Τρίτη 22 Μαρτίου 2011

Γυναίκες στα πεδία των συγκρούσεων

της Δώρας Αυγέρη

Βροχερό πρωινό στην οδό Λαγκαδά. Η πόρτα μιας μπαγαζιέρας τουριστικού λεωφορείου που φεύγει για την Τιφλίδα, κλείνει βαριά. Μέσα στις φτωχικές αποσκευές είναι κρυμμένο ένα φέρετρο, που θα ξεκινήσει το ταξίδι του για να παραχωθεί στο χώμα της Γεωργίας.

Δεν φανταζόταν έτσι το ταξίδι της επιστροφής η 22χρονη Μαρίνα,
που είχε όνειρα όταν ήρθε στη Θεσσαλονίκη. Δεν έμεινε στιγμή χωρίς δουλειά, έστελνε όσα χρήματα μπορούσε στην οικογένειά της, μαζί με γράμματα και ευχές από τη Θεσσαλονίκη, με τους πολλούς μετανάστες από τη Γεωργία.
Αλλά αρρώστησε βαριά. Στο νοσοκομείο δεν ήταν μόνη. Οι μετανάστριες από την χώρα της φυλάγανε βάρδιες και τις ψιθυρίζανε στο αυτί ότι η μάνα της θα καταφέρει να πάρει άδεια και να έρθει στην Ελλάδα. Αλλά, χρειάστηκαν παρακάλια και ικεσίες για να πεισθεί η ελληνική πολιτεία ότι η 55χρονη μάνα δεν θα ερχόταν για να κλέψει τις δουλειές των ντόπιων.
Η Ταμάρα πρόλαβε να κρατήσει την Μαρίνα της στην αγκαλιά της, όπως όταν ήταν μωρό, και να της τραγουδήσει το νανούρισμα της Νάνας, που λένε οι μανάδες στη Γεωργία....
Μετά την πήρε από το χέρι για να γυρίσουν πίσω στο σπίτι. Με το λεωφορείο, γιατί δεν έφταναν τα λεφτά που μάζεψε η κοινότητα για νεκροφόρα...
Μια άλλη μάνα, από τα ίδια μέρη, Μαρίνα τη λένε και αυτή, μαζεύει ψίχουλο – ψίχουλο τα ένσημά της, σαν άλλος Κοντορεβιθούλης που προσπαθεί να δείξει το δρόμο για το όνειρο στα δυο μικρά αγόρια της. Εκείνα έμειναν πίσω στην πατρίδα με τη γιαγιά, γιατί τα ένσημα δεν φτάνουν για την οικογενειακή συνένωση.
Θυμάμαι το τραγούδι από τους Μετανάστες, με τη Μοσχουλιού, όταν η Μαρίνα μου δείχνει τις φωτογραφίες από τα παιδιά της, και λέω ότι αυτά τα περάσανε και οι δικές μας μανάδες στην ξενιτιά: “Μιλώ για τα παιδιά μου και ιδρώνω, έχω ένα χρόνο να τα δω και λιώνω. Μου γράφει η γιαγιά τους πως ρωτάνε, τα τραίνα που ναι στον σταθμό, που πάνε;

Σ’ ένα παράθυρο ενός σπιτιού, κάπου στη Βέροια, καθόμουν δίπλα στη Νατέλα
και αγναντεύαμε τον κάμπο της Ημαθίας….Άδειος ο κάμπος, άδειο και το βλέμμα της Νατέλας, χωρίς το γιο της τον Άλεξ.
“Σκέφτομαι ότι μπορεί να είναι κάπου εκεί και να κρύβεται”, μου είχε πει και έκλαψε για τον χρόνο που έχασε μακριά του, όταν τον άφησε μόνο του για να έρθει στην Ελλάδα για δουλειά.
Μετά μου έπαιξε στο Πιάνο τη σονάτα του Σεληνόφωτος, του Μπετόβεν...
Όταν την ακούω, μου έρχεται στο μυαλό η ιστορία της Κωνσταντίνας Κούνεβα, που δεν την γνώρισα από κοντά, αλλά φοβάμαι να αντικρίσω το πρόσωπό της, στο οποίο είναι ζωγραφισμένη η πιο αδυσώπητη σύγκρουση.
Δεν είναι Ιράν ούτε Αφγανιστάν η Θεσσαλονίκη, η Ελλάδα, για να αναγκάζει τις γυναίκες της να αποδεικνύουν καθημερινά την πολεμική τους ετοιμότητα.
Να φοβούνται μια ριπή του αέρα που θα σηκώσει το τσαντόρ τους και θα συνοδευθεί από μια ενδεχόμενη ριπή πολυβόλου που θα κόψει τη ζωή τους για απρέπεια και προσβολή προς τα ήθη και τα έθιμα μιας δήθεν φιλεύσπλαχνης θρησκείας.
Να κρύβονται στα λαγούμια μαζί με τους άντρες τους που αντιμετωπίζουν μιαν άλλη “φιλεύσπλαχνη” εισβολή, μιας άλλης δήθεν “φιλεύσπλαχνης” κοινωνίας. Πόλεμος εκεί, πόλεμος και εδώ.
Εδώ το πεδίο είναι βουβό. Δίχως βόμβες. Με μοναδικό πολεμοφόδιο της γυναίκας το βουβό της κλάμα.
Βόμβες δεν σκάνε, αλλά εξακολουθούν να σκάνε ζωές στα χέρια μας και να ανατινάζουν την δήθεν ευημερία μας.
Μητρόπολη του Κόσμου, η Θεσσαλονίκη. Έτσι είχαμε βαφτίσει και την εκπομπή μας στην ΕΡΤ3, όταν μάζευε θραύσματα ανθρώπινων ζωών, όπως αυτών που περιέγραψα στις σκηνές που προηγήθηκαν.
Ένας στρατιωτικός χάρτης που περιέγραφε το πολεμικό πεδίο της καθημερινότητας σε μια πόλη που καμώνεται την ήσυχη και ανεκτική Οροπέδιά της τα εργοστάσια, με τα εργατικά χέρια ντόπιων και μεταναστών. Τα σχολεία και τα νοσοκομεία με τις καθαρίστριες, τις Κωνσταντίνες Κούνεβες των 500 ευρών. Τα σπίτια των προνομιούχων με τους χώρους τους και τα παιδιά τους αφημένα στην περιποίηση της Αστρίτ από τις Φιλιππίνες, που μόνον την Κυριακή έχει δική τους για να πηγαίνει στην καθολική εκκλησία, στην Φράγκων. Στην προσευχή εκτονώνει τη νοσταλγία της, αλλά και τη μοναξιά της. Είναι 45 και ακόμη ανύπαντρη.
Είναι και η Κάμπι από τη Βουλγαρία, το κορίτσι που στη γειτονιά το ξέρουν με το όνομα Κάτια. Μιλά τέλεια ελληνικά, πίνει πολύ, αλλά θυμάται με κάθε λεπτομέρεια πως πέρασε ένα βράδυ τα σύνορα. Για να ελευθερωθεί και να εγκλωβιστεί τελικά στα στενά όρια μιας ανδρικής μαφίας και ενός δωματίου, όπου ανακουφίζουν τις ορμές τους οι δικοί μας, οι ντόπιοι άντρες μας.

Εντάξει, δεν είναι μόνο μετανάστριες η Θεσσαλονίκη.
Δεν είναι μόνον αλλοδαπές ζωές που έρχονται από το πουθενά, για να ταξιδέψουν στο πουθενά. Είναι και οι πωλήτριες στα μαγαζιά του τίποτα της ομορφιάς μας. Που θα ξεκλέψουν λίγο από το ονειρεμένο, ακριβό άρωμα, για να γυρίσουν το βράδυ στον επίσης υποπρονομιούχο εραστή τους.
Είναι υπομονετικά ανθρώπινα χέρια που υφαίνουν σαν αργαλειός της σύγχρονης τεχνολογίας το οκτάωρο ενός άλλου τίποτα. Είναι και τα “κορίτσια της συγνώμης”, όπως τα τραγουδούν οι Κατσιμιχαίοι, να περιμένουν ένα χάδι και ένα λουλούδι για να ξεγελάσουν όλο αυτό το τίποτα.
Λαγούμια του πολεμικού πεδίου, τα αφώτιστα, γκρίζα δυάρια της Κασσάνδρου, της Ολυμπιάδος, της Σταυρούπολης, των Αμπελοκήπων, της Ευκαρπίας και της Περαίας, όπου γυναίκες ντόπιες και ξενόφερτες κουβαλούν τα ετοιμοφλεγή πυρομαχικά τους και τα γομώνουν κάθε βράδυ με το μπαρούτι των ονείρων τους.
Αλλά “θα ρθει ο καιρός που θα λάβουν τα όνειρα εκδίκηση”, όπως λέει και ο ποιητής, που θα φωτίσει ο ουρανός της Θεσσαλονίκης από όλες αυτές τις σκοτεινές ζωές.
Δεν είναι ένας φτηνός επαναστατικός λόγος, είναι η μοιραία εξέλιξη μιας γυναίκας βόμβας, η οποία θα έρθει η στιγμή να απαντήσει σε κάποιες άλλες “συναδέλφους”, τις σεξομβόβες των περιοδικών, τις εκρηκτικές παρουσίες των κοσμικών συνάξεων.
Ναι, βόμβες και αυτές, και όλες τους. Θύματα και αυτές ενός πολέμου πετυχημένων αστών, με τις γυναίκες-τρόπαια να φιγουράρουν δίπλα τους. Να περιμένουν την ανδρική ελεημοσύνη στο απλωμένο χέρι μιας νόμιμης πορνείας.
Θα έρθει ο καιρός....
Όπως είχε έρθει ο καιρός να ψηφίσουμε, να πούμε και εμείς τη γνώμη μας στην ανδρική δημοκρατία. Δεν πάνε πολλά χρόνια από τότε... Που βγάλαμε τις βουλευτίνες μας και τις δικές μας φωνές στα σπλάχνα του ανδροκρατούμενου κοινοβουλίου.

Η Θεσσαλονίκη που έστειλε πρώτη την Ελένη Σκούρα να μας εκπροσωπήσει το 1953, εκεί όπου μόνον οι μπάσες και βραχνές φωνές ακούγονταν.
Και από τότε, γινόμαστε ολοένα και περισσότερες...Και θα γίνουμε ακόμη περισσότερες. Και θα υψώσουμε τις σημαίες μας σε ταμπούρια της ανδρικής, αναιτιολόγητης παντοκρατορίας και τότε θα ανάψουμε ένα κεράκι στη μνήμη όλων αυτών των γυναικών, που δεν χάθηκαν από σφαίρες, μα στο σιωπηλό πολεμικό πεδίο της καθημερινότητας. Στις μανάδες και τις νοικοκυρές πριν από όλα, που ανέθρεψαν εμάς και τους άνδρες μας με το “γάλα της θλίψης” τους. Στην Σαίντα Τζαχάναρα, την μάνα μου από το Μπανγκλαντές, που δεν μεγάλωσε μόνο τον άνδρα μου, αλλά όσα παιδιά μπορούσε να κλείσει στην αγκαλιά της. Όπως και τις γυναίκες θύματα μαζικών βιασμών που άφησε ο πόλεμος του 1971, ανάμεσα στο Δυτικό και Ανατολικό Πακιστάν. Και τι σύμπτωση, στις 8 Μαρτίου είχε γεννηθεί

Για όλες αυτές και όλες εμάς, τότε, ας κρατήσουμε στο μυαλό μας, ενός λεπτού σιγή… 
tvxs.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: