Της Pιτσας Mασουρα
Το τοπίο ως σκηνή, το σώμα ως σκηνή, ο χρόνος ως σκηνή. Ανηφορίζω τη Σόλωνος από τη Ναυαρίνου προς το Κολωνάκι. Μετράω τα κλειστά καταστήματα, τα μισοσκισμένα «ενοικιάζεται», τις δεκάδες μισοσκισμένες αφίσες που παραπέμπουν σε συναυλίες, σε πορείες, σε συγκεντρώσεις, σε άθλια συνθήματα. Είναι απελπιστικά πολλά τα «ενοικιάζεται». Κι όσα καταστήματα είναι ανοικτά –με ελάχιστες εξαιρέσεις– γράφουν απ’ έξω κάτι φανταστικές τιμές: Ο, τι πάρετε 2 ευρώ, 6 ευρώ... Ποιος δίνει σημασία; Αδεια ή σχεδόν άδεια. Με προσπερνάει ένας ηλικιωμένος. Προ ολίγου είχαμε ανταλλάξει απόψεις για παλιά βιβλία έξω από τη βιτρίνα βιβλιοπωλείου. «Να απαλλαγούμε απ’ αυτούς», μου ψιθυρίζει και στρίβει βιαστικά προς την Ασκληπιού. Προχωρώ αργά, λες και θέλω να φωτοτυπήσω το τοπίο. Αλήθεια, φωτοτυπείται ένα τοπίο;
Εξω από τη Νομική μια κοπελιά με σπρώχνει με τον αγκώνα της. Μάλλον ασυναίσθητα γιατί τιτιβίζει στο κινητό της ...... «Αύριο αρχίζει ξανά η δουλειά» λέει στον συνομιλητή της με τη μούρη ξινισμένη. Ηθελα να της πω πως θα ’πρεπε να πετάει απ’ τη χαρά της που θα πάει ξανά στη δουλειά. Πόσοι είναι εκτός, το ’χει σκεφτεί; Αλλά αυτά δεν τα λες σ’ ένα κορίτσι που ενδεχομένως δεν έχει αντιληφθεί το τοπίο, το σώμα και τον χρόνο. Στην ίδια ευθεία, μια παρέα διαφορετικών κοριτσιών χασκογελούν μοιράζοντας «Ριζοσπάστη». Ντυμένες κάζουαλ, με μακριά ξανθά μαλλιά και λεπτά κορμιά, α λα Μακρυπούλια, επέμεναν πιεστικά να πάρω την εφημερίδα. Χαμογέλασα πικρά και απομακρύνθηκα. Τι θα μπορούσα να τους πω; Μήπως για κείνα τα όνειρα που συνήθως κάνουν οι νέοι όταν αποφασίζουν ότι χρειάζονται καθοδηγητές; Κοιτάζω το κτίριο της Νομικής. Κάποτε σπούδασα εκεί. Μοναχικό κτίριο. Επαιρνε χρώμα μόνο από τα κίτρινα ενοικιαστήρια για τα πρωτάκια, αυτά που περιμένουν από τους φοιτητοπατέρες να τα αφήσουν να μπουν στις αίθουσες διδασκαλίας. Οι φοιτητοπατέρες επιμένουν ότι το τοπίο, το σώμα και ο χρόνος έχουν αποκλειστικά και μόνο τη δική τους σφραγίδα. Ενας κεκαλυμμένος φασισμός είναι αυτός.
Διασχίζω τη διασταύρωση στη Δημοκρίτου. Ενα μηχανάκι σταματάει δίπλα μου. Επιχειρώ να τρέξω. Ο νεαρός με κοιτάζει με βλέμμα γεμάτο απελπισία. Δύο ευρώ παρακαλώ, ένα τσιγάρο... Προς στιγμήν με πιάνουν τα χριστιανικά μου, βάζω το χέρι στην τσάντα, αλλά το μετανιώνω και φεύγω. Μέχρι να στρίψω στην Ηρακλείτου ένιωθα στην πλάτη μου να με διαπερνά το βλέμμα ενός 25χρονου. Ηλίθια, δειλή, άσπλαχνη. Δεν κατάλαβες ότι ανηφορίζουν κι αυτοί προς την πλατεία, όπως κι εσύ; Ποιος σου ’πε ότι υπάρχουν σύνορα και όρια στις κινήσεις των ανθρώπων; Αλλά ξεχνιέμαι. Στη στροφή της Ηρακλείτου αντικρίζω την ανθρωποθάλασσα της Μηλιώνη. Να μια σταθερή αξία στο τοπίο, μονολόγησα κι έκατσα να πιω ένα εσπρέσο.
Στην πραγματικότητα ήθελα να θέσω σε λειτουργία το γυροσκόπιο. Να καταγράψω συζητήσεις, ακκίσματα του σώματος, εκφράσεις του προσώπου στον συγκεκριμένο χρόνο. Ο διπλανός μου διάβαζε αμέριμνος «Εσπρέσο», ένα ζευγαράκι είχε κατεβάσει ρολά στον έξω κόσμο, μια αντροπαρέα απέναντι τινάχτηκε όρθια με το που εμφανίστηκε η ψηλή με το μαύρο φόρεμα και κόλλησε σαν αποτυχημένο αντίγραφο της Σάρον Στόουν στο σώμα ενός από τα παλικάρια. Υπήρχαν και ξένοι. Ισως από γειτονικές πρεσβείες. Εστρωσαν με καλβινιστική προσοχή την πετσέτα κι έπιασαν το πιρούνι λες και ήταν χειρουργικό εργαλείο. Για Γερμανούς CEO, τους έκοψα, αλλά δεν παίρνω όρκο. Οι υπόλοιποι ήταν οι συνήθεις ύποπτοι που Δευτέρα μεσημέρι σκότωναν την ώρα τους παρεΐζοντας και αναλύοντας όχι τα πολιτικά πράγματα της χώρας, αλλά τις δικές τους ζωές και πώς θα σκόρπιζαν τα κομμάτια τους το υπόλοιπο της μέρας.
Καθημερινά αναρωτιέμαι πώς είναι τελικά το τοπίο και το σώμα ως σκηνή. Είναι άραγε αντίγραφο αυτού που είδα Δευτέρα μεσημέρι ανηφορίζοντας τη Σόλωνος από τη Ναυαρίνου ώς το Κολωνάκι; Δεν έχω απαντήσεις. Τα βράδια περιφέρομαι στα μπλογκ. Η πιο σκοτεινή όψη του φεγγαριού. Η απελπισία των νέων, ο φθόνος των μεγάλων. Πληγές και σπαθιά στραμμένα προς τα στήθη των άλλων. Η συνάντηση των άκρων φοβιστική. Και οι πολιτικές ελίτ; Οι πολιτικές ελίτ θυμίζουν τον Θ. Σοφούλη που εν μέσω του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έστειλε επιστολή του προς τον Σ. Γονατά, αγωνιώντας για το ψηφοδέλτιο των Φιλελευθέρων. Το τοπίο της Ιστορίας στον παρελθόντα και παρόντα χρόνο απογυμνώνει το σώμα της πολιτικής. φωτο:by Tertius Alio
STEVENIKO
Το τοπίο ως σκηνή, το σώμα ως σκηνή, ο χρόνος ως σκηνή. Ανηφορίζω τη Σόλωνος από τη Ναυαρίνου προς το Κολωνάκι. Μετράω τα κλειστά καταστήματα, τα μισοσκισμένα «ενοικιάζεται», τις δεκάδες μισοσκισμένες αφίσες που παραπέμπουν σε συναυλίες, σε πορείες, σε συγκεντρώσεις, σε άθλια συνθήματα. Είναι απελπιστικά πολλά τα «ενοικιάζεται». Κι όσα καταστήματα είναι ανοικτά –με ελάχιστες εξαιρέσεις– γράφουν απ’ έξω κάτι φανταστικές τιμές: Ο, τι πάρετε 2 ευρώ, 6 ευρώ... Ποιος δίνει σημασία; Αδεια ή σχεδόν άδεια. Με προσπερνάει ένας ηλικιωμένος. Προ ολίγου είχαμε ανταλλάξει απόψεις για παλιά βιβλία έξω από τη βιτρίνα βιβλιοπωλείου. «Να απαλλαγούμε απ’ αυτούς», μου ψιθυρίζει και στρίβει βιαστικά προς την Ασκληπιού. Προχωρώ αργά, λες και θέλω να φωτοτυπήσω το τοπίο. Αλήθεια, φωτοτυπείται ένα τοπίο;
Εξω από τη Νομική μια κοπελιά με σπρώχνει με τον αγκώνα της. Μάλλον ασυναίσθητα γιατί τιτιβίζει στο κινητό της ...... «Αύριο αρχίζει ξανά η δουλειά» λέει στον συνομιλητή της με τη μούρη ξινισμένη. Ηθελα να της πω πως θα ’πρεπε να πετάει απ’ τη χαρά της που θα πάει ξανά στη δουλειά. Πόσοι είναι εκτός, το ’χει σκεφτεί; Αλλά αυτά δεν τα λες σ’ ένα κορίτσι που ενδεχομένως δεν έχει αντιληφθεί το τοπίο, το σώμα και τον χρόνο. Στην ίδια ευθεία, μια παρέα διαφορετικών κοριτσιών χασκογελούν μοιράζοντας «Ριζοσπάστη». Ντυμένες κάζουαλ, με μακριά ξανθά μαλλιά και λεπτά κορμιά, α λα Μακρυπούλια, επέμεναν πιεστικά να πάρω την εφημερίδα. Χαμογέλασα πικρά και απομακρύνθηκα. Τι θα μπορούσα να τους πω; Μήπως για κείνα τα όνειρα που συνήθως κάνουν οι νέοι όταν αποφασίζουν ότι χρειάζονται καθοδηγητές; Κοιτάζω το κτίριο της Νομικής. Κάποτε σπούδασα εκεί. Μοναχικό κτίριο. Επαιρνε χρώμα μόνο από τα κίτρινα ενοικιαστήρια για τα πρωτάκια, αυτά που περιμένουν από τους φοιτητοπατέρες να τα αφήσουν να μπουν στις αίθουσες διδασκαλίας. Οι φοιτητοπατέρες επιμένουν ότι το τοπίο, το σώμα και ο χρόνος έχουν αποκλειστικά και μόνο τη δική τους σφραγίδα. Ενας κεκαλυμμένος φασισμός είναι αυτός.
Διασχίζω τη διασταύρωση στη Δημοκρίτου. Ενα μηχανάκι σταματάει δίπλα μου. Επιχειρώ να τρέξω. Ο νεαρός με κοιτάζει με βλέμμα γεμάτο απελπισία. Δύο ευρώ παρακαλώ, ένα τσιγάρο... Προς στιγμήν με πιάνουν τα χριστιανικά μου, βάζω το χέρι στην τσάντα, αλλά το μετανιώνω και φεύγω. Μέχρι να στρίψω στην Ηρακλείτου ένιωθα στην πλάτη μου να με διαπερνά το βλέμμα ενός 25χρονου. Ηλίθια, δειλή, άσπλαχνη. Δεν κατάλαβες ότι ανηφορίζουν κι αυτοί προς την πλατεία, όπως κι εσύ; Ποιος σου ’πε ότι υπάρχουν σύνορα και όρια στις κινήσεις των ανθρώπων; Αλλά ξεχνιέμαι. Στη στροφή της Ηρακλείτου αντικρίζω την ανθρωποθάλασσα της Μηλιώνη. Να μια σταθερή αξία στο τοπίο, μονολόγησα κι έκατσα να πιω ένα εσπρέσο.
Στην πραγματικότητα ήθελα να θέσω σε λειτουργία το γυροσκόπιο. Να καταγράψω συζητήσεις, ακκίσματα του σώματος, εκφράσεις του προσώπου στον συγκεκριμένο χρόνο. Ο διπλανός μου διάβαζε αμέριμνος «Εσπρέσο», ένα ζευγαράκι είχε κατεβάσει ρολά στον έξω κόσμο, μια αντροπαρέα απέναντι τινάχτηκε όρθια με το που εμφανίστηκε η ψηλή με το μαύρο φόρεμα και κόλλησε σαν αποτυχημένο αντίγραφο της Σάρον Στόουν στο σώμα ενός από τα παλικάρια. Υπήρχαν και ξένοι. Ισως από γειτονικές πρεσβείες. Εστρωσαν με καλβινιστική προσοχή την πετσέτα κι έπιασαν το πιρούνι λες και ήταν χειρουργικό εργαλείο. Για Γερμανούς CEO, τους έκοψα, αλλά δεν παίρνω όρκο. Οι υπόλοιποι ήταν οι συνήθεις ύποπτοι που Δευτέρα μεσημέρι σκότωναν την ώρα τους παρεΐζοντας και αναλύοντας όχι τα πολιτικά πράγματα της χώρας, αλλά τις δικές τους ζωές και πώς θα σκόρπιζαν τα κομμάτια τους το υπόλοιπο της μέρας.
Καθημερινά αναρωτιέμαι πώς είναι τελικά το τοπίο και το σώμα ως σκηνή. Είναι άραγε αντίγραφο αυτού που είδα Δευτέρα μεσημέρι ανηφορίζοντας τη Σόλωνος από τη Ναυαρίνου ώς το Κολωνάκι; Δεν έχω απαντήσεις. Τα βράδια περιφέρομαι στα μπλογκ. Η πιο σκοτεινή όψη του φεγγαριού. Η απελπισία των νέων, ο φθόνος των μεγάλων. Πληγές και σπαθιά στραμμένα προς τα στήθη των άλλων. Η συνάντηση των άκρων φοβιστική. Και οι πολιτικές ελίτ; Οι πολιτικές ελίτ θυμίζουν τον Θ. Σοφούλη που εν μέσω του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έστειλε επιστολή του προς τον Σ. Γονατά, αγωνιώντας για το ψηφοδέλτιο των Φιλελευθέρων. Το τοπίο της Ιστορίας στον παρελθόντα και παρόντα χρόνο απογυμνώνει το σώμα της πολιτικής. φωτο:by Tertius Alio
STEVENIKO
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου