Βασίλης Πης
Τη χώρα μου με ήλιο θα υπερασπιστώ
Το ποίημα πρέπει να το περιμένεις να φουσκώσει μέχρι το πρωί, σαν το ψωμί.
Εδώ αγάλματα ξεβράστηκαν χωρίς μορφή
Μπράτσα γυμνά και σώματα από γάλα
Τα καΐκια με πάνε μακριά, εκεί που ποθεί η ψυχή μου Και στα δίχτυα τους – σ’ ορκίζομαι στη μάνα μου - Χρόνια πάνε τώρα που ψαρεύουνε τη γλώσσα μου
Μπράτσα γυμνά και σώματα από γάλα
Τα καΐκια με πάνε μακριά, εκεί που ποθεί η ψυχή μου Και στα δίχτυα τους – σ’ ορκίζομαι στη μάνα μου - Χρόνια πάνε τώρα που ψαρεύουνε τη γλώσσα μου
Τη χώρα μου με ήλιο θα υπερασπιστώ
Καθώς κατέβαινα ένα πρωί στο λιμάνι...
Αλιευτικά σκάφη, ταχύπλοα και θαλαμηγοί Λικνίζονταν από τον ξαφνικό άνεμο, σήμερα Θα μεταφέρω αλεύρι, λάδι, ρύζι, ζάχαρη Και αντιασφυξιογόνες μάσκες, ο εμφύλιος Είναι έξω, από τα τείχη των τσακισμένων ανθρώπων
Τη χώρα μου με ήλιο θα υπερασπιστώ
Από τις πολεμίστρες μέσα του μεσαιωνικού κάστρου Μ’ εκείνα τα ψαροκάικα στο μάτι του απογεύματος Να διασχίζουνε το νερό πάνω σε άδεια μπουκάλια Που λαμπυρίζουνε στον ήλιο και στο βάθος Ν’ αχνίζει από το φως ο Κεραμικός κόλπος Μ’ εκείνα τ’ αερόστατα των τουριστών που αιωρούνται ακόμα Ως αργά πάνω απ’ τη θάλασσα στη σκόνη του βασιλέματος Μ’ εκείνα τα πρώτα κύματα των τουριστών, με τα Ξεφλουδισμένα σώματα από τα εγκαύματα του ήλιου
Τη χώρα μου με ήλιο θα υπερασπιστώ
Μ’ εκείνο το ‘‘άγαλμα’’ των Προσωκρατικών Που, σαν φυλακτό ακόμα στη βιβλιοθήκη το φυλάω Με παππούδες πιστικούς, ορεσίβιους, στο σβέρκο τους Συνήθιζαν πριν το χορό να βάζουνε πετσέτα Μ’ εκείνα τα καλοκαίρια της ευτυχίας Που τα υποδέχονται φθινόπωρα λαμπρά
Τη χώρα μου με ήλιο θα υπερασπιστώ
Μ’ εκείνα τα καλοκαίρια με τα χίλια πρόσωπα Που πετάνε τα ρούχα τους πριν μπούνε στη θάλασσα Τον ξάστερο ουρανό σαν αστεροσκοπείο Μ’ εκείνη τη ζέστη που στεγνώνει το σάλιο Και τα πεύκα ξυπνούν μονάχα με την κραυγή του τρυγονιού Και τη ριπή ανέμου που στο μέλλον θα συμβεί
Τη χώρα μου με ήλιο θα υπερασπιστώ
Μ’ εκείνες τις πετσέτες φωτός που μυρίζουν Αρώματα και αντηλιακά και απλώνονται στην άμμο Και στα ξύλινα παγκάκια του Δήμου στο λιμάνι Μ’ εκείνα τα συνεσταλμένα πρόσωπα των γέρων, όλο ζάρα – υπό του γήρατος προκαλουμένη-, καθώς παίζουν τάβλι Στην άκρη της θάλασσας και λένε ιστορίες Παρακολουθώντας τους γλάρους καθώς σκύβουνε Ν’ αρπάξουνε την λεία τους για τον μικρόκοσμό τους
Τη χώρα μου με ήλιο θα υπερασπιστώ
Μ’ εκείνα τα χρόνια που μόνο στη μνήμη αναπληρώνονται Καρφωμένα με ξυλοκάρφια και πιρτσίνια Μ’ εκείνες τις προηγούμενες Τροχιές της Γης γύρω από τον Ήλιο Καθώς σβήνουν βγάζουν τις τελευταίες αναλαμπές Ενώ οι επόμενες φάνηκαν επιτέλους, φωτεινές, όλο Σφρίγος, ζωηράδα και ευδαιμονία ν Μ’ εκείνες τις άγκυρες κουβέντες που δένουνε τη γλώσσα μου Στα ιστία των καραβιών και ακόμα ταξιδεύουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου