Του Γιάννη Βούλγαρη
Πόση ανοχή μπορεί να βρει η διαχεόμενη πολιτική βία στην κοινωνία;
Πριν από οτιδήποτε άλλο, οι «Αγανακτισμένοι» είναι ασφαλώς το πιο επιτυχημένο επικοινωνιακό σλόγκαν των τελευταίων ετών. Ευνόητοι οι λόγοι. Ολοι στην Ελλάδα είναι αγανακτισμένοι γι' αυτά που χάνουμε και για την προοπτική που δεν βλέπουμε. Αρχικά εξάλλου, οι «Αγανακτισμένοι» δήλωσαν ότι απορρίπτουν τις κομματικές σημαίες και τη βία, ευθυγραμμιζόμενοι έτσι με το αντικομματικό κλίμα της εποχής και την απώθηση που προκαλούν στην ευρεία κοινή γνώμη οι συνεχείς καταστροφές στο Κέντρο της Αθήνας. Υπήρχε εξάλλου και μια ευρωπαϊκή «αύρα» που περιέβαλε το κίνημα. Οι ισπανοί indignados έμοιαζαν να παίρνουν τη σκυτάλη από την Πλατεία Ταχρίρ και να θέλουν να τη μεταδώσουν στην υπόλοιπη Ευρώπη. Προμήνυμα συμβολικό: είχε προηγηθεί η αιφνίδια εκδοτική επιτυχία του γνωστού και πολυμεταφρασμένου πλέον πάμφλετ του Εσέλ «Αγανακτήστε!», φαινόμενο επίσης αξιομνημόνευτο από επικοινωνιακή άποψη. Ο υπέργηρος συγγραφέας, άγνωστος στη συντριπτική πλειονότητα των μελλοντικών αναγνωστών του, αποτελεί ασφαλώς έναν εκπρόσωπο της αντιφασιστικής, δημοκρατικής, μεταρρυθμιστικής ευρωπαϊκής κουλτούρας, αυτής της πολύτιμης παράδοσης που βαθμιαία χάνεται. Το κείμενο - ομιλία λίγο καιρό πριν θα αντιμετωπιζόταν από τους αριστερούς με συμπάθεια και θυμηδία για την καλοπροαίρετη αφέλειά του....Ο καιρός όμως το έφερε να κραδαίνεται σαν νέο κόκκινο βιβλιαράκι σε κινητοποιήσεις αριστεριστικής χροιάς. Τελικά, η ευρωπαϊκή υπόσχεση διαψεύστηκε, η «αγανάκτηση» δεν εκδηλώθηκε σε άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις, στην Ισπανία τέλειωσε και έμεινε μόνο στην Ελλάδα, όπου ήδη έχει πάρει διαφορετική και ιδιαίτερα προβληματική μορφή.
Ολα αυτά έχουν ένα κοινό υπόβαθρο. Την οργή που συσσωρεύουν ευρέα τμήματα των κοινωνιών εξαιτίας της αστάθειας και της επισφάλειας που έχει προκαλέσει ο ανεξέλεγκτος χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός. Την ηθική και πολιτική αγανάκτηση που προκαλεί η παγκόσμια κρίση του 2008. Την αδυναμία των κατεστημένων πολιτικών συστημάτων και κομμάτων να δώσουν συλλογική διέξοδο στα πιο πάνω και να διευθύνουν αποτελεσματικά τις κοινωνίες τους. Οι ad hoc κινητοποιήσεις και η περιστασιακή οργάνωση υποδηλώνει το γεγονός, χωρίς όμως να το λύνει. Γιατί η αναζωογόνηση της Πολιτικής εξακολουθεί να χρειάζεται τις μεγάλες σταθερές οργανώσεις, καθώς μόνο αυτές προσφέρουν το πλαίσιο παραγωγής πολιτικής κουλτούρας, προγράμματος και κατάλληλου προσωπικού. Παρά την κρίση τους και την απαξίωσή τους. Και με δεδομένη την ανάγκη ανανέωσης.
Στην Ελλάδα το φαινόμενο υπήρξε περισσότερο επίμονο λόγω της δραματικότητας της κρίσης, της εκκωφαντικής ανεπάρκειας του πολιτικού συστήματος και της εξαιρετικής αβάντας που του έδωσαν τα μεγάλα ΜΜΕ για ποικίλους λόγους. Γρήγορα όμως προσαρμόστηκε στις ελληνικές συνθήκες και αναπαρήγαγε τις καθιερωμένες πρακτικές. Κοντολογίς, καπελώθηκε από ακροδεξιές και ακροαριστερές ομάδες, ή εντάχθηκε στην ατζέντα των διαφόρων συνδικαλιστών. Μετά το μαζικό κύμα των πρώτων ημερών ήρθε η άμπωτις και ό,τι μένει στην άμμο όταν το νερό υποχωρεί, δεν είναι πάντα ωραίο. Ο επιτυχής επικοινωνιακά όρος «Αγανακτισμένοι» χρησιμοποιείται είτε συνειδητά από τους δράστες είτε εξ αδρανείας από τα μίντια, σαν νομιμοποιητική ομπρέλα των τραμπουκισμών που εκδηλώνονται ανά την επικράτεια κατά των στελεχών του ΠΑΣΟΚ. Οι αντικοινοβουλευτικές συνιστώσες των «Αγανακτισμένων» ήταν εμφανείς από την πρώτη στιγμή με τα συνθήματα, τις κρεμάλες, τα πανό και τις ύβρεις. Οι μεγάλοι όμως αριθμοί συγκάλυπταν τις σκληρές εστίες. Τώρα που αυτές αποκαλύπτονται, ξεχωρίζει το ιδιαίτερο ιδεολογικοπολιτικό στίγμα της καθεμίας, όπως και η οπτική από την οποία επιτίθεται στον κοινοβουλευτισμό.
Η εμφάνιση μιας κινηματικής ακροδεξιάς, φασιστικής ή φασίζουσας, διεκδικεί το μερτικό της στον «αντισυστημικό» χώρο, συμβιωτικά ή συγκρουσιακά, προς τον αντιδιαμετρικό αριστερό πόλο. Ετσι και αλλιώς, ο ΛΑΟΣ είναι πλέον κανονικός παίκτης του συστήματος. Η κριτική που ασκεί η κινηματική ακροδεξιά δεν περιορίζεται στην αποτυχία του πολιτικού συστήματος αλλά επεκτείνεται στη Δημοκρατία καθαυτή, στη δημοκρατία των «διεφθαρμένων και παρακμασμένων πολιτικών ελίτ». Δίπλα σε αυτή τη συνιστώσα, ακόμα και χωροταξικά δίπλα στην πάνω μεριά της Πλατείας Συντάγματος, στοιχήθηκε ο αριστερόστροφος εθνολαϊκισμός με όλα του τα παλαιά εφόδια: τον εθνικοαπελευθερωτικό λόγο, την πληβιακή αντίθεση με τους «πάνω», τη συνωμοσιολογική σκέψη, τη μανιχαϊστική αντίληψη για τις αιτίες της κρίσης (κάποιοι τα φάγανε). Είναι η κατεξοχήν συνιστώσα που εκφράζει την οργή των «εξασφαλισμένων» μικρομεσαίων του μεταπολιτευτικού κύκλου που τώρα βλέπουν να χάνουν τη σχετικά πρόσφατα κεκτημένη σιγουριά. Ενας «αγανακτισμένος» εργαζόμενος ή συνταξιούχος στο Δημόσιο άνετα έβρισκε εκεί τη θέση του. Η οργισμένη διαμαρτυρία εδώ δεν στοχεύει τη δημοκρατία καθαυτή, ούτε αυτοπροβάλλεται σαν ριζική διάσταση του «λαού» από τις πολιτικές ελίτ, αν και ο σεβασμός στους θεσμούς δεν είναι ασφαλώς το χαρακτηριστικό της. Κατά κάποιο τρόπο, ανακαλεί την αφετηριακή λαϊκιστική κινητοποίηση της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου που σημάδεψε την απαρχή της μαζικής κοινωνικής ανόδου, σαν να θέλει τώρα να το επαναλάβει για να ανακόψει την κάθοδο.
Η τρίτη συνιστώσα είναι ο αριστερός χώρος. Εκεί οι παραδοσιακές οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς ανταγωνίζονται με τον ΣΥΡΙΖΑ ποιος θα ελέγξει την αρχική κινητοποίηση μιας «αντισυστημικής», νεοαναρχικής και δύσπιστης στα κόμματα νεολαίας, ανοιχτής σε κάθε «μορφή δράσης» περιλαμβανομένης της βίας. Είναι σύμπτωμα των καιρών. Κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο, η ιστορική κομμουνιστική Αριστερά έκανε μεγάλα βήματα προς την αποδοχή της Δημοκρατίας, διδαγμένη από την πικρή εθνική εμπειρία και ακολουθώντας το διεθνές ρεύμα. Τα τελευταία χρόνια σημειώνεται η αντίθετη διαδρομή. Το γεγονός οφείλεται προφανώς στην ιστορική απαξίωση της εναλλακτικής πρότασης της ιστορικής Αριστεράς. Αφού η επανάσταση έχει πάψει να είναι πειστική προοπτική του «κινήματος», η διαμαρτυρία και η σύγκρουση γίνονται αυτοσκοπός, πεδίο συγκρότησης της πολιτικής ταυτότητας, και το φλερτ με βίαιες «μορφές πάλης» εύλογο συνεπαγόμενο. Η βιαιότητα του λόγου και της πρακτικής καλείται να σκεπάσει το κενό της προοπτικής.
Σε όλες αυτές τις κουλτούρες της «αγανάκτησης» με αντικοινοβουλευτικά χαρακτηριστικά, κυρίως στην «κινηματική» ακροαριστερά και ακροδεξιά, υφέρπει ένα οξύ κοινωνικό πρόβλημα, χωρίς να σημαίνει ότι αποτελεί και την αιτία τους ή την πηγή τροφοδότησής τους. Η οικοδόμηση ενός οικονομικοκοινωνικού τύπου ανάπτυξης που δεν ενσωματώνει εύκολα και δυναμικά τις νεώτερες γενιές. Αν το νέο μοντέλο μετά την κρίση παραμείνει κλειστό στους νεώτερους, τότε ο χώρος της πολιτικής βίας και του αντικοινοβουλευτισμού θα διευρυνθεί επικίνδυνα.
Μένει το ρώτημα: πόση ανοχή μπορεί να βρει η διαχεόμενη πολιτική βία στην κοινωνία; Η δημοσκοπική συμπάθεια προς τους «Αγανακτισμένους» νομιμοποιεί και τη βία; Είναι φανερό ότι η κριτική και η οργή προς το πολιτικό σύστημα και το πολιτικό προσωπικό, παρείχε ώς τώρα το πρόσχημα σε όσους επιλέγουν ή συγκαλύπτουν τον πολιτικό τραμπουκισμό να επικαλούνται μια ευρύτερη συναίνεση. Ωστόσο, από την κριτική και την οργή προς το πολιτικό σύστημα ώς τον αναδυόμενο αντικοινοβουλευτισμό, το βήμα είναι χαώδες και ταυτόχρονα επικίνδυνα εύκολο. Αρκεί μια αυξημένη δόση «αγανάκτησης χωρίς πολιτική» για να το δρασκελίσουμε.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου Τα Νεα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου