Φωτο: Η Κραυγή,
της Χριστιαννας Λουπα «Ακυρο» και «κουλό» είναι το άρθρο που θα διαβάσετε παρακάτω. Ούτε για τρόϊκα μιλάει, ούτε για ΔΝΤ, ούτε για μια κυβέρνηση που προσπαθεί με νύχια και με δόντια να κρατηθεί στην εξουσία, μολονότι δεν διαθέτει πλέον λαϊκό έρεισμα.
Τετάρτη απογευματάκι. 15 Ιουνίου 2011. Σε μια Αθήνα που τρέμει συθέμελα, σε μια Ελλάδα που καταρρέει. Αγανακτισμένοι έχουν κατακλύσει τους δρόμους. Στη Βουλή αναβρασμός. Στον κόσμο αβεβαιότητα, θυμός. Θα πέσει η κυβέρνηση, δεν θα πέσει; Όμως, πέρα απ’ όλα ετούτα τα κοσμογονικά, πέρα από τα πεζοδρόμια, τις κατσαρόλες, τους κουκουλοφόρους, τα ΜΑΤ, τις ελληνικές σημαίες, την ύφεση, τη δυσπραγία, την ανεργία και την πολιτική παρακμή, η ζωή των κατοίκων αυτής της τάλαινας πόλης, δεν έχει σταματήσει να κυλά και σε προσωπικό επίπεδο, μαζί με τις λύπες της και τις χαρές της.....
Από τους Αμπελοκήπους κατέβηκα με τα πόδια στον Ευαγγελισμό, γιατί το τρόλεϊ δεν πήγαινε βέβαια πιο κάτω, λόγω της συγκέντρωσης. Στο ισόγειο γινόταν μια φασαρία! Φορεία ήταν στο διάδρομο, κάποιος διοικητικός στρίγγλιζε σε μία απέλπιδα προσπάθεια να βάλει τάξη. Ένας ηλικιωμένος σε καροτσάκι περίμενε να του δώσει κάποιος προσοχή. Το ασανσέρ ήταν χαλασμένο. Ανέβηκα με τα πόδια από τη μαρμάρινη σκάλα.
Στον τρίτο όροφο, στο 305, ήταν η φίλη μου. Με ορό στο χέρι, χλωμή. Χάρηκε που με είδε. Έβαλα την ανθοδέσμη μου σε ένα βάζο στο κομοδίνο της, ανάμεσα σε ένα κουτάκι με φάρμακα, ένα ποτήρι νερό κι ένα κουτί με χαρτομάντιλα. Στο θάλαμό της, άλλες τρεις κυρίες από την ίδια μεριά και άλλες τέσσερις απέναντι. Υπήρχαν και διαχωριστικές κουρτίνες ενδιάμεσα, που χρησίμευαν ως παραβάν. Η χαρακτηριστική μυρωδιά του νοσοκομείου - κάτι ανάκατο με απολυμαντικό και χλωρίνη - μπήκε κι εγκαταστάθηκε στα πνευμόνια μου. Κάποιες ασθενείς είχαν ανοίξει το μεγάλο παράθυρο και παρακολουθούσαν τα τεκταινόμενα στη Βασιλίσσης Σοφίας. Κάποιες άλλες έβλεπαν τηλεόραση – από εκείνες τις τηλεοράσεις ίσως, που κάποιοι νοικιάζουν με τη μέρα στους ασθενείς. Μπήκε ένας μελαψός μικροπωλητής κρατώντας μια μεγάλη θήκη με μπιχλιμπίδια. Μια - δυο γυναίκες τα επεξεργάστηκαν, αλλά δεν αγόρασαν. Υπήρχαν άλλοι δυο – τρεις επισκέπτες στο θάλαμο, ενώ κάποια στιγμή μπήκε μια βαριεστημένη, ακριβοθώρητη και αγέλαστη νοσοκόμα, μασώντας μανιωδώς τσίκλα και σπρώχνοντας ένα μεταλλικό καροτσάκι με φάρμακα και άλλα παρόμοια. Από το ανοιχτό παράθυρο ακούγονταν φωνές και συνθήματα. Η νοσοκόμα έκλεισε, μουρμουρίζοντας κάτι ακατάληπτο, το παράθυρο, μάλλον για να μη μπει η μυρωδιά των χημικών κι έφυγε με τον ίδιο αντιπαθητικό τρόπο που είχε μπει.
Καθισμένη στο κρεβάτι της καταφανώς καταβεβλημένης φίλης μου, άκουγα τα νέα της. Μου έλεγε για τις εξετάσεις που είχε υποβληθεί και γι αυτές που επρόκειτο να κάνει ακόμα. Δεν αισθανόταν καλά. Ο νους της ήταν στο σπίτι στα δυο μικρά παιδιά της. Δάκρυσε. Δάκρυσα κι εγώ. Ευτυχώς κατάφερα να αρθρώσω λόγια παρηγοριάς, απ’ αυτά που με κόπο καταφέρνουμε να ξεστομίσουμε, φορώντας το πιο επιτηδευμένο μας χαμόγελο κι ας μην τα πιστεύουμε ούτε οι ίδιοι. Μετά από λίγο μπήκε η μητέρα της. Μια ηλικιωμένη γλυκιά κυρία, με πόνο στα μάτια. Θα έμενε, ως συνήθως, κοντά της όλη τη νύχτα, καθισμένη σε μια καρέκλα και κλέβοντας περιστασιακά λίγο ύπνο, με το νου της όμως πάντα άγρυπνο στην κόρη της.
Βγήκα στο δρόμο. Ανακουφισμένη, γιατί μπορούσα να κλάψω ελεύθερα. Κανείς δεν θα το πρόσεχε άλλωστε, αφού όλων τα μάτια ήταν πρησμένα από τα δακρυγόνα. Σύννεφο καπνού κάλυπτε το δρόμο. Κουκουλοφόροι ούρλιαζαν με καδρόνια στα χέρια. ΜΑΤ με ασπίδες και μάσκες. Πηγαδάκια κόσμου. Φωτιές στις γωνίες. Τόσος θυμός, πώς θα εκτονωθεί, Θεέ μου;
Επιθυμούσα έντονα να γίνω αόρατη. Έστριψα στη Μαρασλή κι ανηφόρισα προς Κολωνάκι. Άφησα πίσω μου τη βουή και τον ορυμαγδό. Ήθελα να μείνω μόνη…
Χριστιάννα Λούπα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου