Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2011

Αφιέρωμα στον Μανώλη Αναγνωστάκη

Βιογραφικό
Γεννήθηκε το 1925 στη Θεσσαλονίκη. Εκεί σπούδασε Ιατρική και στη Βιέννη το 1955, εξειδικεύτηκε στην Ακτινολογία. 'Άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου στη Θεσσαλονίκη και το 1978 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Πρωτοεμφανίστηκε στο περιοδικό Πειραϊκά Γράμματα (1942) και στο φοιτητικό περιοδικό Ξεκίνημα (1944) που διετέλεσε αρχισυντάκτης. Δημοσίευσε ποιήματα και κριτικά σημειώματα σε πολλά περιοδικά. Ήταν μέλος της εκδοτικής ομάδας των "Δεκαοκτώ Κειμένων" (1970), των "Νέων Κειμένων" και του περιοδικού ΗΣυνέχεια (1973). Το έργο του έχει μεταφραστεί στ' ΑγγλικάΓαλλικάΓερμανικά κι Ιταλικά, ενώ τα ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από κορυφαίους Έλληνες συνθέτες. Πέθανε στην Αθήνα στις 23 Ιουνίου 2005 σ' ηλικία 80 ετών, από καρδιοαναπνευστικό πρόβλημα.
Γράφει η Κωνσταντίνα Σανδάλη.....

Κάθε Πρωί
Κάθε πρωί
Καταργούμε τα όνειρα
Χτίζουμε με περίσκεψη τα λόγια
Τα ρούχα μας  είναι μια φωλιά από σίδερο
Κάθε πρωί
Χαιρετάμε τους χθεσινούς φίλους
Οι νύχτες μεγαλώνουν σαν αρμόνικες
-Ήχοι, καημοί, πεθαμένα φιλιά.
(Ασήμαντες απαριθμήσεις
-Τίποτα, λέξεις μόνο για τους άλλους.
Μα πού τελειώνει η μοναξιά;)



Θα 'ρθει Μια Μέρα
Θα 'ρθει μια μέρα που δε θα 'χουμε πια τι να πούμε
Θα καθόμαστε απέναντι και θα κοιταζόμαστε στα μάτια
Η σιωπή μου θα λέει: Πόσο είσαι όμορφη, μα δε
βρίσκω άλλο τρόπο να στο πω
Θα ταξιδέψουμε κάπου, έτσι από ανία ή για να
πούμε πως κι εμείς ταξιδέψαμε.
Ο κόσμος ψάχνει σ' όλη του τη ζωή να βρει τουλάχιστο
τον έρωτα, μα δεν βρίσκει τίποτα.
Σκέφτομαι συχνά πως η ζωή μας είναι τόσο μικρή
που δεν αξίζει καν να την αρχίσει κανείς.
Απ' την Αθήνα θα πάω στο Μοντεβίδεο ίσως και
στη Σαγκάη, είναι κάτι κι αυτό δε μπορείς
να το αμφισβητήσεις.
Καπνίσαμε -θυμήσου- ατέλειωτα τσιγάρα
συζητώντας ένα βράδυ
-ξεχνώ πάνω σε τι- κι είναι κρίμα γιατί ήταν τόσο
μα τόσο ενδιαφέρον.
Μια μέρα, ας ήτανε, να φύγω μακριά σου αλλά κι
εκεί θα 'ρθεις και θα με ζητήσεις
Δε μπορεί, Θέ μου, να φύγει κανείς μοναχός του.

Δρόμοι Παλιοί

Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
κάτω απ' τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή
Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά
κάμε να σ' ανταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο του τόπου μου κι εγώ
Ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ
κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες
Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανένα
κι ούτε κανένας κι ούτε κανένας με γνώριζε με γνώριζε.


Η Αγάπη Είναι Ο Φόβος ...
Η αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους
Όταν υπόταξαν τις μέρες μας και τις κρεμάσανε σα δάκρυα
Όταν μαζί τους πεθάνανε σε μιαν οικτρή παραμόρφωση
Τα τελευταία μας σχήματα των παιδικών αισθημάτων
Και τι κρατά τάχα το χέρι που οι άνθρωποι δίνουν;
Ξέρει να σφίγγει γερά εκεί που ο λογισμός μας ξεγελά
Την ώρα που ο χρόνος σταμάτησε και η μνήμη ξεριζώθηκε
Σα μιαν εκζήτηση παράλογη πέρα από κάθε νόημα;
(κι αυτοί γυρίζουν πίσω μια μέρα χωρίς στο μυαλό μια
ρυτίδα
βρίσκουνε τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους μεγάλωσαν
πηγαίνουνε στα μικρομάγαζα και στα καφενεία της συνοικίας
διαβάζουνε κάθε πρωί την εποποιία της καθημερινότητας.)
Πεθαίνουμε τάχα για τους άλλους ή γιατί έτσι νικούμε τη ζωή
Ή γιατί έτσι φτύνουμε ένα-ένα τα τιποτένια ομοιώματα
Και μια στιγμή στο στεγνωμένο νου τους περνά μιαν ηλιαχτίδα
Κάτι σα μια θαμπή ανάμνηση μιας ζωικής προϊστορίας.
Φτάνουμε μέρες που δεν έχεις πια τι να λογαριάσεις
Συμβάντα ερωτικά και χρηματιστηριακές επιχειρήσεις
Δε βρίσκεις καθρέφτες να φωνάξεις τ' όνομά σου
Απλές προθέσεις ζωής διασφαλίζουν μιαν επικαιρότητα
Ανία, πόθοι, όνειρα, συναλλαγές, εξαπατήσεις
Κι αν σκέφτομαι είναι γιατί η συνήθεια είναι πιο προσιτή από την τύψη.
Μα ποιός θα' ρθει να κρατήσει την ορμή μιας μπόρας που πέφτει;


Απροσδιόριστη Χρονολογία
Αυτή η μέρα πέρασε χωρίς καμιάν απόχρωση
Τόσο διαφορετική από τις άλλες μέρες
(Ίσως η απαρχή ομοίων ημερών)
έσβησεν έτσι ανάλαφρα όπως ήρθε
χωρίς να παιχνιδίσει ο ήλιος στα κλαδιά
Τράβηξε τις κουρτίνες της με διάκρισην η νύχτα.
Μια μέρα τόσο διάφορη απ' τις άλλες
Χωρίς τα σύμβολα του «πλήν» και του «συν»
π' αυλακώνουν τη σκέψη
Χωρίς να βαραίνει καν τη ζυγαριά της μνήμης
Πες σα μια σαπουνόφουσκα που τρυπήσαμε με την καρφίτσα
Σαν τον καπνό τσιγάρου χωρίς άρωμα.
Έτσι έπεσε ένα φύλλο από το καλαντάρι
Δίχως τον παραμικρότερο ήχο
(Χάθηκε και δεν ψάξαμε να το βρούμε)
Έμεινε το συρτάρι μας όπως το αφήσαμε.
Ίσως -λές- πως δεν ήτανε καν μια μέρα
Μόνο που σήμερα φωνάζουν αρνητικά οι αριθμοί
Το ρολόι γυρισμένο ένα ακόμη εικοσιτετράωρο
-Λές- πως περάσαμε ασυνείδητα τα μεσάνυχτα
Έναν ολόισιο ασφαλτοστρωμένο δρόμο.

Επίλογος
Κι όχι αυταπάτες προπαντός.
Το πολύ πολύ να τους εκλάβεις σα δυό θαμπούς
προβολείς μες στην ομίχλη
Σαν ένα δελτάριο σε φίλους που λείπουν
με τη μοναδική λέξη: ζω.

« Γιατί» όπως πολύ σωστά είπε κάποτε κι ο φίλος  μου  ο Τίτος,
«κανένας στίχος σήμεραδεν κινητοποιεί τις μάζες
κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα

Έστω.
Ανάπηρος, δείξε τα χέρια σου.
Κρίνε για να κριθείς.


Ήτανε Νέοι
Οι δρόμοι ήταν σκοτεινοί και λασπωμένοι
το πιάτο στο τραπέζι λιγοστό,
το φιλί στο κατώφλι ήταν κλεφτό
και έρωτες μέσα στις καρδούλες κλειδωμένοι
Ήτανε νέοι ήτανε νέοι, ήταν παιδιά
και έτυχε να 'ναι και καλή σοδειά
Τα βράδια ξενυχτούσαν στα υπόγεια,
και σβάρνα ολημερίς στις γειτονιές
αχ! τα σοκάκια εκείνα κι οι γωνιές
σφιχτά που φυλάξαν τα τίμια λόγια
Ήτανε νέοι ήτανε νέοι, ήταν παιδιά
και έτυχε να 'ναι και καλή σοδειά
Δεν ξέρανε πατέρα, μάνα σπίτι, μάνα σπίτι
έναν δεν δίναν για το σήμερα παρά
δε ρίχνανε δραχμές στον κουμπαρά
δεν κράταγαν μεζούρα και διαβήτη
Ήτανε νέοι ήτανε νέοι, ήταν παιδιά
και έτυχε να 'ναι και καλή σοδειά

Οι Στίχοι Αυτοί...
Οι στίχοι αυτοί μπορεί και να είναι οι τελευταίοι
οι τελευταίοι στους τελευταίους που θα γραφτούν
Γιατί οι μελλούμενοι ποιητές δε ζούνε πια
αυτοί που θα μιλούσανε πεθάναν όλοι νέοι
Τα θλιβερά τραγούδια τους γενίκανε πουλιά
σε κάποιον άλλο ουρανό που λάμπει ξένος ήλιος
Γένικαν άγριοι ποταμοί που τρέχουνε στη θάλασσα
και τα νερά τους δεν μπορείς να ξεχωρίσεις
Στα θλιβερά τραγούδια τους φύτρωσε ενας λωτός
να γεννηθούμε στο χυμό του εμείς πιο νέοι.


Όταν Μιαν 'Άνοιξη
Όταν μιαν άνοιξη χαμογελάσει
θα ντυθείς μια καινούργια φορεσιά
και θα ’ρθεις να σφίξεις τα χέρια μου
παλιέ μου φίλε
Κι ίσως κανείς δε σε προσμένει να γυρίσεις
μα εγώ νιώθω τους χτύπους της καρδιάς σου
κι ένα άνθος φυτρωμένο στην ώριμη, πικραμένη σου μνήμη
Κάποιο τρένο, τη νύχτα, σφυρίζοντας,
ή ένα πλοίο, μακρινό κι απροσδόκητο
θα σε φέρει μαζί με τη νιότη μας
και τα όνειρά μας
Κι ίσως τίποτα, αλήθεια, δεν ξέχασες
μα ο γυρισμός πάντα αξίζει περσότερο
από κάθε μου αγάπη κι αγάπη σου
παλιέ μου φίλε

Νέοι Της Σιδώνος

Kανονικά δε πρέπει να 'χουμε παράπονο
Kαλή κι εγκάρδια η συντροφιά σας, όλο νιάτα,
Kορίτσια δροσερά - αρτιμελή αγόρια
Γεμάτα πάθος κι έρωτα για τη ζωή και για τη δράση.
Kαλά, με νόημα και ζουμί και τα τραγούδια σας
Tόσο, μα τόσο ανθρώπινα, συγκινημένα,
Για τα παιδάκια που πεθαίνουν σ' άλλην Ήπειρο
Για ήρωες που σκοτωθήκαν σ' άλλα χρόνια,
Για επαναστάτες Mαύρους, Πράσινους, Κιτρινωπούς,
Για τον καημό του εν γένει πάσχοντος Ανθρώπου.
Ιδιαιτέρως σάς τιμά τούτη η συμμετοχή
Στην προβληματική και στους αγώνες του καιρού μας
Δίνετε ένα άμεσο παρόν και δραστικό - κατόπιν τούτου
Νομίζω δικαιούσθε με το παραπάνω
Δυο-δυο, τρεις-τρεις, να παίξετε, να ερωτευθείτε,
Kαι να ξεσκάσετε, αδελφέ, μετά από τόση κούραση.

(Mας γέρασαν προώρως Γιώργο, το κατάλαβες;)
Επιτύμβιον

Πέθανες κι έγινες κι εσύ: ο καλός.
Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.
Τριάντα έξη στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι αντιπροέδρων,
εφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες υπηρεσίες που πρόσφερες.
Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το 'ξερα τι κάθαρμα ήσουν,
τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα.
Κοιμού εν ειρήνη δε θα 'ρθω την ησυχία σου να ταράξω.
(Εγώ, μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την εξαγοράσω
πολύ ακριβά κι όχι με τίμημα το θλιβερό σου το σαρκίο).
Κοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο καλός,
ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.
Δε θα 'σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος...                              
Palmografos.com    

Δεν υπάρχουν σχόλια: