Του Νίκου Γ. Ξυδάκη. Μια μαυρίλα απλώνεται στη χώρα, ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα, εκεί όπου ήδη στενάζουν μαγαζιά και μικροεπιχειρήσεις. Πριν ακόμη πλακώσει η ύφεση και στείλει σαραντάρηδες και πενηντάρηδες στην ανεργία, οι ψυχές πλακώνονται από απαισιοδοξία, αυτοϋποτίμηση, αυτολοιδορία· από την ταγκή γεύση της ήττας. Σαν εκκρεμές. Από την έπαρση του Ελληναρά, στην βαθιά αυτοϋποτίμηση του ραγιά. Από την αυθάδεια του αλαζόνα, στην άνευ όρων παράδοση του προσκυνημένου, του ψυχικά ηττημένου.
Πολύ χειρότερη από την χρεοκοπία, ίσως και από την μακρά ύφεση που αναγγέλλεται, είναι η μοιρολατρία, το άφημα στην πτώση, η αποδοχή της ήττας χωρίς αγώνα, χωρίς σκέψη. Η απώλεια της πίστης στις ίδιες δυνάμεις. Αυτογνωσία και πίστη χρειαζόμαστε τώρα. Ποιος μπορεί να εμπνεύσει πίστη και κουράγιο σε αυτό τον δοκιμαζόμενο λαό, τούτη την ώρα της κρίσης; Από πού θα αντλήσουμε κουράγιο, να διορθώσουμε πορεία και να ατενίσουμε το μέλλον; Δεν είναι εύκολη η απάντηση. Στα καφενεία μέμφονται τους πολιτικούς. Ορθά. Πρόδωσαν την εμπιστοσύνη, πολιτεύτηκαν με ψέματα, εμπορεύτηκαν ελπίδες, καλλιέργησαν τη συναλλαγή, αποθέωσαν την αναξιοκρατία και τον νεποτισμό, έσπειραν τη διαφθορά έως τις εσχατιές της διοίκησης. Και η κοινωνία, εκμαυλισμένη, μπουκωμένη trash, υπερδανεισμένη, χωρίς κρίσιμες πληροφορίες, χωρίς γνώση, υπέκυψε, συναλλάχθηκε, ανέχθηκε· χρεοκόπησε ηθικά και ψυχικά, παραδόθηκε και υποτάχθηκε.
Αυτή την εβδομάδα των παθών, μία από τις πολλές εβδομάδες που θα ΄ρθουν, η Ελλάδα την πέρασε πτυόμενη σε όλα τα ευρωπαϊκά μήντια, με τους Ελληνες αποσυνάγωγους και απορριπτέους, παραδομένους στα πιο αρχαϊκά στερεότυπα της “Ευρώπης των λαών και της δημοκρατία”, στα στερεότυπα των βλοσυρών νοικοκυραίων και των κίτρινων φυλλάδων. Χλεύη και ρατσιστικά κλισέ ― ίδια μ’ αυτά που αντιμετωπίζουμε εμείς τους πιο αδύναμους. Στερεοτυπική σκέψη, στενομυαλιά, μνησικακία, υποκρισία: η προαιώνια εξάρτυση των κλειστών κοινωνιών. Σαν ξόρκι απέναντι στον ατυχήσαντα: ευτυχώς που δεν είμαστε εμείς, ευτυχώς που το έπαθε αυτός και όχι εμείς, καλά να πάθει, του άξιζε. Ιδού τι απομένει από το πνεύμα της ενωμένης Ευρώπης των λαών, την Ευρώπη της αλληλεγγύης και της συνοχής: η μνησικακία, η μοχθηρία, η κλειστότητα των νοικοκυραίων. Και η μετακύλιση της ενοχής στους ώμους των άτυχων.
Ομως δεν μας αξίζει η αποδοχή της ενοχής, της ήττας. Κοιτούσα τους σύγχρονους Ελληνες, τους συμπολίτες και συνανθρώπους μου, τούτη την εβδομάδα της χλεύης και της αυτοϋποτίμησης. Τους κοιτούσα στα μάτια, κοιτούσα την κοψιά τους, τις κινήσεις τους, σε μια κορυφαία στιγμή του βίου: στον αποχαιρετισμό του νεκρού.
Στη μία κηδεία, στο ιστορικό Α’ Νεκροταφείο, παρατηρούσα τους ανθρώπους της επιστήμης και των γραμμάτων, έναν πολυπληθή Ελληνισμό με μακραίωνη παράδοση· αρχαιολόγους, ιστορικούς, αρχιτεκτονες, φιλόλογους, λόγιους, δάσκαλους, ερευνητές, με σπουδές, τίτλους και έρευνα, με εργασία και προσφορά, με κοινωνικούς αγώνες. Οι πλείστοι, όλοι σχεδόν, είναι δημόσιοι λειτουργοί. Ζουν με γλίσχρους μισθούς, πτυόμενοι και συκοφαντούμενοι, με μύριες αντιξοότητες υπηρεσιακές, με εχθρική ή αδιάφορη πολιτική ηγεσία, πασχίζοντας να σώσουν κτίρια, μνημεία, αρχεία, μνήμη, ταυτότητα, πολιτισμό, επιστήμη, αυτογνωσία, περηφάνια εντέλει. Αυτοί οι λοιδορούμενοι δημόσιοι λειτουργοί, επιστήμονες και γραμματιζούμενοι, μαζί με τον κόσμο του μόχθου, του αγρού, του εμπορίου, των υπηρεσιών, αυτοί οι αόρατοι και βουβοί Ελληνες, οι αξιοπρεπείς σιωπηλοί, αυτοί κουβαλάνε την Ελλάδα στους ώμους τους. Αγόγγυστα, περήφανα.
Την επομένη, στο νεκροταφείο Σχιστού, αντίκρισα τους ανθρώπους του μόχθου, έναν ελληνισμό ακόμη πιο παραχωμένο και βουβό, χωρίς προσβάσεις, χωρίς γράμματα και άρματα, διαβουκολευμένο, συκοφαντημένο κι αυτό. Άρα τὶς ἐστι, βασιλεύς ή στρατιώτης, ή πλούσιος ή πένης, ή δίκαιος ή αμαρτωλός; Μαύρα πουκάμισα, τσαλακωμένα τζιν, στραβοπατημένα παπούτσια, ροζιασμένα χέρια και βαθιές ρυτίδες, αρχαϊκοί θρήνοι για νυφούλες και συντρόφους ζωής. Αξιοπρεπείς μες στον πόνο, μοντέρνοι και ταπεινοί μαζί, ενωμένοι ενώπιον του τέλους, δυνατοί. Το Σχιστό, πρώην χωματερή και νυν βιομηχανικό πάρκο, υποδέχεται τους κεκοιμημένους από τον κόσμο της εργασίας· από τον κόσμο της σιωπής στον κόσμο της σκιάς. Πάντα σκιάς ασθενέστερα…
Αυτοί οι άνθρωποι που αντίκρισα ενώπιον της σκιάς και της κόνεως, προπέμποντας τον Δημήτρη και τον Γιάννη, παλαιούς Ελληνες της γνώσης και της εργασίας, περήφανους και άκακους, αυτοί οι άνθρωποι, εμείς, δεν αξίζουμε την αυτολοιδορία και την ήττα, το γονάτισμα.
Πολύ χειρότερη από την χρεοκοπία, ίσως και από την μακρά ύφεση που αναγγέλλεται, είναι η μοιρολατρία, το άφημα στην πτώση, η αποδοχή της ήττας χωρίς αγώνα, χωρίς σκέψη. Η απώλεια της πίστης στις ίδιες δυνάμεις. Αυτογνωσία και πίστη χρειαζόμαστε τώρα. Ποιος μπορεί να εμπνεύσει πίστη και κουράγιο σε αυτό τον δοκιμαζόμενο λαό, τούτη την ώρα της κρίσης; Από πού θα αντλήσουμε κουράγιο, να διορθώσουμε πορεία και να ατενίσουμε το μέλλον; Δεν είναι εύκολη η απάντηση. Στα καφενεία μέμφονται τους πολιτικούς. Ορθά. Πρόδωσαν την εμπιστοσύνη, πολιτεύτηκαν με ψέματα, εμπορεύτηκαν ελπίδες, καλλιέργησαν τη συναλλαγή, αποθέωσαν την αναξιοκρατία και τον νεποτισμό, έσπειραν τη διαφθορά έως τις εσχατιές της διοίκησης. Και η κοινωνία, εκμαυλισμένη, μπουκωμένη trash, υπερδανεισμένη, χωρίς κρίσιμες πληροφορίες, χωρίς γνώση, υπέκυψε, συναλλάχθηκε, ανέχθηκε· χρεοκόπησε ηθικά και ψυχικά, παραδόθηκε και υποτάχθηκε.
Αυτή την εβδομάδα των παθών, μία από τις πολλές εβδομάδες που θα ΄ρθουν, η Ελλάδα την πέρασε πτυόμενη σε όλα τα ευρωπαϊκά μήντια, με τους Ελληνες αποσυνάγωγους και απορριπτέους, παραδομένους στα πιο αρχαϊκά στερεότυπα της “Ευρώπης των λαών και της δημοκρατία”, στα στερεότυπα των βλοσυρών νοικοκυραίων και των κίτρινων φυλλάδων. Χλεύη και ρατσιστικά κλισέ ― ίδια μ’ αυτά που αντιμετωπίζουμε εμείς τους πιο αδύναμους. Στερεοτυπική σκέψη, στενομυαλιά, μνησικακία, υποκρισία: η προαιώνια εξάρτυση των κλειστών κοινωνιών. Σαν ξόρκι απέναντι στον ατυχήσαντα: ευτυχώς που δεν είμαστε εμείς, ευτυχώς που το έπαθε αυτός και όχι εμείς, καλά να πάθει, του άξιζε. Ιδού τι απομένει από το πνεύμα της ενωμένης Ευρώπης των λαών, την Ευρώπη της αλληλεγγύης και της συνοχής: η μνησικακία, η μοχθηρία, η κλειστότητα των νοικοκυραίων. Και η μετακύλιση της ενοχής στους ώμους των άτυχων.
Ομως δεν μας αξίζει η αποδοχή της ενοχής, της ήττας. Κοιτούσα τους σύγχρονους Ελληνες, τους συμπολίτες και συνανθρώπους μου, τούτη την εβδομάδα της χλεύης και της αυτοϋποτίμησης. Τους κοιτούσα στα μάτια, κοιτούσα την κοψιά τους, τις κινήσεις τους, σε μια κορυφαία στιγμή του βίου: στον αποχαιρετισμό του νεκρού.
Στη μία κηδεία, στο ιστορικό Α’ Νεκροταφείο, παρατηρούσα τους ανθρώπους της επιστήμης και των γραμμάτων, έναν πολυπληθή Ελληνισμό με μακραίωνη παράδοση· αρχαιολόγους, ιστορικούς, αρχιτεκτονες, φιλόλογους, λόγιους, δάσκαλους, ερευνητές, με σπουδές, τίτλους και έρευνα, με εργασία και προσφορά, με κοινωνικούς αγώνες. Οι πλείστοι, όλοι σχεδόν, είναι δημόσιοι λειτουργοί. Ζουν με γλίσχρους μισθούς, πτυόμενοι και συκοφαντούμενοι, με μύριες αντιξοότητες υπηρεσιακές, με εχθρική ή αδιάφορη πολιτική ηγεσία, πασχίζοντας να σώσουν κτίρια, μνημεία, αρχεία, μνήμη, ταυτότητα, πολιτισμό, επιστήμη, αυτογνωσία, περηφάνια εντέλει. Αυτοί οι λοιδορούμενοι δημόσιοι λειτουργοί, επιστήμονες και γραμματιζούμενοι, μαζί με τον κόσμο του μόχθου, του αγρού, του εμπορίου, των υπηρεσιών, αυτοί οι αόρατοι και βουβοί Ελληνες, οι αξιοπρεπείς σιωπηλοί, αυτοί κουβαλάνε την Ελλάδα στους ώμους τους. Αγόγγυστα, περήφανα.
Την επομένη, στο νεκροταφείο Σχιστού, αντίκρισα τους ανθρώπους του μόχθου, έναν ελληνισμό ακόμη πιο παραχωμένο και βουβό, χωρίς προσβάσεις, χωρίς γράμματα και άρματα, διαβουκολευμένο, συκοφαντημένο κι αυτό. Άρα τὶς ἐστι, βασιλεύς ή στρατιώτης, ή πλούσιος ή πένης, ή δίκαιος ή αμαρτωλός; Μαύρα πουκάμισα, τσαλακωμένα τζιν, στραβοπατημένα παπούτσια, ροζιασμένα χέρια και βαθιές ρυτίδες, αρχαϊκοί θρήνοι για νυφούλες και συντρόφους ζωής. Αξιοπρεπείς μες στον πόνο, μοντέρνοι και ταπεινοί μαζί, ενωμένοι ενώπιον του τέλους, δυνατοί. Το Σχιστό, πρώην χωματερή και νυν βιομηχανικό πάρκο, υποδέχεται τους κεκοιμημένους από τον κόσμο της εργασίας· από τον κόσμο της σιωπής στον κόσμο της σκιάς. Πάντα σκιάς ασθενέστερα…
Αυτοί οι άνθρωποι που αντίκρισα ενώπιον της σκιάς και της κόνεως, προπέμποντας τον Δημήτρη και τον Γιάννη, παλαιούς Ελληνες της γνώσης και της εργασίας, περήφανους και άκακους, αυτοί οι άνθρωποι, εμείς, δεν αξίζουμε την αυτολοιδορία και την ήττα, το γονάτισμα.
1 σχόλιο:
Οστρια πολυ καλα το λες δεν αξιζουν οι εργαζομενοι και οι οικογενειες τους την ηττα, αλλα για να ηττηθεις πρεπει πρωτα να αγωνισθεις, οι εργαζομενοι ''ξυπνησαν'' μια ωραια πρωια και τους ειπαν εμεις τα καναμε σ.... εσεις πληρωστε, μας βαλανε τα γκολ ουτε καν απο τα αποδυτηρια, απο το κρεβατι και βεβαια δεν θα γονατισουν οι εργαζομενοι, καποιοι κοντοσταθηκαν,καποιοι σκεφτονται ακομα,καποιοι ομως το παλευουν και σιγα-σιγα θα τραβηξουν και τους αλλους, ο αυτοσαρκασμος παντα ηταν και θα ειναι το προσον ενος κατ' αλλα θυμοσοφου και πνευματωδη λαου, ας βγαινει στην αρχη σαν παραπονο και αυτολοιδοροια, στο τελος το βρισκει το ''βημα'' του. Γιατι απλουστατα ειμαστε ''ΕΜΕΙΣ''.
Δημοσίευση σχολίου