Του Βασίλη Δημητριάδη Άφησα τα χνάρια μου στον αγρό. Μύρισα τη φύση και λούστηκα στον ήλιο. Έστρεψα το βλέμμα πίσω μου και είδα το πράσινο μονοπάτι που σμίλεψα στο πέρασμα μου.
Ένιωσα πως άνοιγα τον δρόμο στους επόμενους που θα έρθουν κάποια στιγμή να αισθανθούν όπως εγώ. Να αγαλλιάσει η ψυχή τους, να αισθανθούν την ελευθερία του νου και της όρασης, την απόλαυση της ακοής από το θρόισμα των φύλλων στο δροσερό αεράκι και το κελάιδισμα των πουλιών.
Σήκωσα το κεφάλι ευχαριστώντας την φύση. Έκλεισα τα μάτια για να μην θαμπωθώ από το λαμπερό φως και άνοιξα διάπλατα τα χέρια για ν’ αγκαλιάσω όλη τη γη, ότι υπάρχει γύρω μου.
Έκανα ένα μικρό βήμα και κοίταξα προς το χώμα που με βαστούσε πάνω σε αυτό το θαύμα. Τότε είδα ένα μικρό λουλούδι, με λυγισμένο και σπασμένο το κορμάκι του κάτω από το πόδι μου. Τα πέταλά του δεν είχαν διαλυθεί, στέκονταν ακόμα στητά και ζωηρά σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Θα έλεγα πως το μικρό του ανθοστόλιστο κεφαλάκι με κοίταξε με πόνο.....
Είναι δυνατόν ένα λουλούδι να νιώθει πόνο; Δεν το ήξερα αυτό, η ψυχή μου όμως το δήλωνε με σαφήνεια. Το είδα ακόμα ριζωμένο αλλά τσακισμένο ν’ αγκομαχά κάτω από το βάρος μου. Εκείνη τη στιγμή τράβηξα το πόδι μου και το έπιασα μαλακά με τη χούφτα μου. Προσπάθησα να το στήσω όπως ήταν. Κάθε φορά όμως που το σήκωνα όρθιο αυτό συνέχιζε να πέφτει.
Για μια στιγμή θα έλεγα πως μου χαμογέλασε, πως μου ζήτησε να το πάρω μαζί μου και πως μου είπε μυστικά στη γλώσσα του ότι ήθελε να με βλέπει ευτυχισμένο. Ήξερε ότι αυτή ήταν η μοίρα του. Να κάνει τους ανθρώπους ευτυχισμένους και μετά να πεθαίνει. Κι ας μην του έδιναν σημασία. Αυτό ήταν το χαλί κάτω από τα πόδια τους και τους φρόντιζε όταν έπεφταν την ώρα που το ποδοπατούσαν, τρέχοντας μέσα στην ομορφιά του πολύχρωμου τοπίου.
Ποιος θα έδινε άλλωστε σημασία σε ένα μικρό λουλούδι που δεν είχε το παράστημα και την τιμή να στολίσει ούτε καν το βάζο του;
Μια θλίψη με κατέλαβε. Το πήρα απόφαση και με ένα απότομο τράβηγμα το έκοψα. Ήθελα να έχει το θάνατο που του αξίζει. Το πήρα μαζί μου στο σπίτι και το τοποθέτησα σ’ ένα βάζο με όλες τις τιμές ενός αγαπημένου ετοιμοθάνατου προσώπου. Το έβαλα κοντά στον ήλιο και το φρόντισα όσο καλύτερα μπορούσα.
Όταν πέθανε, μετά από μερικές μέρες, δεν το πέταξα. Το άφησα να ξεραθεί και το έβαλα στο αγαπημένο μου βιβλίο, εκείνο που δεν θα άφηνα ποτέ, εκείνο που θα πέθαινε μαζί μου.
Κάθε μέρα πριν φύγω από το σπίτι το άνοιγα και το μύριζα. Ναι, μύριζε ακόμα, μ’ ένα υπέροχο άρωμα που μου θύμιζε εκείνην την υπέροχη αλλά και θλιβερή μέρα στον αγρό. Το ίδιο δεν με άφησε όμως ποτέ να νιώσω άσχημα. Ακόμα και αποξηραμένο μου χαμογελούσε όπως την πρώτη μέρα. Ήθελε να με βλέπει ευτυχισμένο.
Τώρα που ξέρω ότι το βλέπω για τελευταία φορά, το ευχαριστώ που μου έδωσε να καταλάβω ποια ήταν η αξία της ζωής του. Ποια έπρεπε να είναι της δικής μου.
Πριν φύγω ήρθε η σειρά του να με συνοδεύσει στο δικό μου βιβλίο και να μου δώσει λίγο από το δικό του ήλιο που είχε φυλάξει για μένα, μόνο για μένα κι ας του στέρησα τη ζωή.
Είχα την τύχη να γνωρίσω ένα λουλούδι που σήμαινε πολύ περισσότερα από όσους ανθρώπους γνώρισα ποτέ στη ζωή μου… Διηγήματα, βιβλία, κείμενα, σκέψεις...
Ένιωσα πως άνοιγα τον δρόμο στους επόμενους που θα έρθουν κάποια στιγμή να αισθανθούν όπως εγώ. Να αγαλλιάσει η ψυχή τους, να αισθανθούν την ελευθερία του νου και της όρασης, την απόλαυση της ακοής από το θρόισμα των φύλλων στο δροσερό αεράκι και το κελάιδισμα των πουλιών.
Σήκωσα το κεφάλι ευχαριστώντας την φύση. Έκλεισα τα μάτια για να μην θαμπωθώ από το λαμπερό φως και άνοιξα διάπλατα τα χέρια για ν’ αγκαλιάσω όλη τη γη, ότι υπάρχει γύρω μου.
Έκανα ένα μικρό βήμα και κοίταξα προς το χώμα που με βαστούσε πάνω σε αυτό το θαύμα. Τότε είδα ένα μικρό λουλούδι, με λυγισμένο και σπασμένο το κορμάκι του κάτω από το πόδι μου. Τα πέταλά του δεν είχαν διαλυθεί, στέκονταν ακόμα στητά και ζωηρά σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Θα έλεγα πως το μικρό του ανθοστόλιστο κεφαλάκι με κοίταξε με πόνο.....
Είναι δυνατόν ένα λουλούδι να νιώθει πόνο; Δεν το ήξερα αυτό, η ψυχή μου όμως το δήλωνε με σαφήνεια. Το είδα ακόμα ριζωμένο αλλά τσακισμένο ν’ αγκομαχά κάτω από το βάρος μου. Εκείνη τη στιγμή τράβηξα το πόδι μου και το έπιασα μαλακά με τη χούφτα μου. Προσπάθησα να το στήσω όπως ήταν. Κάθε φορά όμως που το σήκωνα όρθιο αυτό συνέχιζε να πέφτει.
Για μια στιγμή θα έλεγα πως μου χαμογέλασε, πως μου ζήτησε να το πάρω μαζί μου και πως μου είπε μυστικά στη γλώσσα του ότι ήθελε να με βλέπει ευτυχισμένο. Ήξερε ότι αυτή ήταν η μοίρα του. Να κάνει τους ανθρώπους ευτυχισμένους και μετά να πεθαίνει. Κι ας μην του έδιναν σημασία. Αυτό ήταν το χαλί κάτω από τα πόδια τους και τους φρόντιζε όταν έπεφταν την ώρα που το ποδοπατούσαν, τρέχοντας μέσα στην ομορφιά του πολύχρωμου τοπίου.
Ποιος θα έδινε άλλωστε σημασία σε ένα μικρό λουλούδι που δεν είχε το παράστημα και την τιμή να στολίσει ούτε καν το βάζο του;
Μια θλίψη με κατέλαβε. Το πήρα απόφαση και με ένα απότομο τράβηγμα το έκοψα. Ήθελα να έχει το θάνατο που του αξίζει. Το πήρα μαζί μου στο σπίτι και το τοποθέτησα σ’ ένα βάζο με όλες τις τιμές ενός αγαπημένου ετοιμοθάνατου προσώπου. Το έβαλα κοντά στον ήλιο και το φρόντισα όσο καλύτερα μπορούσα.
Όταν πέθανε, μετά από μερικές μέρες, δεν το πέταξα. Το άφησα να ξεραθεί και το έβαλα στο αγαπημένο μου βιβλίο, εκείνο που δεν θα άφηνα ποτέ, εκείνο που θα πέθαινε μαζί μου.
Κάθε μέρα πριν φύγω από το σπίτι το άνοιγα και το μύριζα. Ναι, μύριζε ακόμα, μ’ ένα υπέροχο άρωμα που μου θύμιζε εκείνην την υπέροχη αλλά και θλιβερή μέρα στον αγρό. Το ίδιο δεν με άφησε όμως ποτέ να νιώσω άσχημα. Ακόμα και αποξηραμένο μου χαμογελούσε όπως την πρώτη μέρα. Ήθελε να με βλέπει ευτυχισμένο.
Τώρα που ξέρω ότι το βλέπω για τελευταία φορά, το ευχαριστώ που μου έδωσε να καταλάβω ποια ήταν η αξία της ζωής του. Ποια έπρεπε να είναι της δικής μου.
Πριν φύγω ήρθε η σειρά του να με συνοδεύσει στο δικό μου βιβλίο και να μου δώσει λίγο από το δικό του ήλιο που είχε φυλάξει για μένα, μόνο για μένα κι ας του στέρησα τη ζωή.
Είχα την τύχη να γνωρίσω ένα λουλούδι που σήμαινε πολύ περισσότερα από όσους ανθρώπους γνώρισα ποτέ στη ζωή μου… Διηγήματα, βιβλία, κείμενα, σκέψεις...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου