O Οσβάλντο Μπάγερ |
του Κώστα Αθανασίου
Η αστυνομική βία έχει πλέον ξεφύγει:
απρόκλητη, βάρβαρη, πάντα ατιμώρητη. Αναντικατάστατο στοιχείο της
μνημονιακής εποχής. Έτσι κι αλλιώς, έχουμε απέναντί μας έναν υπουργό
Δημόσιας Τάξης που, εκ μέρους της τρικομματικής κυβέρνησης, εφαρμόζει
μια πολιτική και μια ατζέντα που αλληλοτροφοδοτούνται με εκείνες της
Χρυσής Αυγής. Πάντως, όλο και πιο συχνά ακούει κανείς, μετά από τις
πνιγμένες βραδιές των δακρυγόνων στις οποίες συνήθως καταλήγουν οι
διαδηλώσεις, τη φράση «Ευτυχώς που δεν σκοτώθηκε κανένας άνθρωπος»....
Βέβαια, υπήρχαν και κάποιες
(μακρινές;) εποχές που αυτό το «ευτυχώς» δεν ίσχυε. Οι εποχές που, αντί
για δακρυγόνα, στην ημερήσια διάταξη ήταν οι σφαίρες. Αφορμή για να το
θυμηθούμε είναι η έκδοση στα ελληνικά ενός κλασικού έργου της
λατινοαμερικάνικης πολιτικής βιβλιογραφίας, της Εξέγερσης στην Παταγονία,
του Αργεντίνου –«αναρχικού και ειρηνιστή», όπως αυτοορίζεται–
ιστορικού, δημοσιογράφου, σεναριογράφου Οσβάλντο Μπάγερ (εκδ. Κουκκίδα,
εισαγωγή και μτφ. Νίκος Κοκκάλας).
Ο Μπάγερ ερεύνησε μια σκοτεινή ιστορία
δολοφονικής βίας κατά των απεργών εργατών, στις αρχές του αιώνα στην
Παταγονία, μια περιοχή που –και– τότε βρισκόταν πολύ μακριά από τον
κόσμο του Μπουένος Άιρες και της υπόλοιπης Αργεντινής. Το αποτέλεσμα της
έρευνας ήταν ένα μνημειώδες τετράτομο έργο για τους κοινωνικούς αγώνες
στην Παταγονία (εκδόθηκε μεταξύ 1972 και 1975· ο τέταρτος τόμος
πρωτοεκδόθηκε στη Γερμανία, όπου ζούσε ο Μπάγερ, εξόριστος από το
καθεστώς της Ισαβέλ Περόν), που κατόπιν συμπυκνώθηκε από τον ίδιο σε
έναν τόμο, ο οποίος είναι αυτός που μεταφράστηκε στα ελληνικά.
Το βιβλίο εξιστορεί την εποχή που στην
Παταγονία αναρχικοί και άλλοι συνδικαλιστές οργάνωναν τους πρώτους
αγώνες ενάντια στους μεγαλοτσιφλικάδες, αντιμετωπίζοντας μια βάρβαρη
καταστολή που κορυφώθηκε με τις σφαγές εκατοντάδων απεργών το 1921-22.
Αυτή την τραγική στιγμή τη συνοψίζει μέσα σε λίγες λέξεις ένας άλλος
συγγραφέας, Χιλιανός αυτή τη φορά, ο Λουίς Σεπούλβεδα, στο βιβλίο του Patagonia Express
(εκδ. Opera, μτφ. Αχ. Κυριακίδης): «Το 1921, στο υποστατικό Λα Ανίτα
ξεκίνησε η τελευταία μεγάλη εξέγερση των πεόν και τον Ινδιάνων. Με
αρχηγό έναν σπανιόλο αναρχικό, τον Αντόνιο Σότο, πάνω από 4.000 άτομα,
άνδρες και γυναίκες, κατέλαβαν το υποστατικό και το σταθμό του
Χαραμίγιο. Διεκδικώντας το δικαίωμα της αυτοδιαχείρισης, έζησαν για δυο
βδομάδες την ψευδαίσθηση ότι υπήρξαν η πρώτη Ελεύθερη Κομμούνα της
Παταγονίας, που ευφυώς τη βάφτισαν Σοβιέτ. […] Εκατοντάδες άνδρες
τουφεκίστηκαν δίπλα σε τάφους που είχαν ανοίξει πριν οι ίδιοι με τα
χέρια τους. Εκατοντάδες κάηκαν ζωντανοί, κι απλώθηκε στην πάμπα η
μυρωδιά απ’ τα απανθρακωμένα πτώματα. Εννέα και είκοσι οκτώ λεπτά. Μια
σφαίρα σταμάτησε το μηχανισμό του ρολογιού και οι δείκτες έμειναν εκεί.
“Το φτιάχνουν και το ξαναφτιάχνουν, μα όλο και κάποιοι το χαλάνε και το
σταματάνε στην ώρα που πρέπει να δείχνει”».
Ο Μπάγερ ζωντανεύει με την αφήγησή του το
ιστορικό πλαίσιο στο οποίο αναπτύχθηκαν αυτοί οι αγώνες που άφησαν για
πάντα βαριά κληρονομιά στην πολιτική ιστορία της Αργεντινής και της
Λατινικής Αμερικής, και όλα αυτά με γλώσσα και ύφος που μετατρέπουν την
ιστορία σε ένα ανάγνωσμα συναρπαστικό.
Σήμερα που κρατικοί και παρακρατικοί
μηχανισμοί προσπαθούν με συστηματικό τρόπο να σηκώνουν μπάρες και
διαχωριστικές ανάμεσα στους εργαζόμενους, ενώ και τμήματα της Αριστεράς
μοιάζουν ενίοτε ευάλωτα στη σύνδεση των μεταναστών με τις «αντοχές της
εθνικής οικονομίας», έχει ενδιαφέρον να ανακαλύπτει κανείς ότι στην
εξέγερση της Παταγονίας η πλειονότητα των εξεγερμένων εργατών ήταν
μετανάστες, που ηγήθηκαν και έπαιξαν καθοριστικό ρόλο σε εκείνους τους
αγώνες, ακυρώνοντας ταυτόχρονα και την ξενοφοβική επίθεση των αρχών
ενάντια στους «ξένους που παράσερναν» τους «αγνούς Αργεντινούς».
Ο Μπάγερ λέει πως αποφάσισε να ασχοληθεί
με το θέμα της εξεγερμένης Παταγονίας επειδή η μητέρα του και ο πατέρας
του τού έλεγαν διαφορετικές εκδοχές. Ο πατέρας του μιλούσε πάντα με
«οργή και θλίψη» για εκείνες τις απεργίες και τη συντριβή τους· ωστόσο η
μητέρα του, όταν ο πατέρας δεν ήταν παρών, συνήθιζε να σχολιάζει «δεν
ήταν τα πράγματα έτσι ακριβώς όπως τα διηγείται ο πατέρας σας». Το πάθος
του Μπάγερ για αναζήτηση αλλά και η πολιτική του άποψη τον έκαναν να
αφιερώσει περίπου δέκα χρόνια στην έρευνα. Έτσι κι αλλιώς, είναι ένας
άνθρωπος που με τη δουλειά και την πράξη του συχνά παρεμβαίνει άμεσα στα
πολιτικά τεκταινόμενα στη χώρα, πολλές φορές αμφισβητώντας πολιτικά
«αυτονόητα» και ευκολίες. Είναι γνωστός, για παράδειγμα, ο ενθουσιασμός
μεγάλου μέρους της αργεντίνικης (και όχι μόνο) Αριστεράς
–συμπεριλαμβανομένων των Μητέρων της Πλατείας Μαΐου– για τον εκλιπόντα
πρόεδρο Νέστορ Κίρτσνερ (κυρίως λόγω της δίωξης των δικτατόρων και της
εθνικοανεξαρτησιακής ρητορικής του), αλλά και για τη διάδοχο, την
Κριστίνα Φερνάντες. Πρόσφατα, όμως, ο Μπάγερ δεν δίστασε να έρθει σε
σύγκρουση και με τις Μητέρες, τολμώντας να πει το προφανές, ότι «όσο
υπάρχουν παραγκουπόλεις δεν υπάρχει δημοκρατία». Οι Μητέρες της Πλατείας
Μαΐου απάντησαν πολύ σκληρά, κατηγορώντας τον Μπάγερ ότι «δυσφημεί τις
Μητέρες και την αγαπημένη μας κυβέρνηση».
Για να επανέλθουμε, η μοίρα των
περισσότερων από τους πρωταγωνιστές των ηρωικών αγώνων της Παταγονίας
ήταν τραγική. Το σημάδι όμως εκείνης της εξέγερσης έχει μείνει ανεξίτηλο
σε όλη τη Λατινική Αμερική, την ήπειρο που σε έναν τοίχο της
πρωτογράφτηκε το σύνθημα «Οι μοναδικοί χαμένοι αγώνες είναι αυτοί που
δεν δίνονται». ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου