Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2010

27 Ιανουαρίου - Μέρα Μνήμης Θυμάτων του Ολοκαυτώματος



Η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ αποφάσισε στις 2 Νοεμβρίου 2005 να ανακηρύξει την 27η Ιανουαρίου Διεθνή Ημέρα μνήμης για τα θύματα του Ολοκαυτώματος από το ναζιστικό καθεστώς κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ημερομηνία επιλέχθηκε επειδή στις 27 Ιανουαρίου 1945 τα προελαύνοντα σοβιετικά στρατεύματα απελευθέρωσαν το μεγαλύτερο στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Άουσβιτς - Μπίρκεναου στην Πολωνία.


Στα αρχικά στοιχεία που συνθέτουν το Ολοκαύτωμα είναι το πογκρόμ της Νύχτας των Κρυστάλλων και το Πρόγραμμα Ευθανασίας T-4, τα οποία οδήγησαν στη συνέχεια στα τάγματα θανάτου και στα στρατόπεδα εξόντωσης τα οποία αποτελούσαν μαζική και κεντρικά οργανωμένη προσπάθεια για την εξολόθρευση κάθε μέλους των κοινοτήτων που αποτελούσαν στόχο των Ναζί.

Οι Εβραίοι της Ευρώπης ήταν τα κυρίως θύματα του Ολοκαυτώματος, μέσω αυτού που οι Ναζί ονόμαζαν «Τελική Λύση του Εβραϊκού Ζητήματος». Το νούμερο που χρησιμοποιείται πιο συχνά για τον αριθμό των θυμάτων του εβραϊκού πληθυσμού είναι έξι εκατομμύρια, αν και οι τυπικές εκτιμήσεις από τους ιστορικούς για το εύρος των θυμάτων κυμαίνονται από πέντε εκατομμύρια ως και πάνω από έξι εκατομμύρια. Εκτός από τους Εβραίους, περίπου 220.000 Ρομά και Σίντι θανατώθηκαν στο Ολοκαύτωμα (μερικές εκτιμήσεις φτάνουν ως και τις 800.000), δηλαδή το 25-50% του ευρωπαϊκού τους πληθυσμού. Άλλες ομάδες που κρίθηκαν «φυλετικά κατώτερες» ή «ανεπιθύμητες» ήταν οι εξής: Σοβιετικοί στρατιώτες και πολίτες αιχμάλωτοι σε κατεχόμενες περιοχές (περιλαμβανομένων των Ρώσων και άλλων Σλάβων), Πολωνοί μη Εβραίοι (3 εκατομμύρια Πολωνοί Εβραίοι και 2 εκατομμύρια Πολωνοί μη Εβραίοι), διανοητικά ασθενείς ή σωματικά ανάπηροι, ομοφυλόφιλοι, Μάρτυρες του Ιεχωβά, Ελευθεροτέκτονες, Κομμουνιστές και άλλοι πολιτικοί αντιφρονούντες, συνδικαλιστές και κάποιοι Καθολικοί και Προτεστάντες κληρικοί που διώχτηκαν ή θανατώθηκαν. Αν συνυπολογιστούν και όλες αυτές οι πληθυσμιακές ομάδες, ο αριθμός των θυμάτων ανεβαίνει σημαντικά. Κάποιες εκτιμήσεις τοποθετούν το συνολικό αριθμό θυμάτων του Ολοκαυτώματος στα 26 εκατομμύρια ανθρώπους, όμως τα 9 έως 11 εκατομμύρια θύματα συνήθως θεωρείται η πιο αξιόπιστη εκτίμηση.


Τα θύματα του Ολοκαυτώματος ήταν Εβραίοι, Σέρβοι, Πολωνοί, Ρώσσοι, Κομμουνιστές, ομοφυλόφιλοι, Ρομ και Σίντι (Αθίγγανοι), οι ψυχικά ασθενείς και σωματικά ανάπηροι, διανοητές και πολιτικοί ακτιβιστές, Μάρτυρες του Ιεχωβά, μέλη άλλων θρησκευτικών ομάδων, μέλη του Καθολικού και Προτεσταντικού κλήρου, συνδικαλιστές, μερικοί Αφρικανοί, κοινοί εγκληματίες, άνθρωποι που είχαν χαρακτηριστεί "εχθροί του κράτους", και πολλοί που δεν ανήκαν στην Άρεια φυλή. Αυτοί οι άνθρωποι χάθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και σε μαζικές εκτελέσεις, σύμφωνα με τα εκτεταμένα αρχεία που κράτησαν οι ίδιοι οι Ναζί (κείμενα και φωτογραφίες), μαρτυρίες (επιζώντων, δραστών και αυτοπτών μαρτύρων), και τα στατιστικά στοιχεία των χωρών υπό ναζιστική κατοχή.



Εβραίοι

Ο αντισημιτισμός ήταν διαδεδομένος στην Ευρώπη τις δεκαετίες του 1920 και 1930, παρότι οι ρίζες του είναι πολύ παλιότερες. Η γεμάτη φανατισμό εκδοχή του φυλετικού αντισημιτισμού του Αδόλφου Χίτλερ περιγράφηκε με λεπτομέρεια στο βιβλίο του Ο Αγών Μου, το οποίο αν και γενικά αγνοήθηκε όταν πρωτοεκδόθηκε το 1925, έγινε μπεστ-σέλερ στη Γερμανία όταν ο Χίτλερ απέκτησε πολιτική δύναμη.
Yellow star Jude Jew.svg

Την 1 Απριλίου του 1933, λίγο μετά την αναρρίχηση του Χίτλερ στην εξουσία, οι Ναζί, υπό την καθοδήγηση κυρίως του Γιούλιους Στράιχερ (Julius Streicher), και των Ταγμάτων Εφόδου (Sturmabteilung), οργάνωσαν ένα μονοήμερο μποϊκοτάζ όλων των Εβραϊκών επιχειρήσεων της Γερμανίας. Μια σειρά ολοένα και πιο σκληρών ρατσιστικών νόμων εκδόθηκαν σε μικρό χρονικό διάστημα. Σύμφωνα με το "Νόμο για την Αποκατάσταση του Επαγγελματικού Δημόσιου Τομέα", που ψηφίστηκε από το Ράιχσταγκ στις 7 Απριλίου 1933, όλοι οι Εβραίοι δημόσιοι υπάλληλοι σε κρατικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο διοίκησης απολύθηκαν αμέσως. Ο "Νόμος για την Αποκατάσταση του Επαγγελματικού Δημόσιου Τομέα" ήταν ο πρώτος αντισημιτικός νόμος που ψηφίστηκε στη Γερμανία μετά την ένωσή της το 1871. Τον ακολούθησαν οι Νόμοι της Νυρεμβέργης του 1935 που απαγόρευσαν το γάμο ανάμεσα σε Εβραίους και μη Εβραίους, και αφαίρεσαν από όλους τους Εβραίους τη γερμανική τους υπηκοότητα (ο επίσημος τίτλος που τους αποδόθηκε ήταν "υποκείμενα του κράτους") και τα βασικά πολιτικά τους δικαιώματα, όπως για παράδειγμα το δικαίωμα της ψήφου.

Το 1936 απαγορεύτηκε στους Εβραίους να ασκούν οποιοδήποτε ειδικευμένο επάγγελμα, εμποδίζοντάς τους ουσιαστικά από το να ασκούν οποιαδήποτε επίδραση στην εκπαίδευση, την πολιτική, την ανώτερη εκπαίδευση και τη βιομηχανία. Στις 15 Νοέμβρη 1938, απαγορεύτηκε στα παιδιά των Εβραίων να πηγαίνουν στα κανονικά σχολεία. Μέχρι τον Απρίλιο του 1939, σχεδόν όλες οι Εβραϊκές εταιρίες είχαν είτε καταρρεύσει κάτω από το βάρος της οικονομικής πίεσης και των ελάχιστων κερδών ή είχαν αναγκαστεί να πουληθούν στη Ναζιστική κυβέρνηση, σύμφωνα με την πολιτική «Αρειοποίησης» που ξεκίνησε να εφαρμόζεται το 1937.

Με την έναρξη του πολέμου έγιναν μεγάλες σφαγές Εβραίων και, το Δεκέμβριο του 1941, ο Χίτλερ αποφάσισε να εξοντώσει ολοκληρωτικά τους Εβραίους της Ευρώπης. Τον Ιανουάριο του 1942, στη Διάσκεψη της Βάνζεε, οι Ναζί ηγέτες συζήτησαν τις λεπτομέρειες της "Τελικής λύσης του Εβραϊκού ζητήματος" (Endlösung der Judenfrage). Ο Γιόζεφ Μπίλερ (Josef Bühler) παρότρυνε τον Ράινχαρντ Χάιντριχ να προχωρήσει στην Τελική Λύση στο λεγόμενο Generalgouvernement (= Γενικό Κυβερνείο, οι εκτάσεις της κατεχόμενης Πολωνίας που δεν είχαν προσαρτηθεί στην Γερμανία). Άρχισαν να απελαύνουν συστηματικά πληθυσμούς Εβραίων από τα γκέτο και από όλες τις κατεχόμενες περιοχές προς τα επτά στρατόπεδα που είχαν σχεδιαστεί σαν Vernichtungslager ή στρατόπεδα εξόντωσης: του Άουσβιτς ΙΙ, του Μπέλζεκ, του Κέλμνο, του Μάζντανεκ, του Μάλυ Τρόστενετς, του Ζομπίμπορ και της Τρεμπλίνκα ΙΙ. Ο Σεμπάστιαν Χάφνερ (Sebastian Haffner) υποστήριξε σε ανάλυσή του το 1978 ότι ο Χίτλερ, από το Δεκέμβρη του 1941, αποδέχτηκε το μη πραγματοποιήσιμο του στόχου του να κυριαρχήσει στην Ευρώπη για πάντα, κηρύσσοντας τον πόλεμο στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά η απόσυρσή του από τη δημοσιότητα και η φαινομενική κατοπινή του ηρεμία οφείλονταν στην επίτευξη του δεύτερου στόχου του, της εξόντωσης δηλαδή των Εβραίων.

Ακόμα και στα τελικά στάδια του πολέμου, όταν πλέον η Ναζιστική πολεμική μηχανή είχε αρχίσει να διαλύεται, πολύτιμοι στρατιωτικοί πόροι όπως καύσιμα, μεταφορές, πυρομαχικά, στρατιώτες και βιομηχανική παραγωγή, αντί να κατευθύνονται στο πολεμικό μέτωπο πήγαιναν στα στρατόπεδα θανάτου.

Μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος, ένα μεγάλο μέρος τους Εβραϊκού πληθυσμού της Ευρώπης είχε βρει το θάνατο στο Ολοκαύτωμα. Στην Πολωνία, όπου πριν τον πόλεμο βρισκόταν η μεγαλύτερη Εβραϊκή κοινότητα του κόσμου, δολοφονήθηκε πάνω από το 90% του Εβραϊκού πληθυσμού, ή περίπου 3.000.000 άνθρωποι. Ο αντισημιτισμός επικράτησε στην Πολωνία και στο Πογκρόμ του Κίλτσε δολοφονήθηκαν 40 και τραυματίστηκαν 80 Εβραίοι που γύρισαν σπίτια τους μετά τον πόλεμο. Η ποινή που επέβαλλαν οι Γερμανοί σε αυτούς που έκρυβαν Εβραίους ήταν ο θάνατος, και εφαρμοζόταν δίχως έλεος. Παρά το γεγονός αυτό, κάποιοι Πολωνοί έκρυψαν παιδιά και οικογένειες Εβραίων, σώζοντάς τους τη ζωή με κίνδυνο των δικών τους οικογενειών.

Η Ελλάδα, η Γιουγκοσλαβία, η Ουγγαρία, η Λιθουανία, η Βοημία, η Ολλανδία, η Σλοβακία και η Λετονία έχασαν πάνω από το 70% του Εβραϊκού τους πληθυσμού. Το Βέλγιο, η Ρουμανία, το Λουξεμβούργο, η Νορβηγία και η Εσθονία έχασαν περίπου τον μισό τους Εβραϊκό πληθυσμό, η Σοβιετική Ένωση πάνω από ένα τρίτο, και ακόμα και χώρες όπως η Γαλλία και η Ιταλία είδαν το ένα τέταρτο του Εβραϊκού τους πληθυσμού να δολοφονείται. Η Δανία μπόρεσε να φυγαδεύσει σχεδόν το σύνολο των Εβραίων της χώρας στη Σουηδία, που ήταν ουδέτερη κατά τη διάρκεια του πολέμου. Χρησιμοποιώντας κάθε πλεύσιμο μέσο, από ψαροκάικα μέχρι πολυτελή γιώτ, οι Δανοί φυγάδευσαν τους Εβραίους ομοεθνείς τους, γλιτώνοντάς τους από τον κίνδυνο.

Μερικοί Εβραίοι σε χώρες εκτός Ευρώπης που ήταν κατεχόμενες από τους Ναζί επηρεάστηκαν επίσης από το Ολοκαύτωμα και την κακομεταχείριση από τους Ναζί.


Πολωνοί

Οι Πολωνοί αποτέλεσαν για τον Χίτλερ έναν από τους πρώτους στόχους προς εξόντωση, όπως φαίνεται στην ομιλία του προς τους διοικητές της Βέρμαχτ πριν την Ναζιστική εισβολή στην Πολωνία του 1939. Η διανόηση και οι επιφανείς πολίτες ή όσοι είχαν επιρροή έγιναν οι κυρίως στόχοι, αν και έγιναν μερικές μαζικές δολοφονίες με θύματα από τον γενικό πληθυσμό, καθώς και άλλες σλαβικές ομάδες. Η Ναζιστική κατοχή της Πολωνίας (Γενική Κυβέρνηση, Reichsgau Wartheland) αποτέλεσε μια από τις μεγαλύτερες ωμότητες του Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου, έχοντας σαν αποτέλεσμα το θάνατο 1,8-1,9 εκατομμυρίων ανθρώπων επιπλέον των τριών εκατομμυρίων Εβραίων της Πολωνίας. Οι μελετητές διαφωνούν για το κατά πόσον αυτοί οι θάνατοι μη Εβραίων Πολωνών πολιτών αποτελούν μέρος του Ολοκαυτώματος, αν και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για τις γενοκτονικές προθέσεις των Ναζί προς τους Πολωνούς. Τουλάχιστον 140.000 Πολωνοί στάλθηκαν στο Άουσβιτς, και η πολωνική διανόηση αποτέλεσε από τους πρωταρχικούς στόχους των Einsatzgruppen .


Ρώσοι, Ουκρανοί, Λευκορώσοι

Κατά της διάρκεια της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσσα, της εισβολής των δυνάμεων του Άξονα στη Σοβιετική Ένωση, εκατοντάδες χιλιάδες (έως και εκατομμύρια) αιχμάλωτων Σοβιετικών στρατιωτών εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες από τα γερμανικά στρατεύματα εισβολής (και ειδικά από τα περιβόητα Waffen-SS, μάχιμα SS), πέθαναν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες σε γερμανικά στρατόπεδα αιχμαλώτων πολέμου ή στάλθηκαν στα στρατόπεδα εξόντωσης προς εκτέλεση, απλά και μόνο επειδή ήταν Σλαβικής καταγωγής. Χιλιάδες χωριά της ΕΣΣΔ (στη Ρωσία, τη Λευκορωσία, την Ουκρανία) σβήστηκαν από το χάρτη, λίγο έως πολύ για τον ίδιο λόγο. Κατά τη διάρκεια της κατοχής, οι Ρωσικές περιοχές του Λένινγκραντ, του Πσκοβ και του Νόβγκοροντ έχασαν γύρω στο ένα τέταρτο του πληθυσμού τους. Ο Bodan Wytwycky εκτίμησε ότι έως και το ένα τέταρτο όλων των δολοφονιών Σοβιετικών πολιτών που διαπράχθηκαν από τους Ναζί και τους συμμάχους τους είχαν ρατσιστικά κίνητρα. Αυτό το ποσοστό ισοδυναμεί με 5 εκατομμύρια Ρώσους πολίτες, 3 εκατομμύρια Ουκρανούς και 1,5 εκατομμύριο Λευκορώσους Ο Εβραϊκός πληθυσμός της Λευκορωσίας εξολοθρεύτηκε σχεδόν ολοκληρωτικά.

Κάποιοι Σλαβικοί πληθυσμοί ωστόσο δεν έγιναν στόχος των Ναζί, επειδή συνεργάστηκαν μαζί τους. Σλάβοι της Κροατίας, της Σλοβακίας και της Ουκρανικής Γαλικίας ήταν σύμμαχοι των Ναζί και συμμετείχαν σαν συνεργάτες στο Ολοκαύτωμα.


Τσιγγάνοι (Ρομά και Σίντι)


Η πληθυσμιακή αυτή ομάδα (Ρομά, Σίντι και Μανούς) πλήρωσε το μεγαλύτερο φόρο αίματος από κάθε άλλη, αν οι δολοφονίες μελών της συγκριθούν με το συνολικό πληθυσμό της. Η εκστρατεία του Χίτλερ για τη γενοκτονία των Ρομά πληθυσμών της Ευρώπης περιελάμβανε μια ιδιαίτερα παράδοξη εφαρμογή της ναζιστικής «φυλετικής υγιεινής». Μολονότι —παρά τα ρατσιστικά μέτρα—- κάποιες ομάδες Ρομά, συμπεριλαμβανομένων κάποιων Σίντι και Λαλερί (Lalleri) της Γερμανίας, γλίτωσαν τις διώξεις και το θάνατο, οι υπόλοιπες ομάδες Ρομά είχαν την ίδια μεταχείριση με τους Εβραίους. Το 25-50% του πληθυσμού των Τσιγγάνων δολοφονήθηκε, δηλαδή πάνω από 220.000 άνθρωποι.[8] Στην Ανατολική Ευρώπη, οι Τσιγγάνοι εκτοπίζονταν στα Εβραϊκά γκέτο, εκτελούνταν από τα Einsatzgruppen στα χωριά τους, και στέλνονταν στους θαλάμους αερίων του Άουσβιτς και της Τρεμπλίνκα.


Άτομα με ειδικές ανάγκες

Εκατοντάδες χιλιάδες ψυχικά ασθενείς και ανάπηροι άνθρωποι επίσης εξοντώθηκαν. Ακολουθώντας μια πολιτική ευγονικής, βασισμένη στον ψευδοεπιστημονικό ρατσισμό, οι Ναζί πίστευαν ότι οι ανάπηροι ήταν βάρος στην κοινωνία επειδή η φροντίδα τους κόστιζε στο κράτος σε υλικούς και ανθρώπινους πόρους, αλλά κυρίως επειδή η ύπαρξη ατόμων με ψυχικές και βιολογικές αναπηρίες θεωρούνταν προσβολή στο Ναζιστικό ιδεώδες μιας κοινωνίας αποτελούμενης από τέλειους Άρειους υπεράνθρωπους. Γύρω στα 400.000 άτομα στειρώθηκαν υποχρεωτικά παρά τη θέλησή τους, επειδή έπασχαν από ψυχικές ασθένειες ή αναπηρίες που πιστεύονταν ότι ήταν κληρονομικές. Τα άτομα με ειδικές ανάγκες ήταν ανάμεσα στους πρώτους που δολοφονήθηκαν, και το Μουσείο του Ολοκαυτώματος των ΗΠΑ αναφέρει ότι το Πρόγραμμα Ευθανασίας T-4, που ξεκίνησε το 1939, έγινε το "πρότυπο" για μελλοντικές μαζικές δολοφονίες από το Ναζιστικό καθεστώς.[9] Το Πρόγραμμα Τ-4 δημιουργήθηκε για να διατηρήσει την "καθαρότητα" της λεγόμενης Άρειας φυλής με τη συστηματική δολοφονία παιδιών και ενηλίκων που είχαν γεννηθεί με παραμορφώσεις ή υπέφεραν από ψυχικές ασθένειες. Υπολογίζεται ότι συνολικά 200.000 άνθρωποι θανατώθηκαν ως αποτέλεσμα αυτού του προγράμματος.


Κομμουνιστές

Μετά τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ στις 27 Φεβρουαρίου 1933, μια σκηνοθετημένη επίθεση για την οποία κατηγορήθηκαν οι κομμουνιστές, ο Χίτλερ κήρυξε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και υποχρέωσε τον Χίντενμπουργκ να υπογράψει το Διάταγμα για τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ, που ανέστειλε, για όλο το υπόλοιπο της ύπαρξης του Τρίτου Ράιχ, το Σύνταγμα της Βαϊμάρης. Το ίδιο βράδυ του εμπρησμού συνελήφθησαν πάνω από 10.000 κομμουνιστές και σοσιαλδημοκράτες. Επίσης, στις 9 Μαρτίου του 1933, τρεις Βούλγαροι, ο Γκεόργκι Ντιμιτρόφ, ο Βασίλ Τάνεφ και ο Μπλαγκόι Ποπώφ, μέλη της Κομιντέρν, συνελήφθησαν και κατηγορήθηκαν άδικα σαν συνένοχοι για τον εμπρησμό.

Σαν αποτέλεσμα αυτών των γεγονότων, το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (KPD) έγινε το πρώτο κόμμα που τέθηκε εκτός νόμου, στις 1 Μαρτίου 1933, με τη δικαιολογία ότι προετοίμαζε πραξικόπημα. Αυτό επέτρεψε στο Ναζιστικό Κόμμα να περάσει τον Εξουσιοδοτικό νόμο, που επέτρεπε στον Καγκελάριο Χίτλερ και το υπουργικό του συμβούλιο να νομοθετούν χωρίς έγκριση του Ράιχσταγκ. Αυτοί οι δυο νόμοι σηματοδοτούν την εφαρμογή του Gleichschaltung ("συγχρονισμός"), την απαρχή δηλαδή του ολοκληρωτικού καθεστώτος των Ναζί.

Στις 2 Μαΐου 1933, την επομένη της εργατικής γιορτής της Πρωτομαγιάς, η συνομοσπονδία σωματείων ADGB (Allgemeiner Deutscher Gewerkschaftsbund) διαλύθηκε δια της βίας, καθώς μονάδες της SA και της NSBO (Nationalsozialistische Betriebszellenorganisation
) κατέλαβαν τα γραφεία της και οι ηγέτες της συνομοσπονδίας οδηγήθηκαν στη φυλακή. Άλλες σημαντικές συνομοσπονδίες εξαναγκάστηκαν να συγχωνευθούν με το Γερμανικό Μέτωπο Εργασίας (Deutsche Arbeitsfront (DAF)) τους επόμενους μήνες.

Γύρω στους 100.000 κομμουνιστές δολοφονήθηκαν, όντας από τους πρώτους, μαζί με τα άτομα με ειδικές ανάγκες, που στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Πριν, είχαν γίνει προσπάθειες να τους στειρώσουν με τη χρήση ακτίνων Χ. Οι Γερμανοί κομμουνιστές προκαλούσαν ανησυχία στον Χίτλερ λόγω των δεσμών τους με τη Σοβιετική Ένωση και την Εβραϊκή κοινότητα, καθώς και σαν απειλή προς το γερμανικό φασισμό. Ο Χίτλερ πιθανόν να πήρε υπόψη του και το γεγονός ότι ο ίδιος ο Μαρξ ήταν Εβραίος.


Μασόνοι

Στο βιβλίο Ο Αγών μου, ο Χίτλερ γράφει ότι η Μασονία έχει «υποταχθεί» στους Εβραίους και έχει γίνει ένα «τέλειο εργαλείο» για να προωθούν τους σκοπούς τους και να εμπλέκουν τα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας στα υποτιθέμενα σχέδιά τους. Συνεχίζει λέγοντας ότι «η ειρηνιστική γενική παράλυση του εθνικού ενστίκτου της αυτοσυντήρησης που άρχισε από τους Μασόνους» μεταδίδεται κατόπιν στις κοινωνικές μάζες από τον ημερήσιο τύπο.

Στα 1933, ο Χέρμαν Γκέρινγκ, πρόεδρος του Ράϊχσταγκ και κεντρικό πρόσωπο στη διαδικασία του Gleichschaltung («συγχρονισμός»), δήλωνε ότι "στην εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία, δεν υπάρχει θέση για τη Μασονία".

Ο «Εξουσιοδοτικός νόμος» (στα γερμανικά Ermächtigungsgesetz) ψηφίστηκε από το γερμανικό Κοινοβούλιο στις 23 Μαρτίου 1933. Χρησιμοποιώντας τον, στις 8 Ιανουαρίου 1934 ο υπουργός Εσωτερικών της κυβέρνησης των Ναζί διέταξε τη διάλυση των Μασονικών οργανώσεων και τη δήμευση της περιουσίας όλων των Στοών, δηλώνοντας πως όσοι ήταν μέλη μασονικής Στοάς όταν ο Χίτλερ πήρε την εξουσία, το Γενάρη του 1933, δεν επιτρεπόταν να παίρνουν αξιώματα μέσα στο Ναζιστικό κόμμα ή τα παραστρατιωτικά παρακλάδια του, και απαγορευόταν να διορίζονται ως δημόσιοι υπάλληλοι.[12] Καθώς η Μασονία θεωρούνταν ιδεολογικός αντίπαλος του Ναζισμού όσον αφορά την κοσμοθεωρία της (Weltauffassung), ιδρύθηκαν ειδικά τμήματα της Υπηρεσίας Ασφάλειας (SD) και αργότερα η Κεντρική Υπηρεσία Ασφαλείας του Ράιχ, προκειμένου να ασχοληθούν ειδικά με τους Μασόνους. Οι Μασόνοι κρατούμενοι σε στρατόπεδα συγκέντρωσης κατατάσσονταν στους πολιτικούς κρατούμενους και φορούσαν ένα ανεστραμμένο (με την κορυφή προς τα κάτω) κόκκινο τρίγωνο.

Στις 8 Αυγούστου 1935, σαν Φύρερ και Καγκελάριος της Γερμανίας, ο Χίτλερ ανακοίνωσε στην επίσημη εφημερίδα του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος "Λαϊκός Παρατηρητής" (Völkischer Beobachter) την οριστική διάλυση όλων των Μασονικών Στοών της Γερμανίας. Το άρθρο κατήγγειλε μια συνωμοσία της Αδελφότητας και του «Παγκόσμιου Εβραϊσμού» για τη δημιουργία μιας Νέας Τάξης Πραγμάτων.

Εφόσον πολλοί Μασόνοι που συνελήφθησαν ήταν ταυτόχρονα και Εβραίοι και/ή μέλη της αντιπολίτευσης, δεν είναι γνωστό πόσα άτομα οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και/ή έγιναν στόχος, επειδή ήταν Μασόνοι. Σύμφωνα με μια συντηρητική εκτίμηση, συνολικά πάνω από 80.000 Μασόνοι από όλη την Ευρώπη έχασαν τη ζωή τους.


Ομοφυλόφιλοι

Οι ομοφυλόφιλοι αποτέλεσαν επίσης στόχο για το Ολοκαύτωμα, καθώς η ομοφυλοφιλία θεωρούνταν ασύμβατη με το Ναζισμό, λόγω της αδυναμίας των ομοφυλόφιλων να αναπαράγαγουν την κυρίαρχη φυλή. Αυτή η άποψη συνδυαζόταν με την ομοφοβία και την πεποίθηση που έτρεφαν οι Ναζί ότι η ομοφυλοφιλία μπορεί να είναι μεταδοτική.

Αρχικά η ομοφυλοφιλία έτυχε ανοχής σε μεμονωμένες περιπτώσεις, και η πρώιμη ηγεσία των Ναζί συμπεριελάμβανε έναν αριθμό γνωστών ομοφυλόφιλων. Μέχρι το 1936, ωστόσο, οι ομοφυλόφιλοι είχαν αποβληθεί από το κόμμα και ο Χάινριχ Χίμλερ ηγήθηκε μιας προσπάθειας να διωχθούν οι ομοφυλόφιλοι σύμφωνα με τους τότε υπάρχοντες αλλά και νέους αντί-ομοφυλοφιλικούς νόμους.

Πάνω από ένα εκατομμύριο ομοφυλόφιλοι Γερμανοί έγιναν στόχος, από τους οποίους 100.000 συνελήφθησαν και 50.000 φυλακίστηκαν σαν καταδικασμένοι ομοφυλόφιλοι. Ένας επιπλέον άγνωστος αριθμός εγκλείστηκε σε κρατικά ψυχιατρεία. Εκατοντάδες Ευρωπαίοι ομοφυλόφιλοι που ζούσαν σε κατεχόμενες χώρες ευνουχίστηκαν βάσει δικαστικής απόφασης. Οι θάνατοι τουλάχιστον 15.000 περίπου ομοφυλόφιλων αντρών σε στρατόπεδα συγκέντρωσης έχουν καταγραφεί επίσημα, αλλά είναι δύσκολο να καθοριστεί ακριβώς πόσοι ομοφυλόφιλοι πέθαναν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Κάποιοι ομοφυλόφιλοι χρησιμοποιήθηκαν επίσης σε ιατρικά πειράματα. Σύμφωνα με τον Χάιντς Χέγκερ (Heinz Heger), στα στρατόπεδα συγκέντρωσης οι ομοφυλόφιλοι «είχαν μεγαλύτερο ποσοστό θνησιμότητας σε σχέση με άλλες σχετικά μικρές ομάδες θυμάτων, όπως οι Μάρτυρες του Ιεχωβά και οι πολιτικοί κρατούμενοι».[18] Οι ομοφυλόφιλες γυναίκες δεν είχαν συνήθως την ίδια μεταχείριση με τους ομοφυλόφιλους άντρες. Χαρακτηρίζονταν μεν ως «αντικοινωνικές», αλλά σπάνια στέλνονταν στα στρατόπεδα λόγω της ομοφυλοφιλικής τους ιδιαιτερότητας.


Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά και το Ολοκαύτωμα

Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν η μόνη θρησκευτική ομάδα η οποία, αν και τα μέλη της ήταν κατεξοχήν γερμανικής καταγωγής, έγινε στόχος του Ναζιστικού καθεστώτος. Υπολογίζεται ότι, από τους συνολικά 25.000 Μάρτυρες του Ιεχωβά στη Γερμανία και σε χώρες που βρίσκονταν υπό την κατοχή των Ναζί, περίπου 4.200-10.000 κλείστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και γύρω στους 1.500-5.000 έχασαν τη ζωή τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης λόγω των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων[19]. Πιο συγκεκριμένα, αρνούνταν να αναμειχθούν σε πολιτικά ζητήματα, να εγγραφούν στο ναζιστικό κόμμα, να αποδώσουν χαιρετισμό λέγοντας «Χάιλ Χίτλερ» (που σημαίνει «Υγεία στον Χίτλερ» ή «Ζήτω ο Χίτλερ») και να υπηρετήσουν στο γερμανικό στρατό.



Κληρικοί και διανοούμενοι

Μερικά μέλη του Καθολικού κλήρου δολοφονήθηκαν από τους Ναζί, πολλά από τα οποία είτε είχαν Εβραϊκή καταγωγή, όπως η Ήντιθ Στάιν (Edith Stein), ή δολοφονήθηκαν κατά τη διάρκεια της Ναζιστικής εκστρατείας κατά της Πολωνικής διανόησης. Στις χώρες όπου καθολικοί ιερωμένοι είχαν ανοιχτά καταγγείλει τις πρακτικές των Ναζί, όπως στην Ολλανδία και την Πολωνία όπου επίσκοποι και ιερείς είχαν διαμαρτυρηθεί για τις απελάσεις των Εβραίων, τα μέλη του κλήρου είτε απειλήθηκαν με απέλαση και φυλακίστηκαν (όπως στην περίπτωση του Γερμανού επίσκοπου Κλέμενς φον Γκάλεν (Clemens von Galen) ή απελάθηκαν κατευθείαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπως στην περίπτωση του Ολλανδού Καρμελίτη ιερέα Τίτους Μπράντσμα (Titus Brandsma) και του Πολωνού Μαξιμίλιαν Κόλμπε (Maximillian Kolbe). Τα μέλη του Προτεσταντικού κλήρου, όπως εκείνα που ίδρυσαν την αντιναζιστική Εκκλησία της Ομολογίας, διώχθηκαν επίσης.

Εντούτοις, ως σύνολο, οι Εκκλησίες, τόσο στη Γερμανία όσο και στην Ιταλία, δεν αντιτάχθηκαν στο Ναζιστικό καθεστώς. Προτεστάντες και Καθολικοί δέχτηκαν ανεμπόδιστα το Γ' Ράιχ[20]. Μάλιστα μετά το 1929, οπότε ήρθε σε ύπαρξη το κράτος του Βατικανού με την σύμπραξη του Φασίστα Μουσολίνι, το 1933, έξι μήνες μετά τη άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, ο ηγέτης του Ναζιστικού καθεστώτος μέσω του αντικαγκελάριου Φον Πάπεν σύναψε Κονκορδάτο με το Κράτος του Βατικανού (το οποίο είχε τότε ως κεφαλή τον Πάπα Πίο ΙΑ'), προφανώς στα πλαίσια του κοινού αγώνα κατά του φιλελευθερισμού και του μπολσεβικισμού.



Οι έγχρωμοι και Ασιάτες κάτοικοι της Γερμανίας, και οι έγχρωμοι αιχμάλωτοι πολέμου, ήταν επίσης θύματα, και συχνά κρατούνταν ξεχωριστά από τους υπόλοιπους κρατούμενους . Η Ιαπωνία, που στις 27 Σεπτεμβρίου 1940 είχε υπογράψει την Τριμερές Σύμφωνο με τη Γερμανία και την Ιταλία, θεωρούνταν μέλος του Άξονα, και κανείς Γιαπωνέζος δεν φυλακίστηκε ή δολοφονήθηκε από πρόθεση.


Σέρβοι

Μια άλλη ομάδα θυμάτων του Ολοκαυτώματος ήταν οι Σέρβοι στο Ανεξάρτητο Κράτος της Κροατίας. Οι εκτιμήσεις για τον αριθμό των Σέρβων που δολοφονήθηκαν είναι αντικείμενο πρόσφατης αντιπαράθεσης. Το κέντρο Σίμον Βίζενταλ, γερμανικές πηγές του Β΄ Π.Π., ιστορικοί της εποχής του Τίτο από τη Σερβία και οι περισσότερες Σερβικές πηγές αναφέρουν αριθμούς άνω του 1.000.000, αλλά μερικές κροατικές πηγές εκτιμούν τον αριθμό γύρω στις 330-390.000, με τις 45-52.000 από τα θύματα να έχουν δολοφονηθεί στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Γιασένοβατς. Η γενοκτονία των Σέρβων από τους Ουστάσι ήταν ίσως η μοναδική περίπτωση όπου οι Γερμανοί (καθώς και οι Ιταλοί), συμπεριλαμβανομένων στρατιωτών των SS, παρενέβησαν για να προστατέψουν τα θύματα από τις ενέργειες των συνεργατών τους - υπερενθουσιώδεις Κροάτες Ουστάσι, που άρχισαν μαζικές δολοφονίες σε ρυθμούς ανήκουστους για την εποχή (από την εγκατάσταση ήδη του καθεστώτος-μαριονέτα), αναγκάζοντας τους αηδιασμένους Γερμανούς να περιορίσουν τη δράση του κατοχικού καθεστώτος. Ο βασικός νους πίσω από το Κροατικό Ολοκαύτωμα των Σέρβων ήταν ο Μίλε Μπούντακ (Mile Budak).

Η γενοκτονία των Σέρβων είχε θρησκευτικό υπόβαθρο. Παρά το γεγονός ότι τόσο οι Κροάτες όσο και οι Σέρβοι είναι Σλάβοι, και μιλούν σχεδόν την ίδια γλώσσα, οι Σέρβοι είναι Ορθόδοξοι χριστιανοί και οι Κροάτες Καθολικοί. Η ανάμειξη του Καθολικού κλήρου ήταν σημαντική, αφού η αναγκαστική μεταστροφή στον Καθολικισμό ήταν μερικές φορές η μόνη εναλλακτική εκτός από το θάνατο, και μέλη από οργανώσεις όπως οι Καθολικοί Σταυροφόροι ήταν από τους πιο ενθουσιώδεις και γνωστούς δράστες της γενοκτονίας. Ο διοικητής του στρατοπέδου Γιασένοβατς, ο Μίροσλαβ Φιλιππόβιτς (Miroslav Filipović) ήταν Καθολικός κοσμοκαλόγερος. Οι φόνοι γίνονταν τόσο στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όσο και καταστρέφοντας χωριά, καίγοντας Ορθόδοξες εκκλησίες όπου είχαν στοιβαχτεί με τη βία Σέρβοι κλπ.            επιμελεια Ρενα Διακιδη    

Δεν υπάρχουν σχόλια: