Tου Παντελη Μπουκαλα
Δέκα και δεκαπέντε χρόνια πριν, το βασικό επιχείρημα ότι εμείς οι Ελληνες είμαστε, γενικώς και γενετικώς, μη μισαλλόδοξοι και αντιρατσιστές, σαν πιστοί του Ξενίου Διός και ταυτοχρόνως του Ιησού της αγάπης, είχε την εξής μορφή: «Μα είδατε να υπάρχουν εκδηλώσεις μίσους εναντίον των μαύρων της Αφρικής, των σκούρων της Ασίας ή των ξανθών του Βορρά; Οχι βέβαια. Μόνο για τους Αλβανούς ακούγονται κατάρες και μόνο αυτούς περιλαβαίνουν οι σκούπες, γιατί μόνο αυτοί προκαλούν προβλήματα». Ηταν τότε που είχαμε αποφασίσει ότι οι Αλβανοί είναι ράτσα εκ γενετής χαλασμένη, μια πεποίθηση που κωδικοποιήθηκε άλλωστε στο μαζικής χρήσεως σύνθημα «Δεν θα γίνεις Ελληνας ποτέ, Αλβανέ», το οποίο σε ώρες εθνικής έξαψης το απευθύνουμε επιθετικά ακόμα και σε αλβανικής προελεύσεως αθλητές που μετέχουν σε ελληνικές εθνικές ομάδες. Δεν μας περνούσε από το νου πως ήταν σαφές δείγμα ρατσιστικής σκέψης η πίστη ότι εμείς μεν διαθέτουμε όλοι αντιρατσιστικά γονίδια (ακόμα και οι νεοναζιστές της Χρυσής Αυγής και οι εβραιοφάγοι του ΛΑΟΣ), οι δε Αλβανοί, και πάλι όλοι, βαρύνονται από γονίδια χαμηλής στάθμης, ανάγωγα και απολίτιστα.........
Βρισκόμασταν τότε στα χρόνια της «ανάπτυξης», η οποία έπρεπε να γίνει με φτηνά και ανασφάλιστα εργατικά χέρια· ήταν και οι Ολυμπιακοί μπροστά μας, όραμα μέγα, είχαν και πολλοί εξ ημών το προσωπικό τους μικρό όνειρο, να δουλεύουν λιγότερο και να δανείζονται περισσότερο από τις ιδιοτελώς πρόθυμες τράπεζες, ποιος ο λόγος λοιπόν να τρέχουμε σε οικοδομές και σε χωράφια, με τόση προσφορά μαύρης ή γκρίζας εργατικής δύναμης.Σ’ εκείνα τα χρόνια λοιπόν, Οκτώβριο του 1999, έλαβε χώρα ένα φρικαλέο δράμα που το κατατάξαμε με αμήχανο τρόμο στα «ακραία μεμονωμένα περιστατικά» και δεν το διαβάσαμε σαν άγγελο κακών ειδήσεων από το κοντινό μέλλον μας, σαν προανάκρουσμα της μαζικοποίησης της μισαλλοδοξίας και της ιδεολογικοποίησής της που σίγουρα θα γινόταν, αφού η πολιτεία συνέχιζε να πολιτεύεται στο μεταναστευτικό τυχοδιωκτικά, για να εξυπηρετήσει ωφελιμοθηρικά και τον κοινωνικό τυχοδιωκτισμό. Δεν βρίσκω περισσότερο ταιριαστό αφηγητή του δράματος εκείνου από τον ίδιο τον πρωταγωνιστή του, τον Παντελή Καζάκο. Να τι έλεγε στην πρώτη του κατάθεση, που την αντλώ από το βιβλίο «Ο δρόμος για την Ομόνοια» (εκδ. Καστανιώτη, 2005):
«Την περασμένη Τρίτη, 19.9.1999, πήγα στην πλατεία Κουμουνδούρου και μόλις αντίκρισα τους Κούρδους τρελάθηκα. Εκανα βόλτες γύρω γύρω και κάποια στιγμή, περί ώρα 23.30, συνάντησα τυχαία στην οδό Αγησιλάου τρία άτομα που βάδιζαν στη μέση του δρόμου. Τους πλησίασα από πίσω και τους ρώτησα: “Είστε Κούρδοι;” Ο ένας απάντησε καταφατικά και τότε τράβηξα το πιστόλι από τη θήκη στη ζώνη μου και πυροβόλησα εναντίον τους, οκτώ φορές. Αυτοί έπεσαν και οι τρεις στο οδόστρωμα, ενώ εγώ έφυγα προς τα πίσω. (...) Χθες, 21.10.1999, περί ώρα 17.00, έφυγα από το σπίτι μου και κατέβηκα στην Αθήνα, έχοντας μαζί μου το πιστόλι και με σκοπό να βρω κανέναν αλλοδαπό να τον καθαρίσω. Ενώ έκανα βόλτες, είδα έναν μαύρο να περπατάει. Τον πλησίασα από κοντά και τον πυροβόλησα δύο φορές, σκοπεύοντας το κεφάλι του. Αυτός έπεσε κάτω και εγώ έφυγα. Υστερα από λίγο, περπατώντας προς το παλιό Δημαρχείο, συνάντησα άλλον έναν μαύρο που περπατούσε στο δρόμο. Τον πλησίασα και από κοντινή απόσταση τον πυροβόλησα μία φορά στο κεφάλι. Μετά έφυγα και πήγα προς τα Εξάρχεια. Στην οδό Καλλιδρομίου συνάντησα δύο μαύρους. Τους πλησίασα από πίσω και πυροβόλησα τον έναν τρεις φορές, ο οποίος και σωριάστηκε κάτω, ενώ ο άλλος άρχισε να φωνάζει. Από κει έφυγα και κατέβηκα στην οδό Λιοσίων. Σε κάποιο σημείο, που δεν θυμάμαι ακριβώς πού, συνάντησα έναν αλλοδαπό μελαψό, τον οποίο αφού πλησίασα, τον πυροβόλησα μία φορά στο κεφάλι. Μετά από κει ανέβηκα την οδό Ηπείρου και σε κάποιο σημείο είδα έναν αλλοδαπό που βάδιζε στο πεζοδρόμιο. Τον πυροβόλησα μία φορά από πίσω, έπεσε κάτω και εγώ έφυγα τρέχοντας προς την οδό Φυλής και χάθηκα προς την Ομόνοια. (...) Φτάνοντας στο Μεταξουργείο και ενώ η ώρα πρέπει να ήταν 04.00 σήμερα τα ξημερώματα, είδα μπροστά μου έναν αλλοδαπό. Αμέσως τράβηξα πιστόλι και τον πυροβόλησα δυο-τρεις φορές στο κεφάλι από τα πλάγια. (...) Δεν γνωρίζω ποια από τα άτομα που πυροβόλησα πέθαναν ή όχι. Ούτε θυμάμαι ακριβώς τις ώρες που πυροβολούσα τα διάφορα άτομα. Δεν μετανιώνω για ό, τι έκανα, γιατί με τις πράξεις μου αυτές πιστεύω ότι πρόσφερα υπηρεσία στην πατρίδα. Το κακό με τους αλλοδαπούς είχε παραγίνει. Δεν έχω κάποιο πρόβλημα υγείας ούτε έχω νοσηλευτεί σε κάποιο νοσοκομείο. Αλλο τίποτα δεν έχω να προσθέσω».
Δεν ήταν η Ελλάδα ο Καζάκος, σίγουρα, και δεν είναι· πάμπολλες οι περιπτώσεις λαμπρής αντιμετώπισης των ξένων, επιτρέπουν την πίστη ότι δεν σμπαραλιάστηκαν όλες οι αξίες και δεν αφανίστηκε το πρόσωπό μας. Το θέλουμε δεν το θέλουμε όμως, το αντέχουμε δεν το αντέχουμε, συμφωνεί ή όχι με τους μύθους που πιστεύουμε σαν αλήθεια, η Ελλάδα ήταν και είναι και οι Καζάκοι της, που δεν πυροβολούσαν όλοι με πιστόλι αλλά και με τη γλώσσα τους (από την τηλεόραση π. χ.) · ήταν και είναι όσοι φώναζαν ότι «το κακό με τους αλλοδαπούς έχει παραγίνει» ακόμα κι όταν ο όγκος των μεταναστών ήταν πολύ πολύ μικρότερος και, παρά τη δημιουργική λογιστική των στατιστικών, τίποτα δεν αποδείκνυε πως η εγκληματικότητα ήταν καθ’ ολοκληρίαν εισαγόμενη (βλέπουμε άλλωστε και σήμερα ότι στις ποικίλες συμμορίες πάντοτε υπάρχει ομοεθνής μας ή ομογενής, συνήθως πρωταγωνιστής) · ήταν και είναι όσοι είχαν αποφασίσει ότι «θα πρόσφεραν υπηρεσία στην πατρίδα», αν όχι σκοτώνοντας (γιατί και φόνοι ξένων έχουν συμβεί, που αφομοιώθηκαν σαν ασήμαντες παράπλευρες απώλειες ή σαν αποτέλεσμα «άμυνας»), έστω ξυλοκοπώντας αγρίως.
Στην περίπτωση όσων κατοικούν σε συνοικίες που τις λυμαίνονται συμμορίες ο φόβος είναι εύλογος και συχνά ικανός να διαπεράσει την ηθικοπνευματική ασπίδα που έχει δημιουργήσει το ιδεολογικό φρόνημα ή η θρησκευτική πίστη. Τον τόνο όμως δεν τον δίνει ο φόβος αυτός αλλά η ιδεολογικής τάξεως μισαλλοδοξία, ο πούρος ρατσισμός, όπως εκφράζεται από τους νεοναζιστές νταήδες, ζηλωτές στον έναν ή τον άλλον βαθμό του Καζάκου, που υποχρεώνουν τους μετανάστες, όπως είδαμε στην τηλεόραση, σε σλάλομ ανάμεσα σε καδρόνια, μαχαίρια και κατσαβίδια, για να γλιτώσουν. Αυτοί οι νταήδες χρησιμοποιούν την ελληνική σημαία και το κοντάρι της για να τσακίσουν σκουρόχρωμα κεφάλια. Μα πού το παράδοξο. Κι ας ουρλιάζουν για την «Ελλάδα που ανήκει στους Ελληνες», οι εκκαθαριστές αυτοί λατρεύουν άλλη σημαία: του χιτλερισμού. Το απέδειξαν και στο δημοτικό συμβούλιο της Αθήνας, όταν ο χρυσαυγίτης κ. Μιχαλολιάκος αποχώρησε περιφρονητικά στην ενός λεπτού σιγή στη μνήμη του Απόστολου Σάντα. Προφανώς οι ελληνοκάπηλοι θα προτιμούσαν να μην είχε ανέβει στην Ακρόπολη ο Σάντας με τον Μανώλη Γλέζο. kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου