Του Νικόλαου Μόττα Τέτοια εποχή πριν από πέντε χρόνια, το 2007, η Γαλλία ζούσε σε ρυθμούς προεδρικών εκλογών. Ως μεταπτυχιακός φοιτητής στο Παρίσι και ταυτόχρονα συνεργάτης της εφημερίδας «Μακεδονία» είχα παρακολουθήσει στενά τις πολιτικές διεργασίες της προεκλογικής περιόδους και τη μάχη μεταξύ του Νικολά Σαρκοζί και της Σεγκολέν Ρουαγιάλ για την προεδρία. Ήταν μια περίοδος που η γαλλική κοινωνία άρχισε να νιώθει, με ολοένα και αυξανόμενο βαθμό, τις αρνητικές επιπτώσεις της εμφανιζόμενης διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης. Μιας κρίσης που συνδιάζονταν με το νεοφιλελεύθερο μοντέλο πολιτικής διαχείρησης που οι προηγούμενες κυβερνήσεις (των Σιράκ-Ζοσπέν) είχαν εφαρμόσει στη χώρα στο πλαίσιο του ενδο-ευρωπαϊκού ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού με τη Γερμανία και τη Βρετανία....
Θυμάμαι ότι, λίγες ημέρες πριν τις εκλογές, σε σχετική μου ανταπόκριση από τη Γαλλία σημείωνα την έλλειψη ρεαλιστικής πρότασης εξουσίας από την υποψήφια των Σοσιαλιστών Σεγκολέν Ρουαγιάλ. Αυτό σε αντίθεση με έναν επιθετικό και λαϊκιστή Σαρκοζί ο οποίος φορώντας τη μάσκα του νέου «σωτήρα» είχε καταφέρει να πλασάρει τον εαυτό του ως τον άμεμπτο πολιτικό που μιλούσε στο θυμικό του μέσου γάλλου πολίτη υποσχόμενος, μεταξύ άλλων, οικονομική ευημέρια, ανάπτυξη, μείωση της ανεργίας και ασφάλεια στις μεγάλες πόλεις.
Ο Σαρκοζί τελικά εκλέχθηκε 23ος πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας επικρατώντας με άνεση επί της Ρουαγιάλ. Σχεδόν πέντε χρόνια μετά η ανεργία στη χώρα έφτανε σε ιστορικό υψηλό δωδεκαετίας (9.3% τον περασμένο Δεκέμβρη). Σήμερα ο ίδιος καλείται να υπερασπιστεί την θέση του ενάντια σε διαφορετικούς πολιτικούς αντιπάλους και υπό δυσμενέστερες πολιτικές συνθήκες. Η κρίση στην Ε.Ε. δεν θα μπορούσε να αφήσει τη Γαλλία απ' έξω. Ο γαλλικός καπιταλισμός (το γαλλικό κεφάλαιο δηλαδή) περνάει φάση ύφεσης, ασφαλώς μεγαλύτερη από την αντίστοιχη του 2007. Η μείωση του τζίρου των βιομηχανιών και των εμπορικών συναλλαγών έχει οδηγήσει σε εμπορικό έλλειμα που αγγίζει τα 75 δισεκατομμύρια ευρώ. Η ανεργία παρουσιάζει αύξηση ενώ υπολογίζεται ότι περίπου 10 εκατομμύρια γάλλων ζουν στο όριο της φτώχειας. Ταυτόχρονα είναι σαφές ότι η πενταετία της διακυβέρνησης Σαρκοζί "έδεσε" για τα καλά το Παρίσι στο άρμα του γερμανικού οικονομικού ιμπεριαλισμού, στηρίζοντας ασφυκτικά δημοσιονομικά μέτρα για τον ευρωπαϊκό νότο (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία) αλλά και εφαρμόζοντας σκληρή νεοφιλελεύθερη πολιτική εντός της Γαλλίας. Σε αυτό το πλαίσιο - της διαχείρησης μιας νεοφιλελεύθερης οικονομίας που βυθίζεται σε ύφεση - λαμβάνουν χώρα οι φετινές προεδρικές εκλογές.
Έχοντας επιδοθεί σε ένα μαραθώνιο συνθηματολογίας και υποσχέσεων ο υποψήφιος των Σοσιαλιστών Φρανσουά Ολάντ απειλεί σοβαρά τον «φθαρμένο» πλέον Σαρκοζί. Η ουσία όμως βρίσκεται στο γεγονός ότι, πέραν των ρητορικών ακροβατισμών, στο πρόγραμμα του Ολάντ δεν βρίσκεται καμιά πραγματικά ριζοσπαστική πρόταση για την υπέρβαση της κρίσης. Οι υποσχέσεις περί «φορολόγησης των μεγάλων περιουσιών» και «επαναδιαπραγμάτευσης του ευρωπαϊκού συμφώνου σταθερότητας» αποτελούν μάλλον προεκλογικά πυροτεχνήματα καθώς επιχειρούν να διαχειριστούν ένα ήδη αποτυχημένο καπιταλιστικό μοντέλο. Ούτε ρήξη με το γαλλικό κεφάλαιο επιχειρούν, ούτε αμφισβητούν τις οικονομικές κατευθυντήριες γραμμές που ορίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Βερολίνο. Αυτό που λέει ουσιαστικά ο Ολάντ στους γάλλους που θα προσέλθουν στις κάλπες είναι το εξής: «Ψηφίστε με για να διαχειριστώ την αποτυχία του Σαρκοζί». Κάτι που, μάλλον, ηχεί θετικά στα αυτιά πολλών απογοητευμένων γάλλων της κυρίαρχης αστικής τάξης.
Ο παράγοντας Μελανσόν
Μοναδική ριζοσπαστική δύναμη στην πολιτική μονοτονία των γαλλικών προεδρικών εκλογών αποτελεί η υποψηφιότητα του Ζαν-Λυκ Μελανσόν. Οι εντυπωσιακές προεκλογικές συγκεντρώσεις του «Αριστερού Μετώπου» και τα ποσοστά (10% με 14% που οι τελευταίες δημοσκοπήσεις του δίνουν αποτελούν απόδειξη ότι καταφέρνει να συσπειρώσει γύρω του μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης και των χαμηλών κοινωνικών στρωμμάτων. Θα μπορούσε να πει κανένας ότι πρόκειται για μια αναβίωση του άλλοτε κραταιού γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (το οποίο είναι η βάση του «Αριστερού Μετώπου») έπειτα από χρόνια απαξίωσης, ιδεολογικών παλινωδιών και εξαιρετικά χαμηλών ποσοστών. Ο τροτσκιστής Μελανσόν, πρώην υπουργός στην κυβέρνηση Ζοσπέν και μέχρι προσφάτως ευρωβουλευτής, δεν είναι η εξόχως χαρισματική πολιτική προσωπικότητα που θα συνεπάρει τις μάζες. Δείχνει να είναι όμως η μοναδική προοδευτική και ριζοσπαστική λύση σε ένα περιβάλλον νεοφιλελεύθερης λαίλαπας που απειλεί μισθωτούς, εργαζομένους, νεολαία και συνταξιούχους στη χώρα. Παρά τις προφανείς αδυναμίες του προγράμματος του «Αριστερού Μετώπου», ο Μελανσόν υπήρξε ο μοναδικός εκ των βασικών υποψηφίων για την προεδρία που μίλησε ανοιχτά περί της πραγματικής αιτίας της οικονομικής κρίσης - της δομής του καπιταλιστικού συστήματος καθεαυτού. Σε αντίθεση με τους Σαρκοζί και Ολάντ, ο Μελανσόν έχει προβάλλει την κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη έναντι της αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής, την ευημερία των πολλών έναντι της κερδοφορίας των τραπεζών και του κεφαλαίου. Η ευρεία στήριξη που λαμβάνει από εργατικά συνδικάτα και αντικαπιταλιστικές οργανώσεις αποδεικνύει του λόγου το αληθές.
Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται στις γαλλικές προεδρικές εκλογές είναι παρόμοιο με τις εκλογές στη χώρα μας: Διαχείρηση ή Ανατροπή; Οι γάλλοι καλούνται να αποφασίσουν έχοντας τρείς διακριτές επιλογές. Τους διαχειριστές ενός χρεωκοπημένου συστήματος (Ολάντ, Σαρκοζί), το μαύρο μέτωπο της ρατσιστικής ακροδεξιάς (Λεπέν) και την αναγεννημένη αριστερά του "Front de Gauche". «Όταν δεν υπάρχει πλέον ελευθερία, η εξέγερση των πολιτών γίνεται ιερό καθήκον της Δημοκρατίας» δήλωνε πριν λίγες ημέρες κατά την πολυπληθή συγκέντρωση της Βαστίλλης ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν.
Ανεξαρτήτως του αποτελέσματος που θα βγάλουν οι κάλπες στη Γαλλία γίνεται σαφές ότι ο Μελανσόν και το «Αριστερό Μέτωπο» θα παίξουν ρόλο ρυθμιστή. Όχι μόνο στο πλαίσιο του δεύτερου γύρου όπου θα κονταροχτυπηθούν Σαρκοζί και Ολάντ αλλά και μετεκλογικά στην ίδια την κοινωνία. Εκεί δηλαδή όπου παίζεται το πραγματικό παιχνίδι για την ανατροπή των συσχετισμών.
*Ο Νικόλαος Μόττας είναι υποψήφιος διδάκτωρ (PhD) Πολιτικής Ιστορίας και Εξωτερικής Πολιτικής. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το Γενάρη του 1984, σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Westminster του Λονδίνου και κατέχει μεταπτυχιακούς τίτλους στις Διπλωματικές Σπουδές (Διπλωματική Ακαδημία Λονδίνου) και στις διπλωματικές διαπραγματεύσεις (Πανεπιστήμιο Τελ Αβιβ). Υπήρξε επί τριετία τακτικός συνεργάτης των εφημερίδων «Μακεδονία» και «Θεσσαλονίκη» αρθρογραφώντας γιά διεθνή γεγονότα, ενώ κείμενα του περί ελληνικής, ευρωπαϊκης και διεθνούς πολιτικής έχουν δημοσιευθεί και σε αγγλόφωνες πηγές. Είναι ίδρυτής και διαχειριστής του ελληνικού αρχείου Τσε Γκεβάρα, www.guevaristas.net.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου