Tης Καίτης Βασιλάκου Σε μια σφυγμομέτρηση που έγινε στη Γαλλία τον περασμένο Οκτώβριο, η συντριπτική πλειοψηφία, το 94% των ερωτηθέντων, δήλωσε ότι είναι υπέρ ενός νόμου για την ευθανασία σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως πχ σε μια ανίατη ασθένεια. Το αντίστοιχο ποσοστό το 2001 ήταν 88%. Η αποδοχή της ιδέας της ευθανασίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη θρησκεία. Το 97% των ατόμων που δεν θρησκεύονται, δήλωσε θετικό σε ένα τέτοιο νόμο σε αντίθεση με το 82% των ενεργών καθολικών και το 52% των μουσουλμάνων.
Αν όμως οι ερωτηθέντες είναι ευνοϊκοί προς μια τέτοια δυνατότητα, όμως επιθυμούν να είναι αυστηρά καθορισμένη. Το 58% θα ήθελε να είναι δυνατή η ευθανασία σε ορισμένες περιπτώσεις και το 36% είπε ότι πρέπει να εφαρμόζεται σε όλους όσους πάσχουν από ασθένειες βασανιστικές και ανίατες.....
Πρόκειται ασφαλώς για ένα εξαιρετικά λεπτό θέμα που προκαλεί πολλές αντιδράσεις στον κόσμο, αλλά έχει και πολλούς υποστηρικτές.
Φόνος από αγάπη; Αυτή η πρόταση φαίνεται να αυτοαναιρείται, καθώς ο φόνος είναι εξ ορισμού βαρύτατη πράξη που δεν προϋποθέτει την αγάπη αλλά το αντίθετό της και από την άλλη η αγάπη ακυρώνει κάθε διάθεση να αφαιρέσουμε τη ζωή εκείνου που αγαπάμε.
Ωστόσο πολλοί από μας που έχουμε ζήσει το θάνατο αγαπημένου μας προσώπου, αφού πρώτα το είδαμε να τυραννιέται για μήνες, καταδικασμένο να προχωρεί προς το σίγουρο θάνατο αργά και επώδυνα, έχουμε πει «Ας τον πάρει επιτέλους ο Θεός, να ξεκουραστεί». Κι αν δεν το έχουμε πει εμείς, έχουμε σίγουρα ακούσει κάποιους άλλους να το λένε.
Όμως δεν διανοούμαστε να αποφασίσουμε εμείς για το τέλος του. Η πράξη αυτή που θα είναι οριστική και αμετάκλητη, που θα οδηγήσει το αγαπημένο μας πρόσωπο στην έξοδο από τη ζωή και στο ενδεχόμενο Τίποτα, είναι μια πράξη πάνω από τις δυνάμεις μας.
Δεν θα ήθελα εδώ να ασχοληθώ με τις θέσεις της θρησκείας που αποθαρρύνουν κάθε καλό πιστό να ενεργήσει αντίθετα προς ό,τι έχει διδαχθεί από την Εκκλησία του. Σε μια τέτοια περίπτωση κάθε επιχειρηματολογία θα πέσει στο κενό, εφόσον ο πιστός αποδέχεται ότι το δικαίωμα της ζωής και του θανάτου το έχει μόνο ο δημιουργός της ζωής και του θανάτου.
Και σε μια τέτοια όμως περίπτωση τα πράγματα δεν είναι και πολύ ξεκαθαρισμένα. Παραδείγματος χάριν πολλοί που πιστεύουν στο Θεό, συμβαίνει να πιστεύουν και στη θανατική ποινή. Δεν ξέρω πώς μπορούν να συνδυάζουν στο μυαλό τους αυτές τις δυο αντίθετες αντιλήψεις, υποθέτω πάντως ότι θα έχουν τα επιχειρήματά τους που θα είναι βέβαια μια διαστρέβλωση της αρχικής τους θέσης.
Στην τρέχουσα καθημερινότητά μας πάλι οι άνθρωποι φαίνεται ότι έχουμε το δικαίωμα να δίνουμε ζωή κατά βούληση. Αποφασίζουμε να κάνουμε παιδιά ή να μην κάνουμε. Αποφασίζουμε επίσης πόσα παιδιά θέλουμε να κάνουμε. Μπορεί να μην το συνειδητοποιούμε, όμως στο θέμα αυτό δεν αφήνουμε τα πάντα στο Θεό. Στην καλύτερη περίπτωση συνεργαζόμαστε μαζί του, δηλαδή γινόμαστε κι εμείς συνδημιουργοί ζωής.
Το πράγμα δυσκολεύει, όταν τίθεται θέμα άμβλωσης. Εδώ, αν και η ζωή βρίσκεται στο στάδιο της εκκίνησης και είναι ακόμα αδιαμόρφωτη, κάποιοι εναντιώνονται στη ματαίωσή της, επειδή η αφαίρεση του γονιμοποιημένου ωαρίου ισοδυναμεί στη σκέψη τους με αφαίρεση ζωής, δηλαδή με φόνο. Κάποιοι άλλοι δεν το βλέπουν έτσι και προχωρούν στην άμβλωση με τη σκέψη ότι απλώς αφαιρούν τη δυνατότητα της ζωής να υπάρξει. Στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται για αφαίρεση ζωής αλλά για αφαίρεση δυνατότητας της ζωής. Αλλά δεν είναι το θέμα αυτό στις προθέσεις του παρόντος άρθρου.
Ο φόνος ως ιδέα είναι απεχθής στους φυσιολογικούς ανθρώπους. Μολονότι φόνοι διαπράττονται καθημερινά παντού στον κόσμο, κανείς ομαλός άνθρωπος δεν μπορεί να τους ανεχθεί. Αν δηλαδή είμαστε ανεκτικοί και αδιάφοροι στο θέμα της δημιουργίας ανθρώπινης ζωής, από την άλλη είμαστε κάθετα αρνητικοί στο θέμα της αφαίρεσής της.
Υπάρχει μεγάλη ηθική διαφορά ανάμεσα στο να δημιουργεί κανείς ζωή και στο να την αφαιρεί. Αν αποφασίσουμε δηλαδή να μη φέρουμε στον κόσμο έναν άνθρωπο, αυτό δεν αλλάζει τη ροή του κόσμου. Επιτρέπουμε στην ανυπαρξία να κρατήσει μέσα της τον υποθετικό άνθρωπο. Δεν τον έχουμε γνωρίσει, δεν ξέρουμε πώς θα εξελισσόταν, αν ερχόταν στον κόσμο, δεν μπορούμε να έχουμε άποψη. Μιλάμε για κάτι υποθετικό και μη πραγματικό. Είναι επομένως ανώδυνο.
Αν όμως διακόψουμε τη ζωή αφαιρώντας την από έναν άνθρωπο, αυτό είναι βαρύ και επώδυνο όχι μόνο για κείνον, αλλά και για μας που κάναμε αυτήν την αμετάκλητη πράξη και για τους δικούς του και για το κοινωνικό σύνολο. Διότι στείλαμε στην ανυπαρξία μια ζωή που εξελισσόταν. Και αυτό δεν συγχωρείται, επειδή δεν διορθώνεται.
Πέρα από τις θρησκευτικές αντιλήψεις, πέρα από την αίσθηση δικαίου, πέρα από τον πόνο των οικείων και την κοινωνική ανωμαλία που προκύπτει από ένα φόνο, η αφαίρεση ζωής είναι μια πράξη που παραβιάζει το αόρατο φράγμα που έχει θέσει η φύση στα πλάσματά της: «Δεν σκοτώνουμε άτομα του είδους μας». Από αυτή την αόρατη εντολή προκύπτουν όλα τα υπόλοιπα, οι ηθικές και θρησκευτικές απαγορεύσεις, οι σχετικοί νόμοι του κράτους, η κοινωνία που συμφωνεί μαζικά και η ατομική μας άρνηση να διαπράξουμε φόνο. Είναι το ίδιο αόρατο φυσικό φράγμα που μας κρατά μακριά από την αυτοχειρία, ακόμα κι όταν η ζωή μας έχει καταστραφεί ανεπανόρθωτα.
Το ότι ο άνθρωπος παρ’ όλα αυτά παραβιάζει το αόρατο φυσικό φράγμα, σκοτώνει άτομα του είδους του και αυτοχειριάζεται, είναι ένα άλλο μεγάλο θέμα που χρειάζεται ειδική ανάλυση και που και αυτό υπερβαίνει τους σκοπούς του παρόντος άρθρου.
Όταν λοιπόν στέκεται κανείς μπροστά σ’ αυτόν που αγαπά και που κείτεται στο κρεβάτι του θανάτου και τον βλέπει να πεθαίνει αργά και βασανιστικά και γνωρίζει ότι ούτε ένα θαύμα δεν πρόκειται να τον σώσει, τότε δοκιμάζεται από βαθιά υπαρξιακά διλήμματα. Ξέρει πως αυτός που αγαπά δεν έχει καμιά ελπίδα. Έχει σταματήσει από καιρό να προσεύχεται για την ίασή του και τώρα οι προσευχές του είναι να συντομευθεί το μαρτύριο και να έλθει το τέλος όσο πιο γρήγορα γίνεται.
Και αυτός που περιμένει να πεθάνει, το ξέρει επίσης. Ξέρει πως ο χρόνος που του απομένει θα είναι γεμάτος πόνο και οδύνη. Πως η ζωή δεν είναι πια γι αυτόν ό,τι είναι για τους άλλους, αλλά πηγή μαρτυρίου χωρίς νόημα. Γι αυτό πολλές φορές συμβαίνει να παρακαλά να τον βοηθήσουν όσοι τον παραστέκουν, για να τελειώσει τη ζωή του χωρίς άλλη τυραννία. Με άλλα λόγια τούς ζητά να του κάνουν ευθανασία.
Όσοι είναι γύρω του, περνούν το δικό τους Γολγοθά. Αγαπούν κι επειδή αγαπούν, ζητούν από το Αόρατο να δώσει ένα τέλος σ’ αυτό το χωρίς νόημα βασανιστήριο του αγαπημένου τους ανθρώπου. Οι εκκλήσεις του για ευθανασία είναι το δικό τους αβάσταχτο ψυχικό μαρτύριο.
Μπορούν να κάνουν κάτι τέτοιο; Πρέπει να κάνουν κάτι τέτοιο; Είναι δυνατόν να απλώσουν ποτέ το χέρι και να αφαιρέσουν τη ζωή από τον αγαπημένο τους; Και πόσο καιρό άραγε μπορούν να περιμένουν το Αόρατο μέχρι να αποφασίσει;
Οι γιατροί σηκώνουν τους ώμους. Λένε πως δεν μπορούν να προσδιορίσουν πόσος χρόνος απομένει. Ίσως λίγες μέρες, ίσως λίγοι μήνες--, μερικές φορές ακόμα και χρόνια. Αυτοί που αγαπούν, απελπίζονται. Ο καιρός περνά, ο λυτρωτικός θάνατος δεν λέει να έρθει. Ο άνθρωπός τους μέρα νύχτα βογκά από τους πόνους και τους παρακαλεί να τον ξεκουράσουν. Κι εκείνοι πάνω από το κρεβάτι του νιώθουν σαν βασανιστές αναίσθητοι στις επικλήσεις του.
Στην πραγματικότητα οι άνθρωποι αυτοί στέκονται μπροστά στο αόρατο φυσικό φράγμα. Δεν είναι η θρησκεία ούτε ο νόμος που τους εμποδίζουν να δώσουν οι ίδιοι ένα τέλος στη μάταιη αυτή τραγωδία. Είναι η μέγιστη φυσική δύναμη που τους εμποδίζει να αφαιρέσουν τη ζωή.
Και σ’ αυτό το σημείο ευρισκόμενοι, απελπισμένοι μπροστά στο θέαμα του αργού θανάτου, συμπονώντας βαθύτατα και αγαπώντας βαθύτατα τον άνθρωπο που λιώνει στο κρεβάτι μπροστά τους, μπορεί κάποια στιγμή να πάρουν τη μοιραία απόφαση. Είναι η αγάπη και η συμπόνια που τους δίνει τη δύναμη να σπάσουν το αόρατο φράγμα και να κάνουν ευθανασία.
Σε όλη τους τη ζωή κατόπιν θα κατατρύχονται από εφιαλτικά οράματα. Η πράξη που έκαναν, θα τους συντρίβει. Η εικόνα του αγαπημένου τους από την άλλη που εκλιπαρούσε το τέλος του, θα τους συντρίβει κι αυτή.
Όλα θα ήταν λιγότερο οδυνηρά, αν, αντί να κάνουν οι ίδιοι αυτή την υπέρβαση της φύσης, έλεγαν απλώς ένα «ναι» στους γιατρούς. Το μεγαλύτερο βάρος θα έπεφτε τότε στους ώμους τους. Αλλά και οι γιατροί παρά το γεγονός ότι είναι εξοικειωμένοι με την αρρώστια και το θάνατο, δεν είναι εύκολο να παραβιάσουν το αόρατο φυσικό φράγμα και να αφαιρέσουν ζωή. Και δεν μπορούν να το κάνουν και για δυο λόγους παραπάνω: επειδή έχουν ορκιστεί τον όρκο του Ιπποκράτη και επειδή κινδυνεύουν να συλληφθούν, αν αναλάβουν μια τέτοια πρωτοβουλία. Θα ήταν και γι αυτούς πιο εύκολα τα πράγματα, αν ο νόμος της Πολιτείας τούς επέτρεπε υπό προϋποθέσεις να κάνουν ευθανασία.
Ποιες προϋποθέσεις; Αυτές θα τις βρουν οι αρμόδιοι, γιατί πάντα υπάρχει ο κίνδυνος αυθαιρεσίας και κατάχρησης, ο δόλος και η αχρειότητα των ανθρώπων.
Απλά σκέφτομαι τώρα ότι, αν ήταν δυνατόν να μας μιλούσε μια ψυχή που βασανίστηκε πολύ από την αρρώστια, πριν εγκαταλείψει το σώμα της, μπορεί να μας έλεγε:
«Τους παρακαλούσα, τους ικέτευα να με ξεκουράσουν, τους εκλιπαρούσα κι εκείνοι στέκονταν από πάνω μου και με κοίταζαν, δεν κούνησαν ούτε το δαχτυλάκι τους. Μ’ άφησαν να τυραννιέμαι άσκοπα και να εξευτελίζομαι μέσα στον πόνο για μήνες. Δεν ξέρω, αν μπορώ να τους συγχωρήσω».
Η Chantal Sebire από τη Γαλλία προσβλήθηκε από μια σπάνια, ανίατη ασθένεια που παραμόρφωσε τελείως το πρόσωπό της , της προκάλεσε ολική τύφλωση και έσβησε σχεδόν όλες τις αισθήσεις της αφήνοντάς την να υποφέρει από αβάσταχτους πόνους. Το αίτημά της για ευθανασία απορρίφθηκε από τα γαλλικά δικαστήρια. «Σε ένα ζώο δεν θα επέτρεπαν να υπομείνει αυτά που υπομένω εγώ», είπε η Chantal. Μια εβδομάδα αργότερα (16 Μαρτίου 2008) βρέθηκε νεκρή στο σπίτι της. Πρέπει να υποβοηθήθηκε από κάποιους εκτός Γαλλίας. Το Βέλγιο και η Ολλανδία επιτρέπουν την ευθανασία. Στην Ελβετία οι γιατροί μπορούν να προμηθεύσουν το θανάσιμο φάρμακο, αλλά ο ασθενής πρέπει να το πάρει μόνος του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου