύσεως και ύστερα από τριακόσια περίπου μέτρα κάτω από τους ευκαλύπτους που σκίαζαν τα πεζοδρόμιά της, περνούσε, γνέφοντας αδιόρατα στο χαιρετισμό του νεκροφύλακα, τη μεγάλη πόρτα του νεκροταφείου, το οποίο μέσα του αποκαλούσε πάντα νεκροταφείο μου, για να αρχίσει το καλύτερο, το πιο μεστό και αναζωογονητικό θα μπορούσαμε να πούμε μέρος της βόλτας του.
Εκεί, στη γαλήνη των τάφων και των κυπαρισσιών, με λόχμες θάμνων και λουλουδιών δεξιά κι αριστερά, αισθανόταν ότι βάδιζε μέσα στη μεγαλοπρεπή απλότητα του δικού του έργου, γιατί δικό του βασικά έργο ήταν αυτό το απολύτως ειδυλλιακό τοπίο, για τη δημιουργία του οποίου είχε ξοδέψει ατελείωτες ώρες και πολλή φαιά ουσία, είχε μελετήσει άπειρες φωτογραφίες και σχέδια νεκροταφείων απ’ όλο τον κόσμο, είχε ασχοληθεί ακόμα και με την αρχιτεκτονική κήπων, για να το υποχρεώσει να ανταποκρίνεται στο χαρακτηρισμό πρότυπο, πράγμα που κατά γενική ομολογία, των ζωντανών τουλάχιστον, είχε καταφέρει.
Χαμογελώντας από μέσα του έφτανε τελικώς στο λευκό διώροφο κτήριο, απολάμβανε με αυστηρή σοβαρότητα τον άψογο χαιρετισμό του μαυροντυμένου αστυνομικού της Ομάδας Κέρβερος, που τα μέλη της είχαν γρήγορα αποκτήσει την προσωνυμία Κέρβεροι χάρη στο τέλειο μείγμα σεβασμού και φόβου που ενέπνεαν και χωρίς το οποίο καμιά αστυνομική δύναμη, όσο ειδική κι αν είναι, δεν μπορεί να επιτελέσει το λειτούργημά της, περνούσε ύστερα την ουδέτερη πόρτα με τα αλεξίσφαιρα φιμέ τζάμια και ανέπνεε επιτέλους την αποστειρωμένη ατμόσφαιρα του Τμήματος. Όμορφοι πίνακες νεκρής φύσης κοσμούσαν το μεγάλο διάδρομο και στο βάθος του δέσποζε ο ηλεκτρονικός πίνακας, ο οποίος έδειχνε πάνω δεξιά την ώρα και στο κέντρο του είχε τους δυο αριθμούς, έναν για όσους ατύπους είχαν ήδη επικυρωθεί και άρα είχαν πάψει πλέον να είναι άτυποι και έναν για όσους απέμεναν προς επικύρωση. Σε σταθερά διαστήματα ο ένας αριθμός μεγάλωνε κατά μια μονάδα και ο άλλος μίκραινε αντιστοίχως κατά μια μονάδα, πράγμα που σήμαινε ότι η διαδικασία εξελισσόταν ομαλά, κι αν ο κύριος ΤΑΦ διέθετε αίσθηση του χιούμορ, την οποία είχε στερηθεί δυστυχώς όχι μόνο λόγω χαρακτήρα, αλλά και λόγω της άκρως σοβαρής εργασίας του, θα σκεφτόταν ότι η δουλειά πάει ρολόι, ηλεκτρονικό μάλιστα.
Η χρήση του επιθέτου άτυπος, -η, -ο(ν) ήταν δική του ιδέα, που απέδιδε μονολεκτικά και εύστοχα κατά τη γνώμη του, αλλά και κατά τη γνώμη των ανωτέρων του που την είχαν εγκρίνει, το κοινό χαρακτηριστικό όλων εκείνων, ανδρών, γυναικών, ακόμα και των παιδιών που ήταν το αντικείμενο του Προγράμματος Αντιγόνη. Ως επίθετο φυσικά το άτυπος, -η, -ο δεν είναι δόκιμο να χρησιμοποιείται από μόνο του, ο κύριος ΤΑΦ ήξερε καλά ότι πρέπει να ακολουθεί το ουσιαστικό, χωρίς το οποίο το επίθετο είναι σαν μπαλόνι αερόστατου χωρίς καλάθι, καθώς όμως δεν θα βοηθούσε καθόλου στην επικοινωνία του Προγράμματος η χρήση του ουσιαστικοποιημένου νεκρός, -ή, -ό, κρίθηκε σκόπιμη η αποσιώπησή του, ουσιαστικοποιήθηκε δηλαδή και το άτυπος, -η, -ο, με το κύρος μάλιστα των επίσημων κρατικών εγγράφων.
Του άρεσε να ρίχνει μια ματιά πίσω από το γυάλινο τζάμι της τεράστιας αίθουσας αναμονής, όπου περίμεναν σε κατάσταση ήρεμης και ευτυχισμένης φαρμακευτικής μέθης τη σειρά τους οι προς επικύρωση άτυποι. Η αίθουσα έλαμπε από χαμόγελα γεροντικά, φαφούτικα, καρκινοπαθή, ηλίθια, σαλιωμένα από την ηρωίνη και το αλκοόλ, εγκληματικά, άσπρα, μαύρα, κίτρινα, χαμόγελα γενικώς που η ιατρική ανέσυρε από τα βάθη της νεκρής ψυχής ατόμων που είχαν προ καιρού πεθάνει ατύπως και είχε έρθει η ώρα να επικυρωθεί ο θάνατός τους και τυπικώς. Ήταν άλλη μια δική του ιδέα οι άτυποι να μη ναρκώνονται τελείως, αλλά να προικίζονται από το Τμήμα κατά την προετοιμασία τους όχι μόνο με τη γνωστή γαλάζια πεντακάθαρη φόρμα, αλλά και με το έστω φαρμακευτικό αυτό χαμόγελο που τους συνόδευε και μετά την επικύρωση, προσδίδοντας στη διαδικασία χαρακτήρα λύτρωσης όχι μόνο για τους δικούς τους και την κοινωνία, αλλά και για τους ίδιους.
Υπήρχαν βέβαια και περιπτώσεις που κάποιος από αυτούς δεν χαμογελούσε, ακόμα σπανιότερα κάποιος διαμαρτυρόταν, άντρας συνήθως όσο κι αν φαίνεται περίεργο, μαραμένα είναι η αλήθεια ή, το πιο συνηθισμένο, έκλαιγε σχεδόν σαν να είναι ζωντανός, κουλουριασμένος στον πλαστικό καναρινί καναπέ, μ’ ένα κλάμα όχι τόσο οδύνης όσο απόγνωσης και τότε χρειαζόταν να ενισχυθεί κάπως η δόση του φαρμάκου, ή και να συμπληρωθεί το φάρμακο με κάποιο άλλο, καθήκον με το οποίο καταπιάνονταν με ψυχραιμία, επαγγελματισμό, αλλά και τρυφερότητα σχεδόν, προϊόν μιας επίπονης εκπαίδευσης, οι νοσηλευτές, μέχρις ότου να επέλθει η ήρεμη και ευτυχισμένη μέθη και το συνακόλουθο χαμόγελο, χωρίς τα οποία κανένας από τους ατύπους και σε καμιά περίπτωση δεν μεταφερόταν στην αίθουσα επικύρωσης. Αυτός ήταν ο κανόνας του Τμήματος, που ουδείς είχε το δικαίωμα να παραβιάσει, ακόμα κι αν με τέτοιες ανεπιθύμητες εμπλοκές, όσο σπάνιες κι αν ήταν, ο ηλεκτρονικός πίνακας κατέγραφε ανεπιθύμητες καθυστερήσεις.
Περιδιαβαίνοντας σε συνέχεια τα διάφορα τμήματα του Τμήματος, που δούλευαν σε κανονικούς ρυθμούς ακόμα και τις Κυριακές, το συνήθιζε –για λόγους αρχής και για να τους κρατάει σε εγρήγορση– να κάνει στους νοσηλευτές και στους διοικητικούς υπαλλήλους της βάρδιας, ανθρώπους απολύτως αξιόπιστους κατά τα άλλα, κάποιες παρατηρήσεις για το ντύσιμό τους, για την καθαριότητα των χώρων, ακόμα και για την απαλή μουσική που έπαιζαν τα κρυμμένα μεγάφωνα και η οποία ορισμένες φορές ήταν υπερβολικά εύθυμη, άλλες πάλι υπερβολικά θλιβερή, παρά τις αυστηρές οδηγίες που είχε αυτοπροσώπως δώσει στους υπευθύνους. Και πάντα ολοκλήρωνε τον περίπατό του μπαίνοντας, αφού πρώτα χτυπούσε μια μόνο φορά την πόρτα, στο γραφείο του διευθυντή, τον οποίο ο ίδιος είχε επιλέξει από μια στρατιά υποψηφίων και με τον οποίο αντάλλασσε επί τούτου μερικές απλές και ανθρώπινες κουβέντες που είχαν να κάνουν με το έργο του Τμήματος, τις προβλέψιμες αντιδράσεις κάποιων ατύπων, το έργο της επιτροπής, που άλλοτε καθυστερούσε και άλλοτε τους έστελνε σωρηδόν κόσμο για επικυρώσεις. Παρέβλεπε βέβαια εντελώς και ενσυνειδήτως ότι με την τακτική κυριακάτικη επίσκεψή του υποχρέωνε και τον υφιστάμενό του να προσέρχεται στο νεκροταφείο, αφού αυτού ακριβώς του είδους η περιφρόνηση των ωραρίων και η εν γένει αφοσίωση στο καθήκον ήταν αυτονόητη απαίτηση από τα στελέχη του Τμήματος, πολύ περισσότερο από το διευθυντή του, ο οποίος ειρήσθω εν παρόδω αμειβόταν γι’ αυτήν πλουσιοπάροχα, τόσο υλικά όσο και ηθικά.
Αυτά κάθε Κυριακή. Την Κυριακή εκείνη όμως ο περίπατος επρόκειτο να εξελιχθεί, δυστυχώς, εντελώς εκτός του καθιερωμένου προγράμματος και της καθησυχαστικής ρουτίνας. πηγη
Ένα άκρως επίκαιρο βιβλίο, όπου ...
πρωταγωνιστούν όσοι ονειρεύονται ένα διαφορετικό «αύριο», οι αρνητές ενός συστήματος που τους προορίζει για τον Καιάδα. Ένα μυθιστόρημα πολιτικής φαντασίας για μια κοινωνία που μοιάζει τόσο πολύ με τη δική μας, καθώς τα μνημόνια των ζώντων φτάνουν μέχρι τα μνήματα των νεκρών. Ένας ύμνος στην ελευθερία και ταυτόχρονα μια παρωδία της.
Ο συγγραφέας
Ο Θανάσης Καρτερός γεννήθηκε το 1947 στη Θεσσαλονίκη. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα ως δημοσιογράφος. Διετέλεσε διευθυντής του Ριζοσπάστη, όπως επίσης στέλεχος και συνεργάτης αρκετών εφημερίδων και ραδιοφωνικών σταθμών. Σήμερα διατηρεί τη στήλη «Της ώρας» στην εφημερίδα Αυγή. Η εξέγερση των νεκρών είναι το δεύτερο μυθιστόρημά του, μετά το Tελευταίο τραμ, που κυκλοφόρησε το 2011 από τις Eκδόσεις Καστανιώτη. Από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφόρησε το 2010 και το πρώτο του βιβλίο, Ο σύντροφος Πολύφημος και η μισή αλήθεια – Ιστορίες τσέπης για όσους επιμένουν.
Απόσπασμα από το βιβλίο
Η ρουτίνα προσφέρει ασφάλεια ακόμα και τις Κυριακές, αλλά δυστυχώς το κυριακάτικο πρωινό της εικοστής πέμπτης Απριλίου εκείνης της μοιραίας χρονιάς η ρουτίνα θα απέσυρε την ασπίδα της από την απολύτως τακτοποιημένη ζωή του κυρίου με το άσπιλο λευκό μπουρνούζι, ο οποίος απολάμβανε ανυποψίαστος μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου τη μικρή γαργαλιστική ευτυχία του καθαρισμού των δοντιών του με το ειδικό νήμα και τον οποίο δυστυχώς είμαστε υποχρεωμένοι να αναφέρουμε μόνο με τα αρχικά του, Τ το μικρό, Α το πατρώνυμο και Φ το επώνυμο, ΤΑΦ δηλαδή, καθώς ισχύει το προεδρικό διάταγμα που απαγορεύει ακόμα και την αναφορά του ονόματός του με οποιονδήποτε τρόπο, αν και πέρασαν ήδη δέκα χρόνια από τα γεγονότα στα οποία παρά τη θέλησή του ενεπλάκη και τα οποία συγκλόνισαν, και δυστυχώς δυσάρεστα, όχι μόνο την ιεραρχία και το σύστημα αξιών της κοινωνίας, αλλά και ολόκληρη τη χώρα.
Υπόδειγμα ανθρώπου και κρατικού λειτουργού που δεν ζει απλώς από τη δουλειά του, αλλά ζει για τη δουλειά του και είναι ψυχή τε και σώματι αφοσιωμένος σ’ αυτή, φορέας ας προτρέξουμε να πούμε των αξιών της εργατικότητας, της νομιμοφροσύνης και της πειθαρχημένης δημιουργικότητας, των αξιών δηλαδή της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας που κάποιοι επιμένουν εντελώς ανιστόρητα να αποκαλούν σιωπηλή, ή σιωπηρή, επειδή δεν είναι εις θέσιν να ακούσουν τον καθοριστικό για την πορεία κάθε κοινωνίας ψίθυρό της, ο κύριος ΤΑΦ διέσχιζε ήδη την πέμπτη δεκαετία μιας δημιουργικής και κοινωνικά ωφέλιμης ζωής, που την κοσμούσαν όχι μόνο η πείρα και η σοφία, αλλά και δύο δημοτικά μετάλλια τιμής, ένας γραπτός έπαινος από το νομάρχη, ένα μετάλλιο εξαιρέτων πράξεων από τον ίδιο τον αρχηγό του Κράτους, καθώς και ο έξοχος συνδυασμός φαλάκρας και κοιλίτσας που πάντα υποδηλώνει την επιτυχία του κατόχου του.
Την εύλογη αν και σε καμιά περίπτωση επιδεικτική ικανοποίησή του για την επιτυχία αυτή θα αρκούσε να δικαιώσει και μόνο το γεγονός ότι από απλός γραφέας στο Δημοτικό Νεκροταφείο, στο οποίο προσελήφθη από τα νεανικά του χρόνια καταλαμβάνοντας την πρώτη θέση στο σχετικό διαγωνισμό, κατάφερε να φτάσει στη θέση του γενικού διευθυντή με άοκνη προσπάθεια, ανοίγοντας, κλείνοντας και καταγράφοντας τάφους, αρχειοθετώντας στρατιές νεκρών, ρυθμίζοντας τη μετά θάνατο τύχη όσων απεβίωναν, συνδυάζοντας στην πράξη την πιστή τήρηση των κανόνων και την απόλυτη υπακοή στους ανωτέρους του με την ευρηματική εξυπηρέτηση των κρατικών, συνεπώς και των κοινωνικών, συμφερόντων, αφού αυτά τα δύο για λειτουργούς της ποιότητάς του ταυτίζονται. Το νεκροταφείο του αναβαθμίστηκε από απλό Δημοτικό σε Πρότυπο με απόφαση του αρμόδιου υπουργού, όταν ο άνεμος των μεταρρυθμίσεων που αναζωογόνησε όλη τη χώρα έφτασε με δική του αποκλειστικά πρωτοβουλία στο απίστευτο σημείο να αναζωογονήσει και την τελευταία κατοικία των νεκρών και να παράγει ζωή και κέρδη εκεί που από αιώνες βασίλευε ο θάνατος και η φθορά, ενώ αποκορύφωμα της επιτυχίας του ήταν η εφαρμογή της πρωτοφανούς στο ριζοσπαστισμό της και από κάθε άποψη κερδοφόρας κοινωνικής μεταρρύθμισης, που έμελλε να γίνει γνωστή με την ονομασία Πρόγραμμα Αντιγόνη και να έχει σεισμικές συνέπειες τόσο στη ζωή της χώρας όσο και στη ζωή του κυρίου ΤΑΦ.
Αυτά όμως θα αναφερθούν διά μακρών παρακάτω. Αυτό που έχει σημασία να ειπωθεί, καθώς παρακολουθούμε τον κύριο ΤΑΦ να περιποιείται τον εαυτό του μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου, είναι ότι στον κόσμο της κρατικής ιεραρχίας, όπως και στον παράλληλο και εφαπτόμενο μ’ αυτόν κόσμο της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, που ο ένας στηρίζει τον άλλο και οι δυο μαζί το εύθραυστο οικοδόμημα της κοινωνίας, γνώριζαν και αναγνώριζαν το ρόλο του και προέβλεπαν γι’ αυτόν ένα σίγουρο υπουργικό μέλλον ακόμα και όσοι δημοσίως απέδιδαν το Πρόγραμμα Αντιγόνη στον Πρόεδρο και ΔΣ (Διευθύνοντα Σύμβουλο) της χώρας, ο οποίος βεβαίως και προς αποφυγή παρεξηγήσεων ήταν εκείνος που μετέτρεψε την αρχική ιδέα σε υλική δύναμη, σε θεσμό του Κράτους δηλαδή. Και επειδή είναι γνωστό πόσες καλές ιδέες εξαερώθηκαν, θρυμματίστηκαν, πετάχτηκαν στον κάλαθο των αχρήστων από τη δειλία ή το συντηρητισμό όχι εκείνων που τις συνέλαβαν, αλλά εκείνων που κατείχαν την εξουσία και κλήθηκαν από την Ιστορία να τις εφαρμόσουν, o Πρόεδρος και ΔΣ θα είχε το δικαίωμα να θεωρεί το Πρόγραμμα Αντιγόνη δικό του δημιούργημα, πράγμα που εντούτοις δεν έκανε, αφού όσο μεγαλύτερη εξουσία κατέχει κανείς, τόσο πιο σεμνός έχει την υποχρέωση και τη δυνατότητα να φαίνεται, δεν μπορούσε όμως και να απαγορεύσει να το κάνουν οι άλλοι για λογαριασμό του. Το μετάλλιο πάντως εξαιρέτων πράξεων το απένειμε στον κύριο ΤΑΦ την εποχή που το όνομά του αναφερόταν ολογράφως «για τον ανθρωπισμό, την ανιδιοτέλεια και τη δημιουργικότητα στην άσκηση του λειτουργήματός του, αποτέλεσμα των οποίων υπήρξε και η συμβολή του στην επεξεργασία και εφαρμογή του Προγράμματος Αντιγόνη», και για τον κύριο ΤΑΦ αυτό ήταν παραπάνω από αρκετό, αφού ο σεβασμός του προς τους θεσμούς και όσους τους εκπροσωπούσαν ήταν την εποχή εκείνη τουλάχιστον στεγανός και απόλυτος, όχι από κάποια δουλικότητα προς την ιεραρχία, στην οποία άλλωστε και ο ίδιος είχε πλήρη επίγνωση ότι συμμετείχε, αλλά από τη στέρεη πεποίθηση ότι χωρίς αυτό το στοιχείο συνοχής, ενίοτε και συνενοχής, η κοινωνία μετατρέπεται σε ζούγκλα επικίνδυνη για το σύνολο και για κάθε μέλος της.
Την εικοστή πέμπτη Απριλίου εκείνη λοιπόν, ημέρα Κυριακή, ο κύριος ΤΑΦ, του οποίου την προσωπικότητα εν συντομία σκιαγραφήσαμε, ολοκλήρωσε χωρίς να βιάζεται την τουαλέτα του, φόρεσε το χειμωνιάτικο κοστούμι του, αφού ακόμα ο καιρός δεν είχε ζεστάνει αρκετά, το μαλακό γκρίζο καπέλο και τα μαύρα γυαλιστερά σκαρπίνια του και ξεκίνησε για τον καθιερωμένο περίπατό του μέχρι το Πρότυπο Δημοτικό Νεκροταφείο, που δεν βρισκόταν εξάλλου και πολύ μακριά από το μέγαρο στον τρίτο όροφο του οποίου κατοικούσε με τη σύζυγό του, το έβλεπε μάλιστα κάθε πρωί από ψηλά, από το παράθυρο της κρεβατοκάμαράς του και αισθανόταν υπερήφανος για τη ζώσα γεωμετρία αυτής της πόλης των νεκρών, τους ορθογώνιους τάφους που σχημάτιζαν άψογα τετράγωνα, τα λιθόστρωτα μονοπάτια ανάμεσά τους και φυσικά τα κυπαρίσσια σε σχηματισμούς και παρατάξεις που θα ζήλευε ακόμα και ένας επαγγελματίας στρατιωτικός, ειδικός των σχηματισμών και των παρατάξεων. Πιο πολύ όμως καμάρωνε, από μέσα του πάντα, για το ανάλαφρο λευκό διώροφο κτήριο στην ανατολική άκρη της απέραντης επικράτειας των τάφων, που έφερε στο δεξιό παραστάτη της εισόδου την επιγραφή ΑΝΤΙΓΟΝΗ – ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΚΥΡΩΣΕΩΝ διακοσμημένη με τη μορφή της μυθικής κόρης του Οιδίποδα και της Ιοκάστης και ήταν ο τελικός προορισμός όχι μόνο χιλιάδων συμπολιτών του, αλλά και του περιπάτου του.
Ο κυριακάτικος αυτός περίπατος, αν και ψυχαγωγικός από μια άποψη, είχε εντούτοις τον προγραμματισμό του, χωρίς τον οποίο δεν ήταν νοητή για τον κύριο ΤΑΦ ούτε η απλούστερη δραστηριότητα. Ενώ οι περισσότεροι, συμπεριλαμβανομένης της συζύγου του, ήταν ακόμα στα κρεβάτια τους, αυτός διέσχιζε με σταθερό, όχι πολύ αργό αλλά ούτε και πολύ γρήγορο, με κυριακάτικο θα μπορούσαμε να πούμε, βήμα, την καλοβαλμένη γειτονιά του με τις τετράγωνες πολυκατοικίες, στις οποίες κατοικούσαν ως επί το πλείστον δημόσιοι λειτουργοί, έκοβε δρόμο μέσα από το πάρκο με τα πράσινα παγκάκια, προσπαθώντας να μη δίνει σημασία στα παρατημένα αποβραδίς κουτιά μπίρας και στα πεταμένα χρυσόχαρτα, που γι’ αυτόν ήταν αναμφισβήτητες και ενοχλητικές αποδείξεις μειωμένης κοινωνικής ευθύνης, έβγαινε στην οδό Αναπαύσεως και ύστερα από τριακόσια περίπου μέτρα κάτω από τους ευκαλύπτους που σκίαζαν τα πεζοδρόμιά της, περνούσε, γνέφοντας αδιόρατα στο χαιρετισμό του νεκροφύλακα, τη μεγάλη πόρτα του νεκροταφείου, το οποίο μέσα του αποκαλούσε πάντα νεκροταφείο μου, για να αρχίσει το καλύτερο, το πιο μεστό και αναζωογονητικό θα μπορούσαμε να πούμε μέρος της βόλτας του.
Εκεί, στη γαλήνη των τάφων και των κυπαρισσιών, με λόχμες θάμνων και λουλουδιών δεξιά κι αριστερά, αισθανόταν ότι βάδιζε μέσα στη μεγαλοπρεπή απλότητα του δικού του έργου, γιατί δικό του βασικά έργο ήταν αυτό το απολύτως ειδυλλιακό τοπίο, για τη δημιουργία του οποίου είχε ξοδέψει ατελείωτες ώρες και πολλή φαιά ουσία, είχε μελετήσει άπειρες φωτογραφίες και σχέδια νεκροταφείων απ’ όλο τον κόσμο, είχε ασχοληθεί ακόμα και με την αρχιτεκτονική κήπων, για να το υποχρεώσει να ανταποκρίνεται στο χαρακτηρισμό πρότυπο, πράγμα που κατά γενική ομολογία, των ζωντανών τουλάχιστον, είχε καταφέρει.
Χαμογελώντας από μέσα του έφτανε τελικώς στο λευκό διώροφο κτήριο, απολάμβανε με αυστηρή σοβαρότητα τον άψογο χαιρετισμό του μαυροντυμένου αστυνομικού της Ομάδας Κέρβερος, που τα μέλη της είχαν γρήγορα αποκτήσει την προσωνυμία Κέρβεροι χάρη στο τέλειο μείγμα σεβασμού και φόβου που ενέπνεαν και χωρίς το οποίο καμιά αστυνομική δύναμη, όσο ειδική κι αν είναι, δεν μπορεί να επιτελέσει το λειτούργημά της, περνούσε ύστερα την ουδέτερη πόρτα με τα αλεξίσφαιρα φιμέ τζάμια και ανέπνεε επιτέλους την αποστειρωμένη ατμόσφαιρα του Τμήματος. Όμορφοι πίνακες νεκρής φύσης κοσμούσαν το μεγάλο διάδρομο και στο βάθος του δέσποζε ο ηλεκτρονικός πίνακας, ο οποίος έδειχνε πάνω δεξιά την ώρα και στο κέντρο του είχε τους δυο αριθμούς, έναν για όσους ατύπους είχαν ήδη επικυρωθεί και άρα είχαν πάψει πλέον να είναι άτυποι και έναν για όσους απέμεναν προς επικύρωση. Σε σταθερά διαστήματα ο ένας αριθμός μεγάλωνε κατά μια μονάδα και ο άλλος μίκραινε αντιστοίχως κατά μια μονάδα, πράγμα που σήμαινε ότι η διαδικασία εξελισσόταν ομαλά, κι αν ο κύριος ΤΑΦ διέθετε αίσθηση του χιούμορ, την οποία είχε στερηθεί δυστυχώς όχι μόνο λόγω χαρακτήρα, αλλά και λόγω της άκρως σοβαρής εργασίας του, θα σκεφτόταν ότι η δουλειά πάει ρολόι, ηλεκτρονικό μάλιστα.
Η χρήση του επιθέτου άτυπος, -η, -ο(ν) ήταν δική του ιδέα, που απέδιδε μονολεκτικά και εύστοχα κατά τη γνώμη του, αλλά και κατά τη γνώμη των ανωτέρων του που την είχαν εγκρίνει, το κοινό χαρακτηριστικό όλων εκείνων, ανδρών, γυναικών, ακόμα και των παιδιών που ήταν το αντικείμενο του Προγράμματος Αντιγόνη. Ως επίθετο φυσικά το άτυπος, -η, -ο δεν είναι δόκιμο να χρησιμοποιείται από μόνο του, ο κύριος ΤΑΦ ήξερε καλά ότι πρέπει να ακολουθεί το ουσιαστικό, χωρίς το οποίο το επίθετο είναι σαν μπαλόνι αερόστατου χωρίς καλάθι, καθώς όμως δεν θα βοηθούσε καθόλου στην επικοινωνία του Προγράμματος η χρήση του ουσιαστικοποιημένου νεκρός, -ή, -ό, κρίθηκε σκόπιμη η αποσιώπησή του, ουσιαστικοποιήθηκε δηλαδή και το άτυπος, -η, -ο, με το κύρος μάλιστα των επίσημων κρατικών εγγράφων.
Του άρεσε να ρίχνει μια ματιά πίσω από το γυάλινο τζάμι της τεράστιας αίθουσας αναμονής, όπου περίμεναν σε κατάσταση ήρεμης και ευτυχισμένης φαρμακευτικής μέθης τη σειρά τους οι προς επικύρωση άτυποι. Η αίθουσα έλαμπε από χαμόγελα γεροντικά, φαφούτικα, καρκινοπαθή, ηλίθια, σαλιωμένα από την ηρωίνη και το αλκοόλ, εγκληματικά, άσπρα, μαύρα, κίτρινα, χαμόγελα γενικώς που η ιατρική ανέσυρε από τα βάθη της νεκρής ψυχής ατόμων που είχαν προ καιρού πεθάνει ατύπως και είχε έρθει η ώρα να επικυρωθεί ο θάνατός τους και τυπικώς. Ήταν άλλη μια δική του ιδέα οι άτυποι να μη ναρκώνονται τελείως, αλλά να προικίζονται από το Τμήμα κατά την προετοιμασία τους όχι μόνο με τη γνωστή γαλάζια πεντακάθαρη φόρμα, αλλά και με το έστω φαρμακευτικό αυτό χαμόγελο που τους συνόδευε και μετά την επικύρωση, προσδίδοντας στη διαδικασία χαρακτήρα λύτρωσης όχι μόνο για τους δικούς τους και την κοινωνία, αλλά και για τους ίδιους.
Υπήρχαν βέβαια και περιπτώσεις που κάποιος από αυτούς δεν χαμογελούσε, ακόμα σπανιότερα κάποιος διαμαρτυρόταν, άντρας συνήθως όσο κι αν φαίνεται περίεργο, μαραμένα είναι η αλήθεια ή, το πιο συνηθισμένο, έκλαιγε σχεδόν σαν να είναι ζωντανός, κουλουριασμένος στον πλαστικό καναρινί καναπέ, μ’ ένα κλάμα όχι τόσο οδύνης όσο απόγνωσης και τότε χρειαζόταν να ενισχυθεί κάπως η δόση του φαρμάκου, ή και να συμπληρωθεί το φάρμακο με κάποιο άλλο, καθήκον με το οποίο καταπιάνονταν με ψυχραιμία, επαγγελματισμό, αλλά και τρυφερότητα σχεδόν, προϊόν μιας επίπονης εκπαίδευσης, οι νοσηλευτές, μέχρις ότου να επέλθει η ήρεμη και ευτυχισμένη μέθη και το συνακόλουθο χαμόγελο, χωρίς τα οποία κανένας από τους ατύπους και σε καμιά περίπτωση δεν μεταφερόταν στην αίθουσα επικύρωσης. Αυτός ήταν ο κανόνας του Τμήματος, που ουδείς είχε το δικαίωμα να παραβιάσει, ακόμα κι αν με τέτοιες ανεπιθύμητες εμπλοκές, όσο σπάνιες κι αν ήταν, ο ηλεκτρονικός πίνακας κατέγραφε ανεπιθύμητες καθυστερήσεις.
Περιδιαβαίνοντας σε συνέχεια τα διάφορα τμήματα του Τμήματος, που δούλευαν σε κανονικούς ρυθμούς ακόμα και τις Κυριακές, το συνήθιζε –για λόγους αρχής και για να τους κρατάει σε εγρήγορση– να κάνει στους νοσηλευτές και στους διοικητικούς υπαλλήλους της βάρδιας, ανθρώπους απολύτως αξιόπιστους κατά τα άλλα, κάποιες παρατηρήσεις για το ντύσιμό τους, για την καθαριότητα των χώρων, ακόμα και για την απαλή μουσική που έπαιζαν τα κρυμμένα μεγάφωνα και η οποία ορισμένες φορές ήταν υπερβολικά εύθυμη, άλλες πάλι υπερβολικά θλιβερή, παρά τις αυστηρές οδηγίες που είχε αυτοπροσώπως δώσει στους υπευθύνους. Και πάντα ολοκλήρωνε τον περίπατό του μπαίνοντας, αφού πρώτα χτυπούσε μια μόνο φορά την πόρτα, στο γραφείο του διευθυντή, τον οποίο ο ίδιος είχε επιλέξει από μια στρατιά υποψηφίων και με τον οποίο αντάλλασσε επί τούτου μερικές απλές και ανθρώπινες κουβέντες που είχαν να κάνουν με το έργο του Τμήματος, τις προβλέψιμες αντιδράσεις κάποιων ατύπων, το έργο της επιτροπής, που άλλοτε καθυστερούσε και άλλοτε τους έστελνε σωρηδόν κόσμο για επικυρώσεις. Παρέβλεπε βέβαια εντελώς και ενσυνειδήτως ότι με την τακτική κυριακάτικη επίσκεψή του υποχρέωνε και τον υφιστάμενό του να προσέρχεται στο νεκροταφείο, αφού αυτού ακριβώς του είδους η περιφρόνηση των ωραρίων και η εν γένει αφοσίωση στο καθήκον ήταν αυτονόητη απαίτηση από τα στελέχη του Τμήματος, πολύ περισσότερο από το διευθυντή του, ο οποίος ειρήσθω εν παρόδω αμειβόταν γι’ αυτήν πλουσιοπάροχα, τόσο υλικά όσο και ηθικά.
Αυτά κάθε Κυριακή. Την Κυριακή εκείνη όμως ο περίπατος επρόκειτο να εξελιχθεί, δυστυχώς, εντελώς εκτός του καθιερωμένου προγράμματος και της καθησυχαστικής ρουτίνας. πηγη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου