Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2010

Οι δυνάμεις της χρεοκοπίας καιροφυλακτούν

Τoυ ΓΙΑΝΝΗ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Η Ελλάδα μπορεί να ανασυνταχθεί, μπορεί να βγει από το τούνελ και να ενσωματωθεί με καλύτερους από το παρελθόν όρους στη διεθνή οικονομία, αρκεί η αναποτελεσματικότητα του πολιτικούκομματικού συστήματος να μην τινάξει στον αέρα τη συλλογική επιθυμία. Αυτή η εικόνα, αισιόδοξη και θλιβερή ταυτόχρονα, αποδίδει τη σημερινή συγκυρία.

Από τη μια, το σταθεροποιητικό πρόγραμμα καταγράφει ήδη τα πρώτα (δειλά έστω) θετικά αποτελέσματα: μείωση των περιώνυμων spreads, βελτίωση της εικόνας στις διεθνείς χρηματαγορές, ανάκαμψη των τραπεζών μας, επιμήκυνση της αποπληρωμής του χρέους μετά το 2013. Από την άλλη, το προεκλογικό κλίμα των αυτοδιοικητικών εκλογών, με ευθύνη πρωτίστως της Ν.Δ. του κ. Σαμαρά, δείχνει ένα πολιτικό- κομματικό σύστημα που συμπεριφέρεται σαν να μην έχει τρέξει τίποτα, σαν να μην έχει συνειδητοποιήσει τις ευθύνες του για την οικτρή κατάσταση της χώρας, σαν όλα τα αρνητικά γνωρίσματα του μεταπολιτευτικού ύφους άσκησης της πολιτικής να είναι παρόντα, αμετάλλαχτα και προκλητικά στον κυνισμό τους. Το σκηνικό θέλει ίσως να μας θυμίσει ότι όλες οι παθογένειες που έσπρωξαν την Ελλάδα στη χρεοκοπία καιροφυλακτούν στη γωνία, ροκανίζουν τις ελπίδες, έτοιμες να επανέλθουν με την πρώτη ευκαιρία. ........

Η κρισιμότητα όμως της περιόδου ξεπερνά τη συγκυρία των αυτοδιοικητικών εκλογών. Γιατί οι εξελίξεις, θετικές και αρνητικές, απαιτούν να επανεξεταστεί ο τρόπος πολιτικής διεύθυνσης της μεσοπρόθεσμης στρατηγικής για να βγει η χώρα από την κρίση και να ξανασταθεί στα δικά της πόδια. Μεσοπρόθεσμης στρατηγικής που περιλαμβάνει το Μνημόνιο, αλλά ταυτόχρονα το υπερβαίνει, δημιουργεί τις συνθήκες τροποποίησής του όπου χρειάζεται, σχεδιάζει την καταλληλότερη επιμήκυνση, σταθεροποιεί την οικονομία για να δημιουργήσει νέα υγιέστερη ανάπτυξη, διορθώνει από σήμερα ακραίες αδικίες στην κατανομή του κοινωνικού κόστους, συμμετέχει στην αναδιαπραγμάτευση της «οικονομικής διακυβέρνησης» της ευ ρωζώνης. Αυτή η πολύχρονη προσπάθεια διέρχεται σήμερα μια καμπή, καθώς εξασθενούν ορισμένες αρχικές πηγές συναίνεσης και χρειάζεται να εξασφαλιστούν νέες και πλουσιότερες. Για να το πούμε αλλιώς, πρέπει να περάσουμε από τη συναίνεση του «αμάν βουλιάζουμε» στη συναίνεση του «τώρα αλλάζουμε». Χωρίς αμφιβολία, υπήρξε και εξακολουθεί να υπάρχει μια συναίνεση στη βάση του κινδύνου που βίωσε η χώρα όταν συνειδητοποίησε ότι είχε πέσει σε γκρεμό. Χάρη σε αυτήν κινητοποιήθηκε το ένστικτο επιβίωσης, η αποδοχή του μονόδρομου, η κινητοποίηση ενός πατριωτικού αισθήματος, και έτσι διαμορφώθηκε μια πλειοψηφούσα ώριμη Γνώμη, η οποία απέρριψε τις σκέψεις για εθελούσια χρεοκοπία της χώρας (στάση πληρωμών) που πρότειναν όσοι προέβλεπαν την καταστροφή του ευρώ, ή δεν αντιλαμβάνονταν ότι η Ελλάδα ήταν μέλος μιας αλληλεξαρτημένης Ενωσης και όχι μια μεμονωμένη εθνική οικονομία στη Λατινική Αμερική, όπως η Αργεντινή και ο Ισημερινός. Αλλά αυτή η μορφή συναίνεσης έχει όρια. Κατ΄ αρχάς, οι πολίτες (εδώ καλύτερα ο κοσμάκης) βιώνουν όλο και περισσότερο τις επιπτώσεις της ύφεσης. Οσο και αν αυτή ήταν αναμενόμενη και συνυπολογισμένη στο μέγεθός της, η παράτασή της μέσα στον χρόνο πιέζει ευρέα κοινωνικά στρώματα. Επειτα, οι πρώτες επιτυχίες μοιραία προκαλούν εφησυχασμό και ενδεχομένως ευπιστία στα «οικονομικά μαντζούνια» που προτείνουν διάφοροι δημαγωγοί και πολιτικοί απατεώνες. Τα όρια γίνονται ακόμα στενότερα όταν ο πολιτικός λόγος υποστήριξης αυτής της μεσοπρόθεσμης στρατηγικής περιορίζει την κρίση στην οικονομική της μόνο διάσταση, την αντιμετωπίζει με μια ακατάπαυστη «μετρολογία» υπό την απειλή ενός μνημονίου που λες και έπεσε στα κεφάλια μας σαν φυσική καταστροφή από τον ουρανό. Οταν με άλλα λόγια, ο πολιτικός λόγος δεν αναδεικνύει τις συνολικές αιτίες τις κρίσης και δεν παράγει μια πειστική, άρα όχι μικροκομματική, ερμηνεία του πώς φτάσαμε στη χρεοκοπία.

Γιατί δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κρίση ήταν και είναι πολύμορφη: εθνική, πολιτική, οικονομική, κοινωνική και ηθική. Η έξοδος από αυτήν έχει ακόμα δρόμο πολύ και τραχύ. Για να τον περπατήσουμε χρειάζεται να περάσουμε από τη συναίνεση του «αμάν βουλιάζουμε» στη συναίνεση του «τώρα αλλάζουμε». Υπάρχουν οι προϋποθέσεις αλλαγής; Διακρίνω τουλάχιστον τρεις. Η πρώτη εξακολουθεί να είναι η επίγνωση της έκτακτης εθνικής ανάγκης, η αίσθηση ότι βρισκόμαστε ακόμα στο χείλος του γκρεμού. Η δεύτερη είναι η διάχυτη συνείδηση των πολιτών ότι μόνοι μας οδηγηθήκαμε σε αυτά τα χάλια και πως αν μείνουμε στα ίδια θα ξαναπάθουμε τα ίδια. Αυτή είναι προσωπική εμπειρία που έχει ο καθένας μας από τη δουλειά, τη γειτονιά, το σχολείο, το νοσοκομείο, την Εφορία, από όλα. Το τρίτο είναι ότι συνειδητοποιήσαμε ύστερα από δεκαετίες αμεριμνησίας, ότι δεν υπάρχει ένα κράτος έξω από εμάς που μπορεί να διανέμει ακατάπαυστα, αλλά ότι η «τσέπη» ήμασταν εμείς. Δεν είναι τυχαίο ότι οι συντεχνίες που ξεσηκώθηκαν τους τελευταίους μήνες απομονώθηκαν γιατί μεταξύ άλλων η κοινή γνώμη αισθάνθηκε ότι αυτή θα πλήρωνε το κόστος και όχι το «απρόσωπο» κράτος. Πρόκειται για αυτονόητη αλήθεια η οποία όμως φαντάζει επαναστατική για τα πρόσφατα ήθη της χώρας μας. Είναι σαν να κινητοποιείται η σιωπηλή πλειοψηφία για να υπερασπίσει το κοινό καλό, γιατί εκτός άλλων, αισθάνεται ότι κινδυνεύει το ατομικό- οικογενειακό συμφέρον της.

Αυτές οι προϋποθέσεις μπορούν να στηρίξουν αλλαγές νοοτροπιών. Από την έως τώρα κυρίαρχη ιδέα της διανομής ενός δανεισμένου πλούτου μέσω ενός αδύναμου κράτους στους έχοντες δυνατή «φωνή», στην ιδέα της παραγωγής του πλούτου και της δίκαιης αναδιανομής. Θα πρόκειται για μια πολιτική- αξιακή επανάσταση, που θα κατέληγε σε εκπληκτικά αποτελέσματα όπως να γίνουν διαφανέστερα τα εισοδήματα των Ελλήνων, να πληρώνουν περισσότεροι τον φόρο που τους αναλογεί, να θεωρούν υποχρέωση να κάνουν τη δουλειά τους χωρίς δωροδοκία, κ.ο.κ. Η αριστερολαϊκιστική τροπή της Μεταπολίτευσης κατέληξε να παράγει συντεχνιακές συλλογικότητες που κατασπάραξαν μέχρι χρεοκοπίας το δημόσιο συμφέρον. Το σοκ της χρεοκοπίας θα μπορούσε να υποστηρίξει συλλογικές νοοτροπίες που να ταυτίζουν το ατομικό συμφέρον με την αξιοπιστία των θεσμών, τον σεβασμό των κανόνων συμβίωσης και την κοινωνικά δικαιότερη αναδιανομή υπέρ των πραγματικά αδύναμων. Οι προϋποθέσεις αυτές είναι αναγκαίες αλλά όχι ικανές. Χρειάζονται την πολιτική για να επαληθευτούν. Χρειάζονται επίσης έναν συνεκτικό ιδεολογικό- αξιακό λόγο που θα τους δώσει πειθώ και συνοχή. Ο κλήρος πέφτει σε εκείνες τις δυνάμεις της Κεντροαριστεράς και της Αριστεράς που είχαν την εθνική ευθύνη να αναλάβουν το κόστος διάσωσης της χώρας. Και το διακύβευμα είναι κατά πόσον αυτές οι δυνάμεις θα αντέξουν να κρατήσουν σταθερά το τιμόνι, αντιστεκόμενες στο συστηματικό «ροκάνισμα» που υφίστανται από τις ανεύθυνες αντιπολιτεύσεις και τα μεγάλα «δελτία των 8».


Η κρίση ήταν και είναι πολύμορφη: εθνική, πολιτική, οικονομική, κοινωνική και ηθική. Η έξοδος από αυτήν έχει ακόμα δρόμο.
Χρειάζεται να περάσουμε από τη συναίνεση του «αμάν βουλιάζουμε» στη συναίνεση του «τώρα αλλάζουμε»
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου              TA NEA     

Δεν υπάρχουν σχόλια: