Της Ελευθερίας Φτακλάκη Μεσούσης της οικονομικής κρίσης της χώρας μας, πραγματοποίησε την επίσκεψη του στην Ελλάδα ο πρωθυπουργός της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν με μια πολυπληθή συνοδεία που απαρτιζόταν από υπουργούς, δημοσιογράφους και επιχειρηματίες.
Μια συνάντηση με συμβολισμούς για την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων αλλά και με τη σφραγίδα 21 διμερών συμφωνιών μεταξύ των δύο χωρών. Συμφωνίες για την οικονομία, το εμπόριο, τις τράπεζες, την παιδεία, την ενέργεια, το περιβάλλον και τη λαθρομετανάστευση.
Στον απόηχο της συνάντησης σε επίπεδο Κορυφής πολύ μιλούν για μια νέα βάση στις σχέσεις των δύο χωρών, όμως πολύ είναι κι αυτοί που κρατούν επιφυλακτική στάση απέναντι στην «επίθεση» φιλίας του Τούρκου πρωθυπουργού στη χώρα μας. Όμως στην άσκηση υψηλής πολιτικής (high policy), η θέση της τουρκικής κυβέρνησης για τα ακανθώδη ζητήματα των δύο χωρών, το Αιγαίο, το Κυπριακό και τα μειονοτικά, παραμένει αμετακίνητη στις βασικές της θέσεις και απαιτεί από την Ελλάδα να υποχωρήσει ως προς το διεκδικητικό της πλαίσιο.
Κανείς δεν μπορεί να μηδενίσει τις πολιτικές συμφωνίες χαμηλής πολιτικής (low policy) και τη σύναψη οικονομικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών σε τομείς όπως είναι ο τουρισμός, οι κατασκευές, τα τρόφιμα, ο τραπεζικός κλάδος, κ.α. Ούτε μπορεί κανείς να μην αναγνωρίσει πως οι διμερείς συνεργασίες που είχαν υπογραφεί μέχρι σήμερα μεταξύ των δύο χωρών ήταν 20 στο σύνολο τους, ενώ μέσα σε ένα διήμερο υπογράφηκαν 21 διμερείς σχέσεις και μάλιστα σε τομείς πολύ ζωτικούς για τις οικονομίες των δύο χωρών.
Άλλωστε, η θεσμοθέτηση του Ανώτερου Συμβουλίου Συνεργασίας σε επίπεδο υπουργών- που θα συνεδριάζουν 2 φορές το χρόνο- αποτελεί την επισφράγιση των καλών προθέσεων των δύο πλευρών καθώς μέσα από αυτό το ανώτατο όργανο θα δρομολογούνται και θα παρακολουθούνται όλες οι συμφωνίες που έχουν υπογραφεί μεταξύ των δύο χωρών.
Είναι ηλίου φαεινότερο πως η άσκηση της εξωτερικής πολιτικής μεταξύ των δύο χωρών άρχισε να ξεφεύγει από τη μονόπλευρή λογική της γεωπολιτικής θεώρησης και να υιοθετεί και τη λογική της γεωοικονομίας. Μια τακτική που μπορεί να μετεξελιχθεί σε στρατηγική όταν και οι δύο πλευρές του Αιγαίου καταλάβουν πως το «παιχνίδι» στην σημερινή Ευρώπη δεν παίζεται πλέον με απειλές και στρατιωτικές αντιπαραθέσεις και αποφασίσουν πραγματικά να εντάξουν τις διαφορές τους στο ευρωπαϊκό πλαίσιο ειρηνικής επίλυσης των διαφορών. Αυτό όμως απαιτεί αμοιβαία αλλαγή πλεύσης και από τις δύο πλευρές τόσο ως προς τις διαφορές αλλά και ως προς τον τρόπο επίλυσης. Η λογική της μείωσης των εξοπλιστικών δαπανών και στις δύο χώρες σίγουρα αποτελεί μια πολύ σημαντική πολιτική για την ανάπτυξη τους, όμως για να περάσουμε σε μια τέτοια πρακτική υπάρχει ακόμα πολύς δρόμος για να διανύσουμε. Ένας δρόμος που σκοντάφτει στα χρόνια ζητήματα που προτάσσει η κάθε πλευρά. Ποια είναι αυτά; Είναι τα εξής τρία: Το Κυπριακό, το Αιγαίο και οι Μειονότητες. Σήμερα θα σταθούμε στο Αιγαίο και στις διαφορές που προβάλλει η κάθε πλευρά.
Η παραδοσιακή θέση της Ελλάδας από το 1982 μιλάει .....
μόνο για μια διαφορά προς επίλυση κι αυτή είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Η Τουρκία δέχεται το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας, όμως μόνο για την ηπειρωτική Ελλάδα και όχι για τα νησιά του Αιγαίου καθώς θεωρεί πως τα νησιά δεν έχουν δικαίωμα υφαλοκρηπίδας.
Η Τουρκία από την πλευρά τους θέτει θέματα ως προς την αιγιαλίτιδα ζώνη, τον εθνικό εναέριο χώρο, την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αν.Αιγαίου, τις «Γκρίζες ζώνες» που προέκυψαν μετά την κρίση των Ιμίων το 1996, το επιχειρησιακό έλεγχο του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο και τον έλεγχο του FIR ( Περιοχή Πληροφοριών Πτήσης). Είναι φανερό πως η κάθε πλευρά εμμένει στις δικές της θέσεις, θέσεις που ως φαίνεται δεν μπορούν να έχουν κοινή συνισταμένη καθώς κινούνται σε παράλληλες ευθείες.
Μέσα σε αυτό το διεκδικητικό πλαίσιο, μεταπολιτευτικά οι σχέσεις των δύο χωρών πέρασαν τρεις μεγάλες κρίσεις φθάνοντας σχεδόν στα πρόθυρα πολέμου: Το 1976 με την έξοδο του Σισμίκ, το 1987 με το Σισμίκ Ι και το 1996 με την κρίση στα Ίμια. Τρεις ήταν και οι πρωτοβουλίες εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων: το Νταβός Ι το 1988, το Νταβός ΙΙ το 1991, και το Ελσίνκι το 1999, όπου εκεί επιχειρήθηκε η «κοινοτικοποίηση» της Τουρκίας με την πρόσδεσή της στο άρμα της ΕΕ. Μία συμφωνία που συνέδεε τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Τουρκίας με την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών, όπου πλέον η Τουρκία δεν θα είχε απέναντι της μόνο την Ελλάδα αλλά όλα τα κράτη μέλη της Ε.Ε. Η συμφωνία του Ελσίνκι αποτελούσε για τον τότε υπουργό Εξωτερικών και νυν πρωθυπουργό της χώρας μας, Γιώργο Παπανδρέου, μια αναβάθμιση προς το κοινό συμφέρον. Τελικά, αυτή η προοπτική τινάχτηκε στον αέρα το 2004 όταν ο τότε πρωθυπουργός της χώρας μας, Κώστας Καραμανλής, αποσύνδεσε την ενταξιακή προοπτικής της Τουρκίας από την επίλυση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ξαναφέρνοντας τις σχέσεις των δύο χωρών πάλι σε διμερές επίπεδο και εναποθέτοντας την επίλυση τους σε επίπεδο κουμπαριάς…
Είναι γεγονός πως ο Γιώργος Παπανδρέου, από την εποχή της θητείας του ως υπουργός εξωτερικών της χώρας μας είχε επενδύσει πολύ στην εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, πιστεύοντας ακράδαντα πως οι δύο χώρες έχοντας πολλά σημεία συνεργασίας και κοινά συμφέροντα πάνω στα οποία θα μπορούσαν να δουλέψουν αλλάζοντας σελίδα προς την κατεύθυνση της ειρήνης και της συνεργασίας των δύο λαών.
Σήμερα, πλέον με την ιδιότητα του πρωθυπουργού της χώρας μας η επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών αποτελεί μια από τις κυρίαρχες προτεραιότητας του για να θυμηθούμε πως μόλις εξελέγη πρωθυπουργός το πρώτο του ταξίδι που έκανε ήταν στην Τουρκία. Στο ίδιο μήκος κύματος δείχνει επίσημα να κινείται κι ο Τούρκος πρωθυπουργός, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος στο πλαίσιο της πρόσφατης διήμερης επίσκεψης του στην Ελλάδα μίλησε για το πνεύμα καλή γειτονίας και τις αρχές δικαίου που διέπουν τους δύο λαούς, χωρίς ωστόσο να υποχωρήσει ως προς τις θέσεις της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής για την Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια της κοινής του συνέντευξης με τον Έλληνα πρωθυπουργό, μεταξύ άλλων είπε πως όταν καθοριστεί η υφαλοκρηπίδα τότε θα αρθεί το casus belli και για τις παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου από τουρκικά μαχητικά, αναφέρθηκε στην ανάγκη αφοπλισμού των αεροσκαφών που πετούν στο Αιγαίο.
Είναι φανερό πως η τουρκική πλευρά παραμένει αμετακίνητη στις θέσεις της και ουσιαστικά ζητάει από την Ελλάδα να υποχωρήσει ως προς τις αξιώσεις της. Έχει ενδιαφέρον να παραθέσουμε κάποιες χαρακτηριστικές δηλώσεις του Αχμέτ Νταβούτογλου, του υπουργού εξωτερικών της Τουρκίας και πατέρα του δόγματος του «στρατηγικού βάθους» για τις προθέσεις της Τουρκίας και τη στάση της Ελλάδας. Συγκεκριμένα, ο κος Α.Νταβούτογλου, σε συνέντευξη του στο Βήμα , στις 7 Απριλίου 2010, μεταξύ άλλων δήλωσε πως η Τουρκία διεξάγει αποτελεσματική διπλωματία έναντι των γειτονικών περιοχών στοχεύοντας στη δημιουργία μιας “νέας αντίληψης για την Τουρκία” βασισμένης στη δημόσια διπλωματία. Ο σκοπός των “μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες” ενισχύει τις προσπάθειές τους για την αντιμετώπιση και επίλυση όλων των εξεχόντων περιφερειακών ζητημάτων. Και προσθέτει ότι στο θέμα αυτό «υπάρχει μια διαφορετική αντίληψη στην άλλη πλευρά του Αιγαίου». Κοινώς, κατά τον Νταβούτογλου, οι Τούρκοι έχουν όλη τη καλή διάθεση να επιλύσουν τα προβλήματα που «θαλασσοδέρνουν» εδώ και χρόνια στο Αιγαίο όμως η Ελλάδα έχει άλλη αντίληψη!
Εάν σε αυτή την τοποθέτηση προσθέσουμε και τις δηλώσεις του πρωθυπουργού της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κατά τη διάρκεια τηλεοπτικής του συνέντευξης στη δημοσιογράφο της ΝΕΤ, Μαρία Χούκλη, κατά την παραμονή της επίσκεψης του στην Ελλάδα, ίσως μετριαστούν οι ενθουσιασμοί και η ελπίδα για επίλυση, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, των παγιωμένων διαφορών των δύο χωρών.
Ο Τούρκος πρωθυπουργός, αναφερόμενος στις καλές σχέσεις των δύο χωρών, αναφέρθηκε στην περίοδο που ζούσαν Έλληνες στην Τουρκία και περνούσαν καλά πριν φύγουν από εκεί. Ξέχασε όμως να αναφέρει μια μικρή λεπτομέρεια. Το πώς και το γιατί έφυγαν. Οι διωγμοί, η μικρασιατική καταστροφή, αυτά μάλλον δεν υπάρχουν στη μνήμη του Τούρκου πρωθυπουργού. Ίσως τελικά η λήθη να αποτελεί για τους γείτονες μας μια βασική συνιστώσα της εξωτερικής τους πολιτικής. Εμείς, όμως έχουμε το δικαίωμα να ξεχάσουμε;
Σίγουρα θα συμφωνήσουμε με τον πρωθυπουργό της χώρας μας, Γιώργο Παπανδρέου που ζητάει να αφήσουμε πίσω μας το παρελθόν και να προχωρήσουμε στο μέλλον. Σίγουρα είναι καλό να αφήσουμε πίσω μας τις φοβίες μας και να δούμε το μέλλον μέσα από το πρίσμα της ειρήνης και της συνεργασίας των δύο λαών. Αυτό όμως δεν μεταφράζεται ως σβήσιμο της ιστορίας με γομολάστιχα αλλά ως ένα επόμενο βήμα που θα λαμβάνει υπόψη του τα στοιχεία του παρελθόντος και θα οικοδομεί με όρους του μέλλοντος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου