Έπεσε βγάζοντας εκείνον τον γνώριμο υπόκωφο ήχο που κάνει ένα μεγάλο δέντρο όταν το κόβεις. Καθώς ξεκλάδιζα τον μεγάλο κορμό που κείτονταν σαν πεθαμένος γίγαντας στο χώμα, έπεσα πάνω σε μια υπέροχη φωλιά πουλιού. Ήτανε πλεγμένη με χοντρά κλαδάκια κι είχε εντός της διάφορα φρύγανα και υπολείμματα τροφών....
Το μέγεθός της σαν τις δυο μου χούφτες ενωμένες, ήτανε στερεωμένη στην αμασχάλη ενός κλαδιού
εκεί που φυτρώνει δηλαδή από τον κορμό του δέντρου. Και δεν έφυγε, ούτε χάλασε από το τράνταγμα της πτώσης, τόσο τέλεια στερεωμένη ήτανε. Γούρλωσα τα μάτια μου κι έσβησα το πριόνι σαν την αντιλήφθηκα. Το άφησα πλάι μου, στη γη και γονάτισα για να την πιάσω, να την βγάλω από τη θέση της δίχως να τη χαλάσω. Κείνη την ώρα, που τόσα πουλιά πετάριζαν και κελαηδούσαν γύρω μου, ίσως κι αυτό που την έφτιαξε, άκουσα άλλα πριόνια να λαλούν εκεί κοντά αλλά και πιο απόμακρα, μέσα στους ελαιώνες. Κυριακή, λιακάδα, κι όλοι οι άνθρωποι, χωρικοί αλλά και αστοί σε κυριακάτικη αγροτική ενασχόληση, μαζεύαν τις ελιές τους, κλαδεύανε τα δέντρα τους. Πόσες φωλιές θα χαλαστούνε σήμερα, σκέφτηκα, πόσες χαλάστηκαν ήδη και πόσες ακόμα στο διάβα των αιώνων. Και φαντάστηκα τα πουλιά από πάνω μας, να μας κοιτάνε με απορία, να βλέπουνε τα ψηλό τους δέντρο, το σύμπαν τους ολάκερο να καταρρέει σε μια στιγμή από ένα φασαριόζικο εργαλείο που βαστά ένας άνθρωπος. Και να μην καταλαβαίνουν ούτε το πως ούτε το γιατί. Μονάχα να τρομάζουν και να πεταρίζουν μακριά, για να ξανάρθουν σαν θα επέλθει ηρεμία, να περιεργαστούν την καταστροφή μήπως και καταλάβουν. Μα τι να καταλάβουν τα άμοιρα.
Ένιωσα κατόπιν σαν πουλί κι εγώ. Που τρομάζει καθώς βλέπει κι ακούει να έρχονται κάποιοι “άνθρωποι” με άλλες μέθοδες, άλλες ζωές, άλλες συνήθειες, άλλα υλικά κι άλλα εργαλεία και να ξυλεύουνε τη χώρα του, να την πετσοκόβουνε, να την σκάβουνε, να στήνουνε μηχανήματα, να κάνουνε, λένε, επενδύσεις, να του καταστρέφουνε τον βιότοπο στο όνομα της ανάπτυξης και της εθνικής ανάτασης κι εξόδου από την κρίση.
Καλά θα ήταν να ήμουνα πουλί και να μου ‘μενε μονάχα η τρομάρα. Να μου ‘μενε η έκπληξη, η απορία, να φτεροκοπούσα πιο μακριά για λίγο κι ύστερα, σαν θα φεύγανε οι καταστροφείς να πάνε για ξεκούραση, να ξαναρχόμουν κι ας έβλεπα με τα μεγάλα απορρημένα μάτια μου την ανείπωτη καταστροφή. Δεν θα κατανοούσα ούτε τους λόγους ούτε τα σημαίνοντα. Θα ακολουθούσα τη φύση μου, το ένστικτό μου και θα ‘βρισκα ένα άλλο ψηλό δέντρο, κάπου ξέμακρα να κάνω μια νέα φωλιά, θα ξεχνούσα πολύ γρήγορα διότι η ζωή δεν αστειεύεται, είναι σκληρή η ζωή και θέλει κότσια κι αντοχές, όχι μεμψιμοιρίες.
Μακάρι να ‘μουνα πουλί και να βλεπα από ψηλά τη ματαιότητα των ανθρώπων, την βλακεία τους να κόβουνε το κλαδί πάνω στο οποίο κάθονται νομίζοντας κιόλας πως έτσι, επειδή δουλεύουνε για να το κόψουν, δημιουργούν ανάπτυξη. Μακάρι να ‘μουνα πουλί αλλά δεν είμαι. Γι’ αυτό δεν μου μένουνε μονάχα τρομάρα κι απορία. Μα οργή και αγανάκτηση συνοδεύουν τις μέρες και τις νύχτες μου MANIER
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου