Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2011

"Έτσι κάνουν όλες", Μίμης Ανδρουλάκης

του Μίμη Ανδρουλάκη   Μην πεις φίλη, φίλε εδώ ο κόσμος χάνεται κι αυτός γράφει μυθιστόρημα με “γυναίκες που κρύβουν κάτι”. Τη γυναίκα από άνεμο. Τη γυναίκα με τη γαλάζια ομπρέλα. Την Κυρία με τα πέντε δέκα πρόσωπα.
Μην ξεχνάς ότι ο Καζαντζάκης έγραψε το πιο χαρούμενο και διονυσιακό μυθιστόρημά του, τον Αλέξη Ζορμπά, μες τη μεγάλη πείνα της κατοχής. Ήθελα με το έτσι κάνουν όλες μια ερωτική “θηλυκή αντιφώνηση” στην απελπισία των ημερών. Υπήρξε κάτι στο παιδικό μου βιολογικό ρολόι που με κάνει να βλέπω την “ταινία” δύο φορές, τη μια στη φαντασία, την άλλη στην πραγματικότητα σαν από φθαρμένη, κομμένη κόπια. Αν μάλιστα καβατζάρω τον Ιούλιο και πιάσω Αύγουστο περιμένω το ένα μετά το άλλο τα χτυπήματα της μοίρας, προσωπικά και συλλογικά και δεν έχω καιρό ούτε ν’ ανασάνω. Φέτος το καλοκαίρι πέντε με εννιά το πρωί πριν πιάσω δουλειά στο μεροκάματο του τρόμου του selective default, έκανα μελάνι και χαρτί τον ερωτικό βίο ενός ανθρώπου που αντιστέκεται σ’ όλες τις αφηγήσεις, του σύγχρονου “Νοστράδαμου”, του Έλληνα Καθηγητή των οικονομικών προγνώσεων στο Κολούμπια. Η ερωτική του τραγωδία, η εφιαλτική του παγίδευση στην υπόγεια δεξαμενή, μας μεταφέρει στην παγίδα που βιώνουν οι Έλληνες. Φιλοξενούνται σ’ ένα λουξ hotel απ’ όπου μπορείς ν’ αναχωρήσεις όποτε γουστάρεις αλλά δεν μπορείς να φύγεις ποτέ. Θυμήσου το παλιό κομμάτι των Ιγκλς “Hotel California”. Η ιστορική ευκαιρία, το ευρωπαϊκό όνειρο έγινε για τους Έλληνες ιστορική παγίδα. Να μείνουν είναι δυσβάσταχτο, να φύγουν καταστροφικό. Ούτε να μείνεις, ούτε να φύγεις μπορείς. Είναι αφόρητο...

 
Προδημοσίευση: Η γυναίκα με τη γαλάζια ομπρέλα
Θα εγκαταλείψει εγκαίρως
Την ομπρέλα στο πάτωμα
Η γυναίκα αυτή
Θ’ αναγγείλει το μέλλον μου απόψε.

ΜΑΝΟΣ ΛΟΥΚΑΚΗΣ

Ωραίο απόγευμα στο Μανχάταν μετά τη φθινοπωρινή βροχή. Τη βλέπω. Περνά μπροστά μου με μια γαλάζια ομπρέλα στο φα­νάρι της Πέμπτης Λεωφόρου. Είναι η ίδια η Γυναίκα των Ανέμων, όπως στο όνειρο. Διακρίνω το πρόσωπό της καθαρά. Την αναγνωρίζω. Είναι ανάμνηση. Οι εικόνες της ένα αέρινο πέρασμα στο μυαλό μου. Έχει ξεχαστεί με ανοιχτή ομπρέλα. Της την παίρνει και την περιστρέφει περιοδικά σαν γαλάζιο ανεμοδείκτη ο θαλασσινός αέρας που της σηκώνει τα φουστάνια. Μα πιο πολύ φαίνεται να φυσά μέσα της και να την ανυψώνει. Ελαφροπάτητη, ιπτάμενη, απροσποίητη, δίχως τσάντα και κινητό, μόνο με το γαλάζιο ανεμόπτερο, περπατά αδιάφορη, δίχως να ξέρει πού πηγαίνει, σαν να κατευθύνεται σε μια μυστική συνάντηση με κάποιον που δεν ξέρει αν υπήρξε ποτέ, δίχως να γνωρίζει τη διεύθυνση και την ώρα. Καμιά φορά διακόπτει την αφηρημένη πορεία της και ρίχνει μια ματιά πίσω της, κι αυτή αδιάφορη, σαν να προκαλεί τα τεντωμένα νεύρα μου. Την παρακολουθώ, όσο μου επιτρέπει το αυτοκίνητο. Η ιπτάμενη κίνησή της νομίζεις χορογραφεί το κομμάτι του Ντεμπισύ Διάλογος ανάμεσα στον άνεμο και στη θάλασσα. Είναι η μουσική του ανέμου που φυσά σαν φλογέρα στο κορμί της. Την ακολουθώ τώρα με τη φαντασία μου μέσα στο μαύρο-κόκκινο σούρουπο να μπαίνει στο διαμέρισμά της στον εικοστό τρίτο όροφο. Κρεμά την ομπρέλα στο χολ και με δυο απαλές κινήσεις απελευθερώνει από τους ώμους το πράσινο-μπλε ριχτό φόρεμα, που γλιστρά στο πάτωμα ανάμεσα στα πόδια της. Τα ανοίγει όλα στο διαμπερές, ελάχιστα επιπλωμένο, διαμέρισμα, ορθάνοιχτο σ’ όλα τα σημεία του ορίζοντα. Α­προστάτευτη, ντυμένη μόνο με τη γύμνια της, αφημένη σε όλους τους ανέμους που φυσούσαν στο σπίτι της, όπως και στην ψυχή της. Σπίτι των Ανέμων. Στα μεγάλα άδεια δωμάτια, ακόμα και στον διάδρομο και στο μπάνιο, έχει δώσει τα ονόματα των ανέμων: Ζέφυρος. Σιρόκος. Μαϊστράλι. Μελτέμι. Γραίγος. Λεβάντε. Όστρια. Γαρμπής. Μ’ αυτοί είναι άνεμοι του Αιγαίου, πώς βρέθηκαν εδώ που φυσά ο Ατλαντικός; Κάπου διάβασε ότι οι άνεμοι παρεκκλίνουν με την περιστροφή της γης προς τα δεξιά και δυτικά στο βόρειο ημισφαίριο. Τους μετέφερε αυθαίρετα στο Μανχάταν. Σε κάθε δωμάτιο, σε κάθε άνεμο τη διαπερνούν διαφορετικά μυστικά θαλασσινά ρεύματα, κύματα πόθου, χρώματα και μουσικές δίνουν μορφή στους πίνακές της. Ζωγραφίζει ψυχική διάθεση που αλλάζει με τις φάσεις της Σελήνης, όπως στον χαοτικό ευμετάβλητο κόσμο των ανέμων. Άδεια δωμάτια, ένα σκαμπό, τελάρα, παλέτες, χρώματα, πινέλα, σκόνες, κιμωλίες, κάρβουνα, ρολά, σκισμένα χαρτιά, κάθε τοίχος ένας πίνακας, μια μυστική σουρεα­λιστική μεταμόρφωση της πραγματικότητας. Μια δική της αέ­ρινη αινιγματική γεωμετρία, που αρνείται στο μάτι αυτό που περιμένει. Προβλέπει τον καιρό στο ψυχικό της ταξίδι, όπως ένα αποδημητικό πουλί ακολουθεί τα ρεύματα του ανέμου που το οδηγούν μακριά. «Καιρός» βαρομετρικού χαμηλού, στη ζωγραφική της επίκειται θύελλα όπως στην Ποιμενική του Μπετόβεν. Εναλλαγή στο αίσθημα. «Ήρθε βοριάς, ήρθε νοτιάς» του Μάνου Χατζιδάκι. «Του μικρού βοριά», Μίκης. «Blowin’ in the wind», Μπομπ Ντίλαν. «Wild is the wind”, Νίνα Σιμόν. «The Wind Cries Mary», Τζίμι Χέντριξ. «Summer wind», Φρανκ Σινάτρα. «Wind of change», Σκόρπιονς. Κάθε πόλη, κάθε τόπος έχει το δικό του υπόγειο μουρμουρητό, τη δική του μουσική, με ανεβοκατεβάσματα στη διάρκεια της μέρας και της νύχτας. Αν έχεις μουσικό αυτί, θα την ακούσεις. Κάθε πόλη διαφορετικές μουσικές, όπως διαφορετικούς έρωτες κι ανέμους. Δεν είναι ίδιος ο έρωτας στην Αθήνα, στη Ρώμη, στη Νέα Υόρκη, στη Σαγκάη. Η κόρη του Αιό­λου περνά πάνω απ’ όλους τους τόπους, αφουγκράζεται ταυτόχρονα όλες τις μουσικές. Ένα σπίτι ανεμόδαρτο καράβι, με ξάρ­τια, χρωματιστά πανιά, πέλαγα, νησιά, κύματα που σκάνε στην πλώρη.

Καθώς η μέρα βιάζεται να χαθεί πίσω από τους ουρανοξύστες, η Γυναίκα από Άνεμο καταλαμβάνεται από μια νυχτερινή διάθεση, μέσα της συγκρούονται εικόνες και προσδοκίες, μια α­σταθής αμφίρροπη ισορροπία, μα παραμένει ατάραχη, με μια α­διάφορη και διαθλασμένη αίσθηση της πραγματικότητας, όπως ένα γυαλί στη θάλασσα. Ξυπόλυτη, πατώντας στις μύτες των ποδιών, κυκλοφορεί γυμνή στο σκοτάδι, ποτίζει τα φυτά, αλλάζει νερό στα βάζα, οι ίσκιοι της ανάμεσα στους πίνακες υποψίες χρω­μάτων. Περιφέρεται άσκοπα, σαν υπνοβάτης, περιμένοντας το πιο μαύρο σκοτάδι, βλέπει τα χρώματα στους πίνακες με κλειστά μάτια, οι φωτοσκιάσεις αλλάζουν τις μορφές της, ακόμα και το φεγγάρι ξεχνιέται να κοιτάζει το γυμνό κορμί και τα ανάκατα μαλλιά. Έτσι μαυρίζει, με το φεγγάρι. Κι όταν εκείνο δεν βγει, ξεχνιέται να κοιτάζει τ’ αστέρια μέσα από τα φώτα της πόλης. Γυμνή γυναίκα το ρόδι που έσπασε ήταν γεμάτο αστέρια. Ονειρεύε­ται πάντα κάτι άλλο απ’ ό,τι κάνει τη στιγμή που το κάνει. Καταλήγει στον μεγάλο καθρέφτη. Μαζεύει και κατσαρώνει τα μαλ­λιά της. Κοιτάζεται, μα είναι πιο όμορφη απ’ ό,τι δείχνει ο καθρέφτης. Κάτι μέσα απ’ αυτήν βγαίνει από τα σύνορα του εαυτού της και ταξιδεύει μακριά στον χώρο και τον χρόνο, κάτι αδέσποτο και άσωτο, ένα πεινασμένο αληταριό, που λαχταρούσε να δίνεται και να ανήκει σε άλλους, ενώ η ίδια παρέμενε σταθερή πάντα μαζί μου. Κάτι περιπλανώμενο, ένα θηλυκό άλμπατρος με ανοιχτές φτερούγες, που ακολουθεί τους θαλασσοπόρους εκμεταλλευόμενο τους ανεμοχείμαρρους.


Νιώθει πίσω από τον καθρέφτη να την κοιτάζουν άλλα μάτια, ένα πλάσμα από άλλη διάσταση, ακούει την ανάσα του, έ­ναν πόθο που ικετεύει να διαπεράσει το κορμί της. Του δανείζει τα δικά της επιδέξια επαγγελματικά χέρια, μια πυρετώδης συνομιλία των χεριών, που συγχρονίζονται με τις άρρυθμες ριπές του ανέμου στο γυμνό κορμί της. Μια άγρια ανταλλαγή, ένας σφοδρός πόθος διαπερνά τα κορμιά τους, όπως ένα σμήνος αποδημητικών πουλιών διασταυρώνεται και περνά με ορμή σε ένα άλλο και δημιουργούν μαζί έναν νέο αεροδυναμικό σχηματισμό, που διασχίζει την ατμόσφαιρα από πόλο σε πόλο. Μια ερωτική τρυφερότητα που έβγαινε από το κορμί της, από δικές της ξεχασμένες αναμνήσεις και παλιές απολαύσεις και πήγαινε να ανταμώσει τον πόθο του άλλου, μα αυτόματα ξαναγύριζε στο μεθυσμένο σώμα της. Μόνο εκείνη μπορεί να δει αυτόν που μυστικά οδηγεί το κορμί της. Εκείνη και ο εαυτός της, οι παλάμες της προσποιού­νται ότι ανήκουν σε κάποιον άλλο, μα το κορμί ανταποκρίνεται σ’ αυτό το παιχνίδι και τρέμει, η φλέβα στον λαιμό της πάλλεται, το στήθος της φουσκώνει. Μια υγρή λαχτάρα ανάμεσα στα πόδια της. Τα κάνει όλα μόνη της. Ανεμόφιλη βατεύεται με ό,τι φέρνει ο άνεμος, όπως με τη γύρη τα φυτά της. Υπάρχει κάτι μαγικό σ’ αυτή τη σιωπή στο σκοτεινό σπίτι. Η σιγή της πάει να εκραγεί, βγάζει μια κραυγή, μα την πνίγει. Η συνήχηση ανάμεσα στους ανεπαίσθητους ερωτικούς ψιθύρους παράγει μια σιωπή που μυρμηγκιάζει το κορμί. Η κίνησή της ακολουθεί μια μυστική κόκκινη γραμμή, αγγίζει τα ακρότατα όριά μου, επιλέγει εκείνα τα σημεία ανάμεσα σε χιλιάδες άλλα πιθανά που έχουν έναν ακατανίκητο αισθησιασκό αντίκτυπο πάνω μου. Μια νυχτερινή φρενίτιδα κρυφό κάλεσμα, σαν στίχος του Σεφέρη: Ίσως να μην είμαι κανείς αλλά μπορώ να γίνω αυτό που θέλεις.


«Μη βιαστείς, φίλε, να πεις πως αυτά τα πράγματα δεν μπορεί να συμβαίνουν. Αν δεν είναι η μοίρα μου αυτή η γυναίκα των ανέμων, πώς βρέθηκα το απόγευμα στην Πέμπτη Λεωφόρο, την πρώτη μέρα μετά την επιστροφή μου από την Ελλάδα, να τη συναντήσω έναν μήνα μετά το καλοκαιρινό μου όνειρο;»

«Το θυμάσαι εκείνο το όνειρο;»
«Αν το θυμάμαι λέει!»
«Ε, βγήκε αληθινό. Η διαίσθησή μου εδώ με ξεγέλασε».
«Και πώς είσαι σίγουρος ότι δεν την ονειρεύτηκες κι αυτή; Συμβαίνει να δεις ένα όνειρο σ’ άλλο όνειρο».
Μάταιο. Η εικόνα της Γυναίκας από Άνεμο θα παραμείνει άθικτη στη δίνη του χρόνου. Μπορούσα να τον φανταστώ να παίρνει από πίσω στον δρόμο κάθε γυναίκα που της μοιάζει, να την αναζητά στα φανάρια των δρόμων, στις ουρές του σινεμά, στις αίθουσες των οδοντιατρείων. Σ’ αυτήν θα επιστρέφει σαν πα­λιό έρωτα που δεν έσβησε ολότελα. Του το σχολίασα κρητικά:

Ένα αναμμένο κάρβουνο
που στάχτη πάει να γίνει
η Έβδομη μου Αίσθηση
να σβήσει δεν τ’ αφήνει.                
Μιμης Ανδρουλακης   

Δεν υπάρχουν σχόλια: