Του Βασίλη Δημητριάδη «Χρόνος χαμένος» σκέφτεται, «άδικος κόπος…»
Δεν νιώθει κακία, ούτε κάτι άλλο. Για την ακρίβεια δεν νιώθει τίποτα. Μια μαύρη τρύπα του έχει ρουφήξει τα πάντα. Στη θέση των αισθημάτων ένα κενό, που όσοι δεν το καταλαβαίνουν το περνούν για πληγή.
Μακάρι να ήταν πληγή, θα ήξερε πώς να την επουλώσει. Το κενό όμως; Αυτό δεν επουλώνεται, δεν έχει μέθοδο γιατρειάς γιατί απλά δεν είναι πληγή.
Έχει φτάσει στο σημείο να μην τα βάζει ούτε με τον εαυτό του που επέλεξε πάλι να χάσει το χρόνο του καθαρίζοντας μυαλά, διορθώνοντας τσακισμένες ψυχικές μορφές, που έχουν χάσει το χαρακτήρα τους, ερμαφρόδιτες υπάρξεις, οι οποίες ζουν μονάχα για να ζουν, μέχρι να περάσει ο χρόνος τους και μαζί με το δικό τους κι ο δικός του......
Βήματα ασταθή, μεθυσμένα, μαστουρωμένα, χαμένα μέσα στη ζάλη της παράνοιας, της αβεβαιότητας, της ασάφειας των στόχων της ζωής.
Βήματα που καταλήγουν πάντα σ’ ένα γκρεμό ή ένα βήμα πριν από αυτόν. Τσακισμένες προσωπικότητες που αναζητούν ένα χέρι να της τραβήξει μια γραμμή πριν από την τρέλα, πριν το βάραθρο της απόγνωσης και μετά το χτυπούν.
Τους αρέσει να βηματίζουν λίγο πριν το τέλος. Δεν θέλουν να τιμωρήσουν τον εαυτό τους αλλά όσους ενδιαφερθούν γι’ αυτούς, να τους τρομάζουν συνέχεια, να τους κάνουν να δείχνουν προσοχή με την δήθεν απερισκεψία τους. Σαν αυτούς που κάνουν απόπειρα αυτοκτονίας και καλούν ένα φίλο που θα έρθει να τους σώσει λίγο πριν το τέλος.
Γιατί δεν το θέλουν το τέλος, μα δεν θέλουν ούτε αυτούς που τους σώζουν. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρουν τι θέλουν ή μάλλον ξέρουν…
Θέλουν να τους τραβήξουν όλους μέσα στο δυστυχισμένο κόσμο τους, εκεί που νιώθουν ασφαλείς και να ρουφούν ενέργεια και δύναμη μέχρι να τους εξαντλήσουν.
Να κάνουν ένα βήμα προς τον γκρεμό όταν ο άλλος έχει εφησυχάσει για να τον ταράξουν, να τον πληγώσουν.
Μόνο έτσι νιώθουν σημαντικοί.
Μόνο έτσι μπορούν να την βγάλουν άλλη μια μέρα, νομίζοντας ότι είναι κάποιοι.
Μόνο έτσι ξέρουν να ζουν.
Αποτραβηγμένοι από την πραγματικότητα, κυλούν εκούσια πάνω σε κοφτερές πέτρες μέσα τους για να νιώσουν σημαντικοί και υπαρκτοί.
Χαράζουν το είναι τους με νοητά ξυράφια, ώστε να τιμωρηθούν για τις λάθος επιλογές τους.
Σχίζουν την καρδιά τους με ένα κοφτερό τσιγκέλι και την κρεμούν ψηλά για να την βλέπουν αλλά δεν τους φτάνει μόνο η δική τους καρδιά, θέλουν κι άλλες, κι άλλες, κι άλλες, αν είναι δυνατόν κάθε καρδιά που υπάρχει ή θα γεννηθεί, ακόμα και μετά την οριστική παύση τους.
Ζουν στη κόλαση τους και τους αρέσει. Κατά διαστήματα κοιτούν από ένα μικρό παραθυράκι και φωνάζουν οδυρόμενοι περαστικούς, από το κελί τους, τους λένε ότι υποφέρουν κι αυτοί ακούν την ιστορία τους, σπαράζει η καρδιά τους και απλώνουν το χέρι για να πιάσουν το δικό τους, χωρίς να ξέρουν ότι αυτό το χέρι δεν ζητά να βγει έξω, να απελευθερωθεί αλλά να τους τραβήξει μέσα, να τους αιχμαλωτίσει.
Γιατί στο βασανιστικό κελί είναι όλος ο κόσμος τους. Νιώθουν ασφάλεια βουτηγμένοι στην καυτή πίσσα που τους καίει τα σωθικά αλλά μόνοι…
Χαμένος χρόνος, άδικα σπαταλημένος από όποιον απλώνει χέρι σωτηρίας.
Χέρι γεμάτο σημάδια πια από ερμαφρόδιτες υπάρξεις, μαύρες τρύπες που ρουφούν τα πάντα στο σκοτάδι τους, πνεύμα, διάθεση, αισθήματα, συναισθήματα, τα πάντα...
Κι έτσι μαθαίνει να προσπερνά, να μην λυπάται ανασφαλή χέρια βγαλμένα από κάγκελα, φωνές απόγνωσης, κατακερματισμένες σκέψεις…
Γιατί, πιο κάτω στο δρόμο του, ίσως υπάρξει κάποιος που πραγματικά τον έχει ανάγκη.
Τότε, το χέρι του πρέπει να είναι ακέραιο και δυνατό για να τον σύρει έξω, μαζί του, στον καθαρό αέρα και να του δώσει την ψυχή του, αρτιμελή και όχι ακρωτηριασμένη από ξένους δαίμονες και φόβους…
Δεν νιώθει κακία, ούτε κάτι άλλο. Για την ακρίβεια δεν νιώθει τίποτα. Μια μαύρη τρύπα του έχει ρουφήξει τα πάντα. Στη θέση των αισθημάτων ένα κενό, που όσοι δεν το καταλαβαίνουν το περνούν για πληγή.
Μακάρι να ήταν πληγή, θα ήξερε πώς να την επουλώσει. Το κενό όμως; Αυτό δεν επουλώνεται, δεν έχει μέθοδο γιατρειάς γιατί απλά δεν είναι πληγή.
Έχει φτάσει στο σημείο να μην τα βάζει ούτε με τον εαυτό του που επέλεξε πάλι να χάσει το χρόνο του καθαρίζοντας μυαλά, διορθώνοντας τσακισμένες ψυχικές μορφές, που έχουν χάσει το χαρακτήρα τους, ερμαφρόδιτες υπάρξεις, οι οποίες ζουν μονάχα για να ζουν, μέχρι να περάσει ο χρόνος τους και μαζί με το δικό τους κι ο δικός του......
Βήματα ασταθή, μεθυσμένα, μαστουρωμένα, χαμένα μέσα στη ζάλη της παράνοιας, της αβεβαιότητας, της ασάφειας των στόχων της ζωής.
Βήματα που καταλήγουν πάντα σ’ ένα γκρεμό ή ένα βήμα πριν από αυτόν. Τσακισμένες προσωπικότητες που αναζητούν ένα χέρι να της τραβήξει μια γραμμή πριν από την τρέλα, πριν το βάραθρο της απόγνωσης και μετά το χτυπούν.
Τους αρέσει να βηματίζουν λίγο πριν το τέλος. Δεν θέλουν να τιμωρήσουν τον εαυτό τους αλλά όσους ενδιαφερθούν γι’ αυτούς, να τους τρομάζουν συνέχεια, να τους κάνουν να δείχνουν προσοχή με την δήθεν απερισκεψία τους. Σαν αυτούς που κάνουν απόπειρα αυτοκτονίας και καλούν ένα φίλο που θα έρθει να τους σώσει λίγο πριν το τέλος.
Γιατί δεν το θέλουν το τέλος, μα δεν θέλουν ούτε αυτούς που τους σώζουν. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρουν τι θέλουν ή μάλλον ξέρουν…
Θέλουν να τους τραβήξουν όλους μέσα στο δυστυχισμένο κόσμο τους, εκεί που νιώθουν ασφαλείς και να ρουφούν ενέργεια και δύναμη μέχρι να τους εξαντλήσουν.
Να κάνουν ένα βήμα προς τον γκρεμό όταν ο άλλος έχει εφησυχάσει για να τον ταράξουν, να τον πληγώσουν.
Μόνο έτσι νιώθουν σημαντικοί.
Μόνο έτσι μπορούν να την βγάλουν άλλη μια μέρα, νομίζοντας ότι είναι κάποιοι.
Μόνο έτσι ξέρουν να ζουν.
Αποτραβηγμένοι από την πραγματικότητα, κυλούν εκούσια πάνω σε κοφτερές πέτρες μέσα τους για να νιώσουν σημαντικοί και υπαρκτοί.
Χαράζουν το είναι τους με νοητά ξυράφια, ώστε να τιμωρηθούν για τις λάθος επιλογές τους.
Σχίζουν την καρδιά τους με ένα κοφτερό τσιγκέλι και την κρεμούν ψηλά για να την βλέπουν αλλά δεν τους φτάνει μόνο η δική τους καρδιά, θέλουν κι άλλες, κι άλλες, κι άλλες, αν είναι δυνατόν κάθε καρδιά που υπάρχει ή θα γεννηθεί, ακόμα και μετά την οριστική παύση τους.
Ζουν στη κόλαση τους και τους αρέσει. Κατά διαστήματα κοιτούν από ένα μικρό παραθυράκι και φωνάζουν οδυρόμενοι περαστικούς, από το κελί τους, τους λένε ότι υποφέρουν κι αυτοί ακούν την ιστορία τους, σπαράζει η καρδιά τους και απλώνουν το χέρι για να πιάσουν το δικό τους, χωρίς να ξέρουν ότι αυτό το χέρι δεν ζητά να βγει έξω, να απελευθερωθεί αλλά να τους τραβήξει μέσα, να τους αιχμαλωτίσει.
Γιατί στο βασανιστικό κελί είναι όλος ο κόσμος τους. Νιώθουν ασφάλεια βουτηγμένοι στην καυτή πίσσα που τους καίει τα σωθικά αλλά μόνοι…
Χαμένος χρόνος, άδικα σπαταλημένος από όποιον απλώνει χέρι σωτηρίας.
Χέρι γεμάτο σημάδια πια από ερμαφρόδιτες υπάρξεις, μαύρες τρύπες που ρουφούν τα πάντα στο σκοτάδι τους, πνεύμα, διάθεση, αισθήματα, συναισθήματα, τα πάντα...
Κι έτσι μαθαίνει να προσπερνά, να μην λυπάται ανασφαλή χέρια βγαλμένα από κάγκελα, φωνές απόγνωσης, κατακερματισμένες σκέψεις…
Γιατί, πιο κάτω στο δρόμο του, ίσως υπάρξει κάποιος που πραγματικά τον έχει ανάγκη.
Τότε, το χέρι του πρέπει να είναι ακέραιο και δυνατό για να τον σύρει έξω, μαζί του, στον καθαρό αέρα και να του δώσει την ψυχή του, αρτιμελή και όχι ακρωτηριασμένη από ξένους δαίμονες και φόβους…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου